η γενναιότητα ανδρών, γυναικών, συνέτριψε
10-12.000
στρατό τουρκαλβανών και έκανε τον Αλή πασά να
σκάσει δύο άλογα, για να φτάσει στα Γιάννινα, να
σωθεί, από χίλιους Σουλιώτες!
Του Σωτήρη Λ. Δημητρίου
Τα ιστορικά γεγονότα κρύβουν στρατηγικές, παλικαριά, μαχητικότητα, συναισθήματα, τόλμη, αγωνιστική υπερηφάνεια και αδούλωτο, ελεύθερο πνεύμα. Πόσα δεν φαίνονται σε μία αφήγηση γεγονότων! Και όσα να γράψεις, πάλι λιγοστά θα είναι!
Το 1792 ετοίμασε ο Αλή πασάς 10-12.000 Αλβανούς μαχητές και αρματολούς απροσδόκητα και για ολοκληρωτική καταστροφή των Σουλιωτών.
Ήταν τότε που ζητώντας βοήθεια από τους Σουλιώτες δήθεν να εκστρατεύσει εναντίον των Σκιπτάρηδων μπέηδων στην Τοσκερία, και παγίδευσε τους Σουλιώτες που πήγαν σε βοήθειά του, υπό την αρχηγίαν του Λ. Τζαβέλλα και τους κράτησε ομήρους, όλους μαζί και τον γιο του Λάμπρου, τον 18ετή Φώτο. Στην αιχμαλωσία έμαθε ο Λάμπρος από τον γιο του, Φώτο, ότι ένας Σουλιώτης διέφυγε, ο Νάσης και πηγαίνει να ειδοποιήσει το Σούλι.
Αποφάσισε ο Αλής να κάνει συμφωνία με τον Λάμπρο. Τον αφήνει και αυτός να του παραδώσει το Σούλι. Δέχτηκε ο καπετάν Λάμπρος, αλλά άφησε τον Φώτο, αμανάτι στον Τουρκαλβανό.
Ήδη ο Σουλιώτης μαχητής ο Νάσης που είχε διαφύγει, είχε πάει στο Παλιοχώρι, είχε ενημερώσει τον Γιώργο Μπότσαρη για την σύλληψη του Λ. Τζαβέλλα και των μαχητών του και ότι το Σούλι κινδυνεύει. Αυτό τους έδωσε φτερά στα πόδια για να πάνε και να κάνουν προετοιμασίες πολέμου στην πατρίδα τους, το Σούλι. Όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο, «…ξεγελώντας έναν δόλιο…» ο Λάμπρος γύρισε στο Σούλι και από κοινού με όλους τους Σουλιώτες. Μαζί με τον Γιώργο Μπότσαρη και τους άλλους οπλαρχηγούς, προετοίμασαν γρήγορα την άμυνα κατά του επερχόμενου στρατού του Αλή. Πήγαν αστραπιαία κινούμενοι 250 άνδρες να αγοράσουν όπλα στην Πάργα, ενώ με την βοήθεια των χωρικών της Λάκκας, ανέβασαν τις οικογένειες και τρόφιμα στην Κιάφα.
Έμαθαν και από τον Λάμπρο τα καθέκαστα και είπε η Μόσχω η Τζαβέλλαινα:
«…Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου, σαν γλυτώσει το Σούλι, γλυτώνει και το παιδί μου, σαν χαθεί το Σούλι, ας χαθεί και το παιδί μου και εγώ η ίδια».
Ο Λάμπρο Τζαβέλλας ομόφωνα με τους άλλους οπλαρχηγούς, έστειλε ένα γράμμα στον Αλή: Αλή πασά, Χαίρομαι που εγέλασα ένα δόλιον… Είμαι εδώ να διαφεντέψω την πατρίδα μου, εναντίον εις ένα κλέφτη σαν εσένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τον εκδικήσω πριν αποθάνω κάποιοι Τούρκοι σαν κ΄εσένα θα πουν πως είμαι άσπλαχνος πατέρας, με το να θυσιάσω τον υιόνη μουδια τον εδικό μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν πάρεις εσύ το βουνόν (Σούλι), θέλεις σκοτώσει και τον υιόν μου με το επίλοιπον της φαμελιάς μου και τους συμπατριώτας μου, τότε δεν θα μπορέσω να εκδικήσω τον θάνατόν τους, αμμή αν νικήσωμεν, θέλει έχω και άλλα παιδιά, η γυναίκα μουείναι νέα,εάν ο υιός μου νέος καθώς είνε δεν μένει ευχαριστημένος ν΄ αποθάνη δια την πατρίδα του αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται σαν υιός μουέτζη. Προχώρισε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ…
Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας»
Εξαγρίωσε πάρα πολύ τον Αλή αυτή η επιστολή. Μετά τον πρώτο θυμό, περιορίστηκε σε απειλές κατά του 18χρονου Φώτου. Ο δε γιος του ο Βελής αγρίευε και απειλούσε τον Φώτο σε μια μάταια προσπάθεια να τον κάνει να «τουρκέψει», λέγοντάς του «θα σας ψήσω όλους».
«Πολύ καλά θα κάνεις γιατί και ο πατέρας μου το ίδιο θα κάνει σε σένα και στους συγγενείς σου» Ήταν η απάντηση του Φώτου.
Σε 15.000 ανεβάζει ο Λ. Κουτσονίκας τον στρατό του Αλή που στρατοπεδεύει, στην Λάκκα του Μπότζαρη υπό την αρχηγία του Μουχτάρ πασά, γιού του Αλή.
Με τον Γ. Μπότσαρη και Φωτομάρα συγκεντρώθηκαν 350 Σουλιώτες και μαζί με παρασουλιώτες έγιναν χίλιοι. Επιτέθηκαν νύχτα στον εχθρό με την μέθοδο του αιφνιδιασμού, ο οποίος είχε καλό αποτέλεσμα και κατακερμάτισε τον εχθρό.
Ήθελαν δε να συλλάβουν ζωντανό τον Αλή. Το έμαθε εκείνος από έναν γανωτή από τα Γιάννινα ο οποίος πήγαινε στο Σούλι να «γανώσει», τα χάλκινα σκεύη των κατοίκων.
Μαθαίνοντας αυτό αλλά και την επιστολή του Τζαβέλλα ο Αλής, έφυγε από την σκηνή του και πήγε μέσα στο στρατόπεδό του, να εξυψώσει το ηθικό των στρατιωτών του, βρίζοντας τους Σουλιώτες, «Γκιαούρηδες και κατσικοκλέφτες».
Δεν έχουν αρχή και τέλος, για τους Σουλιώτες, η αυτοθυσία, τα πολεμικά τεχνάσματα, ο ηρωισμός και η παλικαριά, ιδιαίτερα μπροστά στον κίνδυνο, όπου και οι γυναίκες πολεμούσαν και στεκόταν δίπλα στους άντρες, «ψυχωμένες και παλικάρια». Πάντα δίπλα από τους άντρες, αλλά «ένα βήμα πίσω». Πάντα κάτω από τις διαταγές των αντρών αλλά μπροστά στον κίνδυνο και μπροστά σε «ανωτέρα βία», αποφάσιζαν όλες μαζί χωρίς εντολή κανενός, μπροστά στο κοινό καλό αλλά και στην αυτοθυσία.
Με το στρατήγημα του εμπειροπόλεμου Γ. Μπότσαρη, που έδειξε μεγάλα στοιχεία ανδρείας και φρόνησης κατέφυγαν στο τέχνασμα, να κρυφτούν-οχυρωθούν στην Κιάφα δήθεν υποχωρήσαντες. Με μεγάλη χαρά είδε ο στρατός του Αλή, τους Σουλιώτες του Γ Μπότσαρη να υποχωρούν. Οι Σουλιώτες «λούφαξαν» εκεί ενώ οι Τουρκαλβανοί πανηγύριζαν. Πολεμούσαν ώσπου ανέβηκε ο ήλιος και η ζέστη της 20 Ιουλίου 1792 μεγάλη, τόσο που σταμάτησαν τα ντουφέκια, εκατέρωθεν, σαν κάποιος να έδωσε το σύνθημα.
Εδώ είναι που οι Σουλιώτισσες, οι κλεισμένες στα σπίτια της Κιάφας, σαν άντρες αποφάσισαν, με την Μόσχω Τζαβέλλαινα:
-«Αδελφαί, Ο πόλεμος έπαψεν, οι Τούρκοι ως φαίνεται, ενίκησαν, έσφαξαν τους ανδράδες μας, τα παιδιά μας και όλους τους συμπολίτες μας! Ημείς τι πρέπει να κάμωμεν; Να πέσωμεν σκλάβες ΄ς τους απίστους ή ν’ αποθάνωμεν και ημείς καθώς οι άντρες μας;
-«Όχι, όχι να μην πέσωμεν ζωνταναίς ‘ς τα σκυλιά, προκρίνομεν τον θάνατον, παρά την άτιμην σκλαβιάν». Αποκρίθηκαν όλες μαζί. Έτσι μετέφερε η πέννα των τότε ιστορικών ή των γραμματικών τους τον διάλογο. Σε καθαρεύουσα των λογίων της εποχής και έτσι τον αφήσαμε.
Άνοιξαν κιβώτιο πυρίτιδας, γέμισαν τις ποδιές τους με πρώτη την Μόσχω την Τζαβέλλαινα και ακολούθησαν καμιά 400αριά Σουλιώτισσες. Ανέβηκαν στην ράχη της Κιάφας και από κει χαρούμενες καθώς είδαν ότι οι άντρες ζούσαν και ήσαν ταμπουρωμένοι, ανέβηκε περισσότερο το ηθικό τους αλλά και των πολεμιστών από κάτω. Έτσι με αλαλαγμούς λυσσασμένης επίθεσης, πρώτη η Τζαβέλλαινα φωνάζει: «Απάνω τους αδερφές, απάνω στα άπιστα σκυλιά». Ολισθαίνοντας βράχια και πυροβολώντας, ενώ οι Σουλιώτες με τα σπαθιά στα χέρια έκαναν χαλασμό στους Τουρκαλβανούς που υποχωρώντας ατάκτως έπαθαν μεγαλύτερη ζημιά. Η μεγαλύτερη ντροπή τους ήταν ότι τους κυνηγούσαν γυναίκες, οι Σουλιώτισσες, μαζί με τους Σουλιώτες μαχητές. Υποχωρώντας και πηγαίνοντας για το Σούλι, τους περίμενε «η παγίδα» του Γιώργη Μπότσαρη με 300 Σουλιώτες, ενώ πιο κοντά προς το Σούλι περίμενε και ο Τζαβέλλας. Πανωλεθρία των Τουρκαλβανών ενώ ο Αλής έσκασε δύο άλογα στο τρέξιμο να σωθεί, για τα Γιάννινα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνεύστηκε από αυτό και έγραψε το ποίημα: «Η φυγή»
Αυτά τα συμβάντα της συγκεκριμένης μάχης, κρύβουν πολλά από τα πλεονεκτήματα των Σουλιωτών. Το αξιόμαχο, την παλικαριά, την αυτοθυσία, την πολεμική εξυπνάδα, το ριψοκίνδυνο και την αντρειοσύνη της Σουλιώτισσας, μάνας, γυναίκας, αδερφής στο πλάι του πολεμιστή, πολλές φορές ισάξια σε θέληση και μαχητικότητα.
«Πάντα δίπλα από τον άντρα αλλά ένα βήμα πίσω!»
Πηγές:
Π. Αραβαντινός Χρον. Της Ηπείρου
Π. Αραβαντινός Η Ιστορία του Αλή Πασά
Ιστορία του Αλή πασά- Τρύφων Ευαγγελίδης
Λ. Κουτσονίκας. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως