«Μόνε
σάν νά πηγαίναμε μπουλούκι ἀνάκατο, θαρροῦσες, ἀπ’ ὅλες τίς γενιές καί
τίς χρονιές, ἄλλοι τῶν τωρινῶν καιρῶν κι ἄλλοι πολλά παλιῶν, πού ’χαν
λευκάνει ἀπ’ τά περίσσια γένια.
Καπεταναῖοι ἀγέλαστοι μέ τό κεφαλοπάνι,
καί παπάδες θεριά, λοχίες τοῦ ’97 ἤ τοῦ ’12, μπαλτζῆδες βλοσυροί πάνου
ἀπ’ τόν ὦμο σειῶντας τό πελέκι, ἀπελάτες καί σκουταροφόροι, μέ τό αἷμα
ἐπάνω τους ἀκόμη Βουργάρων καί Τούρκων.
Ὅλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους
ἀμέτρητους ἀγκομαχῶντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τίς ράχες, τά φαράγγια,
δίχως νά λογαριάζουμε ἄλλο τίποτε».
«Πορεία πρός τό Μέτωπο» τοῦ O. Ἑλύτη