O Ιταλός δημοσιογράφος Ιωσήφ Πέκιο (Giuseppe Pecchio) ήλθε στην Ελλάδα το 1825 και κατάφερε να πλησιάσει τον φυλακισμένο Θοδωρή Κολοκοτρώνη. Ο Πέκιο όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση έγινε μέλος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, το οποίο έστειλε αργότερα τον Πέκιο στην ελληνική κυβέρνηση για να της παραδώσει το δεύτερο αγγλικό δάνειο των εξήκοντα χιλιάδων (60,000) λιρών.
Ο Πέκιο παρέμεινε στην Ελλάδα από της 20ής Απριλίου μέχρι της 11ης Ιουνίου 1825, ερχόμενος εις επαφήν με τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αγώνος, με περιοδείες στην Πελοπόννησο, και όταν έφθασε στο Λονδίνο, κατέγραψε τις εντυπώσεις, αλλά και τις συνεντεύξεις που του παραχώρησαν οι οπλαρχηγοί σε ένα σύγγραμμα υπό τον τίτλο «έκθεσις των συμβάντων εν Ελλάδι κατά την άνοιξιν του 1825».
Μετά από ένα ταξίδι πενήντα
ημερών, φθάνει στην (τότε) πρωτεύουσα της Ελλάδος, το Ναύπλιο, του
οποίου την περιγραφή χάνει με τα πιο μελανά χρώματα: «δρόμοι στενοί,
σπίτια καταρρέοντα, ατμόσφαιρα βαρεία και πλημμυρισμένη από βρωμεράς
αναθυμιάσεις, καταθλίβουν τον ταξιδιώτην. Τα σκουπίδια είναι τόσα, ώστε
θα ήτο ηράκλειον ἐργον η μετακίνησίς των.
Αυτή είνε μία από τας αιτίας δια τας οποίας εκυριάρχησε κατά το παρελθόν
έτος επιδημικός πυρετός σχεδόν θανατηφόρος...».
Μετά από προσπάθειες αρκετών ημερών, ο Πέκιο κατάφερε να συναντήσει τον Θ. Κολοκοτρώνη στην
φυλακή του. Τον βρήκε ανάμεσα σε δέκα άλλους συντρόφους του και
φρουρούμενο από αρκετούς στρατιώτες οι οποίοι έδειχναν προς τον
στρατηγόν βαθύτατον σεβασμόν. Γράφει ο Πέκιο: «αχτένιστα και άσπρα τα μαλλιά του έπιπταν εις αμφοτέρους τους ώμους του και ανακατεύοντο μπροστά με την άτακτον γενειάδα,
την οποίαν μετά την αιχμαλωσίαν του είχεν αφήσει να αυξήση εις ένδειξιν
πένθους και εκδικήσεως. Η μορφή του είναι άξεστος, ρωμαλέα. Τα μάτια
του γεμάτα φωτιάν, το πολεμικόν και άγριον πρόσωπόν του ωμοίαζε με
γέρικον απότομον βράχον».
Αμέσως ο Θ. Κολοκοτρώνης ρωτάει τον Ιωσήφ Πέκιο τι νέα του φέρνει και ο Ιταλός δημοσιογράφος του απαντά ότι οι Αιγύπτιοι ετοιμάζονται να κυριεύσουν το Ναβαρίνο.
Ο Κολοκοτρώνης εκούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και είπε: «δια να νικηθούν οι Αιγύπτιοι δεν εχρειάζοντο παρά άνδρες!...» Κάνοντας μάλιστα μία χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι του βροντοφωνάζει: «για να βαρούν τα τουφέκια!...»
Στη συνέχεια, στρεφόμενος προς τον Ιωσήφ Πέκιο, λέει: «Ξέρετε ποιος έδωσε τη νίκη στους Αιγύπτιους; Η ενότης της διοικήσεώς των, ενώ οι Έλληνες χάθηκαν με τη μανία που έχει ο καθένας να κουμαντάρη χωρίς να ξέρη!»
Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που δίνει εδώ ο Πέκιο για τον Κολοκοτρώνη,
μιας και αναφέρει ότι, ενώ εσήκωνε το χέρι του, διέκρινε στον βραχίονά
του μια ουλή σπαθιάς. Τον ερώτησε που έλαβε το τιμητικό αυτό «παράσημο»
και ο Κολοκοτρώνης του απάντησε: «δεν είναι το μόνο παράσημο που έχω στο κορμί μου...» Αμέσως μετά του δείχνει μία άλλη ουλή, από πυροβολισμό,
που είχε στον άλλον βραχίονά του, την τρίτη ουλή στο δεξιό στήθος και
μία τέταρτη ουλή στην πλευράν του! Όπως μιλούσε, όμως, έπαιζε νευρικά το
κομπολόι του, εσηκώνετο, εκάθητο και εφαίνετο ανήσυχος, ταραγμένος, σαν
να εφοβείτο κάποιον εχθρό.
Λέει ο Πέκιο: «ο Κολοκοτρώνης αναμφιβόλως δεν είναι κοινός άνθρωπος. Μετ' ολίγας ημέρας απελύθη και έγινε πανηγυρικώς δεκτός εις Ναύπλιον. Κατά την στιγμήν της συμφιλιώσεώς του
με την κυβέρνησιν, απήντησεν αυτοσχεδίως εις τον λόγον τον οποίον
εξεφώνησε κάποιος εκ των επισήμων. Εις την άξεστον απάντησίν του είναι
άξια σημειώσεως η παράγραφος εις την οποίον είπε: "Στο ταξίδι μου από την Ύδρα έως εδώ πέταξα στην θάλασσα τα παράπονά μου. Κάμετε
το ίδιο και σεις και θάψετε μέσα σε κείνο το λάκκο τα μίση σας και τας
διαφοράς. Αυτός θα είνε ο θησαυρός που θα κερδίσετε!... »