Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Η Κάλυμνος και ο Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω

Θέρος ελληνικό των Ποιητών, της Θείας Λειτουργίας σ’ ένα ξωκλήσι απόμερο και της Λαογραφίας. Θέρος από το τρίξιμο των κάβων με τις δεμένες τράτες.




Στην Κάλυμνο απόψε έφτασε η ονειροπόληση μας, στην άκρη της Ελλάδας, προς αναζήτηση πνευματικής δροσιάς. Στον τόπο αυτό των σφουγγαράδων όπου το ακριβό στολίδι του βυθού, έφτανε στην Κωνσταντινούπολη κι ως πέρα από την Μόσχα.


Απ’ τις γεμάτα τάματα εκκλησίες και τις πολλές λαμπάδες στη χάρη της Παναγίας να βγούνε πάλι σώοι οι βουτηχτάδες του σπιτιού μέχρι το Μοναστήρι του Αγίου Σάββα του Νέου και των Αγίων Πάντων πάνω από το λιμάνι της Πόθιας, στην κορυφή της καταπράσινης πλαγιάς, ένα νησί όπου η δοξολογία του, χαρά Θεού κατέβασε και έφερε ευλογία.


Ο αγιασμένος κτήτορας της Μονής, ιερομόναχος Ιερόθεος Κουρούνης ασκήτεψε, προετοίμασε το έδαφος και τελικώς προφήτεψε την έλευση του Αγίου Σάββα στο νησί, όπως συνέβη φυσικά, δυο χρόνια αργότερα από την κοίμηση του.
Ο ταπεινός άνθρωπος του Θεού, εργάτης της νοεράς προσευχής και προστάτης των πτωχων και αδυνάτων, ο φωτισμένος Άγιος με το προορατικό χάρισμα υπήρξε εικόνα Θεού και στήριγμα για το νησί, ενώ το άγιο του λείψανο μαζί με πλήθος από πολύτιμα εκθέματα φυλάσσονται στο εσωτερικό του χώρου που έχει θέα απέραντη το άσπρο και το μπλε κάτω απ’ το απαλό μελτέμι.


Ο Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω (1862 – 1948) είναι θαυματουργός ειδικά σε άτεκνα ζευγάρια και σε καρκινοπαθείς με πλήθος σημείων θαυμαστών μετά την κοίμηση του.
Στη νήσο Κάλυμνο σίγουρα τέμνεται η ομορφιά η ελληνική με την Ορθοδοξία.
Από τη “νήσο Κάλυνδο” του Ομήρου ως σήμερα,
απ’ τις αναρριχήσεις στ’ απόκρυμνα βουνά της, μέχρι τις καταδύσεις στον θαυμαστό βυθό, ένα νησί για να το αισθανθείς απ’ τα ύψη έως τα βάθη.

Ακολουθεί αφήγηση της Μαρίας Μπιζάνη με λόγια του ίδιου του Αγίου: (από το βιβλίο “Ο Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω”, εκδόσεις “Ορθόδοξου Ιδρύματος “Απόστολος Βαρνάβας”)

«Ε, να, να, ο Κύριος ήταν η ελπίδα μου. Κατέβηκα κάτω στο λιμάνι. Βρίσκω ένα ανδρόγυνο. Φαινότανε ευκατάστατοι άνθρωποι και οι δυο. Και τους λέω: «Για που είσθε;». «Για τα Ιεροσόλυμα, παιδί μου». «Αχ, θέλω και εγώ. Γι’ αυτό το σκοπό κατέβηκα από το χωριό μου και δεν έχω να…». «Α, ημείς, ημείς, ημείς θα σε πάρωμε». Ε, μ’ επήραν, λοιπόν, μαζί τους. Επήγαμε εις τα Ιεροσόλυμα εξ ιδίων εξόδων τους. Φθάσαμε στα Ιεροσόλυμα και εκεί πια εγώ, αφού προσκύνησα τον Πανάγιο Τάφο και όλα τα προσκυνήματα πήγα στο Χοζεβά. Ένας χείμαρρος είναι στη πλευρά εκεί έχει σπηλιές, έχει σπηλιές. Βρήκα μια σπηλιά και έμεινα μέσα. Εκεί στη σπηλιά με πολλούς. Πολλά πρόσωπα, πολλούς καλογήρους. Ζωγράφιζα. Έκανα 14 χρόνια εκεί στου Χοζεβά. Τρώγαμε σιτάρι βρεγμένο. Σιτάρι. Μια κουταλιά μας έδιδε ο ηγούμενος. Νερό; από το ποτάμι που έτρεχε.

Έκανα 14 χρόνια. Κατόπιν ήρθαν οι Άραβες. Μας λήστεψαν. Ήθελαν να μας σκοτώσουν. Φύγαμε. Διεσκορπισθήκαμε. Έφυγα. Πήγα στο Άγιον Όρος. Από το Άγιον Όρος ήλθα μια μέρα στην Αθήνα δια να προμηθευτώ μπογιές για την ζωγραφικήν μου. Στο δρόμο με βρίσκει ένας γνωστός μου, υποτακτικός του Νεκταρίου. Μου λέει: «Το ξέρεις ότι ο άγιος Πενταπόλεως είναι στην Αίγινα;» «Ναι το ‘μαθα». «Τον ήκουσα που είπε ο π. Σάββας πρέπει ναρθή εδώ». «Ε, να πάω, να πάω. Σηκώθηκα, λοιπόν, πήγα εκεί. Έμεινα μαζί του χρόνια. Εγώ τον περιποιήθηκα. Εγώ τον μαγείρευα. Εγώ ερχόμουν σε επαφή με τον άγιον Πενταπόλεως. Εγνώρισα την αρετήν του, εγνώρισα την μαρτυρικήν ζωήν του. Τις συκοφαντίες, κατατρεγμούς. Όλα αυτά μου τα διηγήθηκε. Το θάνατό του, που μύρισε το δωμάτιό του, του Νοσοκομείου. Που έτρεξε από το μέτωπό του μύρον και έτρεχαν οι νοσοκόμες να πάρουν. Ερχόταν κόσμος, όχλος. Δεν μπορούσα να κάνω. Σηκώθηκα, πήρα τον οδοιπορικό σάκκο, ήρθα στην Αθήνα… και με τη βοήθεια τού Θεού, εδώ, στην Κάλυμνο».