Θεοφάνης Μαλκίδης
Ὅταν ξεκίνησε ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου γιὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, οἱ ἐρωτήσεις ἦταν πάρα πολλές. Γιατί ἕνα ἀκόμη βιβλίο γιὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο; Γιατί ἕνα βιβλίο ποὺ νὰ ἀναφέρεται στὸν μέγιστο τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ ἀπευθύνεται σὲ νέους; Γιατί μιὰ ἔκδοση ποὺ σχετίζεται μὲ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει «ξεχαστεῖ»; Ποιὸς θὰ ἀσχοληθεῖ καὶ θὰ διαβάσει γιὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο;
Ὁ χρόνος κύλησε ἀναζητώντας ἀπαντήσεις, ἐνῷ οἱ διαπιστώσεις δημιουργοῦσαν νέα κενὰ καὶ ὁλοένα καὶ νέα ἐρωτήματα. Στὴν πορεία προέκυψαν δύο σημαντικὰ δεδομένα: Τὸ πρῶτο ἦταν καὶ εἶναι ἡ οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ὁποία συνδυάστηκε μὲ αἱματηρὲς θυσίες τοῦ λαοῦ μας, μὲ ἀνατροπὲς στὴν κοινωνία μας, ἀλλὰ καὶ μὲ σενάρια «ἐξαφάνισης» τῆς Ἑλλάδας μέσῳ τῆς χρεοκοπίας. Πολλοὶ ἔδωσαν τὶς δικές τους ἑρμηνεῖες γιὰ τὰ αἴτια τῆς κρίσης, ἀλλὰ ὅλοι συμφώνησαν στὸ ἑξῆς: Ἡ κρίση εἶναι κυρίως πνευματική. Ἀρκετοὶ ἐπίσης πρότειναν λύσεις οἰκονομικοῦ, πολιτικοῦ, συστημικοῦ, καθεστωτικοῦ προσανατολισμοῦ, ἀλλὰ σχεδὸν ὅλοι εἶπαν ὅτι λείπει ὁ ἡγέτης, οἱ ἡγέτες. Τόσο στὴν Ἑλλάδα, ὅσο καὶ στὴν Εὐρώπη, ἀκόμη καὶ στὸν πλανήτη.
Τὸ δεύτερο δεδομένο ἀφορᾶ στὸ ζήτημα τῆς Μακεδονίας, ὅπως αὐτὸ ἐξελίσσεται στὸν χρόνο καὶ στὸν χῶρο. Οἱ ἀρχικὲς «προσδοκίες» γιὰ ἀμνησία τοῦ κοινωνικοῦ σώματος διαψεύσθηκαν, ἐνῷ οἱ προτροπές, ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὸ ἐξωτερικό, γιὰ σύνεση καὶ ἀποδοχὴ τῆς προπαγάνδας καὶ τοῦ ψεύδους δὲν βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στὸν ἑλληνικὸ λαό.
Στὴ συνέχεια τὸ ζήτημα τῆς Μακεδονίας κορυφώθηκε, ἔχοντας ἐμφανίσει κατὰ κύριο λόγο πολιτικὰ χαρακτηριστικά. Οἱ συνεχεῖς ἀναγνωρίσεις τοῦ κράτους τῶν Σκοπίων μὲ τὸ ὄνομα «Μακεδονία» δημιούργησαν ἕνα ἀσφυκτικὸ πλαίσιο στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ποὺ ἐνισχύθηκε τεχνηέντως (καὶ) ἀπὸ ἑλλαδικοὺς κύκλους, καὶ ἐπέτειναν τὸ κλίμα φοβίας καὶ ἡττοπάθειας. Ἡ χρησιμοποίηση ἐκβιαστικῶν ἐρωτημάτων διλημματικοῦ χαρακτῆρα ἦταν ὁ κύριος μοχλὸς πίεσης στὸν ἑλληνικὸ λαό, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὴ Διασπορά. Ἐπιπλέον, ἡ συνεχὴς προπαγάνδα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Σκοπίων ὁδήγησε σὲ φαραωνικοῦ τύπου κατασκευὲς (ἄγαλμα Μεγάλου Ἀλέξανδρου, «ἀρχαιολογικὸ πάρκο» κλπ.) καὶ σὲ ἀνίερες συμμαχίες (Η.Π.Α., Τουρκία κλπ.), ἐνῷ τὸ πεδίο ποὺ ἄνοιξε μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Διεθνοῦς Δικαστηρίου τῆς Χάγης γιὰ τὴ στάση τῆς Ἑλλάδας δημιούργησε νέα δεδομένα.
Ἔτσι, τὸ βιβλίο γιὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήσει στοὺς ἀρχικούς του στόχους, ὃμως, καθὼς ἀπευθύνεται σὲ νέους, ἔχει νὰ ἀπαντήσει καὶ σὲ νέα ἐρωτήματα ποὺ ἔχουν προκύψει: ἐθνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς αὐτοτέλειας καὶ ἐπιβίωσης, προσωπικῆς καὶ συλλογικῆς ἀξιοπρέπειας, ἡγεσίας καὶ ἱστορικῆς ἀλήθειας.
Τὸ βιβλίο ἀσχολεῖται μὲ τὸν βίο καὶ τὴν πορεία τοῦ Μεγάλου Ἀλέξανδρου καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀναδείξει μὲ σύγχρονους ὅρους τὸ ἀξιακό βάρος τοῦ Ἕλληνα ἡγέτη. Δίνει τοὺς βασικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δραστηριότητάς του μὲ πολιτικές, στρατηγικές, στρατιωτικές, κοινωνικές, οἰκονομικές, πολιτιστικές, ἀξιακὲς καὶ πνευματικὲς διαστάσεις.
Δίνει τὸ πρότυπο ζωῆς καὶ ἀνθρώπινου χαρακτήρα, ἁπλότητας καὶ σεμνότητας, μετριοφροσύνης καὶ γνώσεως τῆς θνητότητας καὶ ταυτόχρονα σεβασμοῦ στὸ θεῖο καὶ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Δίνει τὴν προσωπικότητα τοῦ ἡγέτη, ποὺ ἐνέπνευσε φίλους, συμπολεμιστὲς καὶ ἐχθροὺς καὶ συνεχίζει νὰ ἐμπνέει χιλιάδες χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του ἀμέτρητους ἀνθρώπους σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὁ Ἀλέξανδρος στὰ περσικὰ ὀνομάζεται Σικαντὲρ καὶ στὰ ἀραβικὰ Ἰσκαντὰρ καί φέρει τὴν προσωνυμία «δίκερως» (Dhul-Qarnayn), λόγῳ τῆς ἐμφάνισής του σὲ νομίσματα μὲ κέρατα κριοῦ, κατὰ τὸ αἰγυπτιακὸ πρότυπο, ἀφοῦ ἐθεωρεῖτο γιὸς τοῦ Ἄμμωνα. Στό Κοράνι στή σούρα al-Kahf (Ἡ Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ὁ μεγάλος βασιλιάς. Στὴ Δύση ὁ Ἀλέξανδρος ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Ψευδοκαλλισθένη, τὸν 3ο αἰώνα, μέ τό «Μυθιστόρημα τοῦ Ἀλέξανδρου» σὲ πολλὲς παραλλαγές. Ὁ Ἀλβέριχος ντὲ Μπεζανσὸν ἔγραψε ἐπικὰ ποιήματα μὲ κεντρικὸ πρόσωπο τὸν Ἀλέξανδρο, ἐνῷ ὁ ἱερέας Λάμπρεχτ συνέθεσε ἕνα γερμανικὸ τραγούδι. Στὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (Βυζάντιο) ὁρισμένοι εἶχαν φανταστεῖ τὸν Ἀλέξανδρο ὡς ἅγιο καὶ ἀσκητὴ στὴν ἔρημο, ἐνῷ δημιουργήθηκαν πολλὲς παραδόσεις. Ἡ πιὸ διαδεδομένη εἶναι αὐτὴ ποὺ παρουσιάζει τὴ γοργόνα, ὡς ἀδερφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου, νὰ ρωτᾶ τοὺς ναυτικοὺς ἂν «ζεῖ ὁ βασιλιάς Ἀλέξανδρος» καὶ νὰ δέχεται ὡς ἀπάντηση μόνο τὸ «ζεῖ καὶ βασιλεύει». Στὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κατοχῆς ἡ ἀνάγνωση τῆς «Φυλλάδας τοῦ Μεγαλέξαντρου» ἐνίσχυε τοὺς ραγιάδες καὶ προετοίμαζε τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀπελευθέρωση.
Τὸ παρὸν βιβλίο ἀποτελεῖ μιὰ ἀπάντηση, στὰ μέτρα βεβαίως τοῦ ἐφικτοῦ, τῆς γνώσης καὶ τῶν ἀνθρώπινων ὁρίων, στὸ ἐρώτημα περὶ ὕπαρξης συμβόλων καὶ ἡγετῶν. Ἀποτελεῖ καὶ ἕνα ἀντίδοτο στὴν προπαγάνδα. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶναι μιὰ πρόταση γιὰ τὴ σημερινὴ χρονικὴ συγκυρία, ὅπου τὰ βαθιὰ οἰκονομικὰ προβλήματα συναντοῦν τὴν ἀνυπαρξία πολιτικῆς, πολιτισμικῆς, πνευματικῆς καὶ ἱστορικῆς τους ἑρμηνείας. Εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιὰ τὸ πρότυπο τοῦ ἡγέτη καὶ γενικά τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁ Μέγας Άλέξανδρος σμίλεψε καὶ ἐξέπεμψε τόσο μὲ τὸν λόγο του ὃσο καὶ μὲ τὸ πρότυπο ἡγεσίας, ποὺ συνεχίζει μέχρι καὶ σήμερα νὰ ἀποτελεῖ παράδειγμα πρὸς μίμηση.