Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Νά φέρουμε τόν γιατρό, Ἀλέξανδρε; – Ὄχι! τόν παπά νά φέρετε... 3 Ιανουαρίου 1911, οι τελευταίες του ώρες

 


κυρ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 

Οι τελευταίες του ώρες... (1851-1911).

 

Ήταν 3 Ιανουαρίου 1911.

Ὁ ἐξάδελφος τοῦ Παπαδιαμάντη διηγηματογράφος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται τίς τελευταῖες του ὧρες:

«Ὑπέφερε πολύ. Εἶχε καί παλμούς…

Τήν παραμονή τοῦ ἁγίου Βασιλείου κατέβηκε στήν ἀγορά τοῦ νησιοῦ

καί ἀγόρασε λίγα μπαρμπούνια, ἀπό ἐκεῖνα τά περίφημα μπαρμπούνια πού βγάζουν τά νερά μας.

Τοῦ ἄρεσαν πολύ τά ψάρια.

‘Ὀψάρια, ἤτοι κατ’ ἐξοχήν ὄψα’! ἔλεγε ἐπεξηγῶν τό βυζαντινόν ὄνομα τοῦ ἰχθύος

(τό ὄψον = ἡ τροφή, τό προσφάγι)…

Τά πῆγε λοιπόν στό σπίτι, τά ἔδωσε σέ μία ἀπό τάς ἀδελφάς του

καί ἀπεσύρθη στό δωμάτιόν του.

Ἔξαφνα ἀκούστηκε δοῦπος.

Ἔτρεξαν καί βρῆκαν χάμου στό πάτωμα τόν καϋμένο τόν Ἀλέξανδρο.

Τόν μετέφεραν στό κρεββάτι του.

Τότε πιά ἐκατάλαβε ὅτι ἡ κατάστασίς του ἦτο ἄσχημη.

Εἶπε:

-‘Ἔ, θαρρῶ πώς εἶμαι γιά τό μεγάλο ταξίδι…

Φέρτε τον παπᾶ’.

Ἡ ἀδελφή του ἡ Κυρατσώ τόν ἐρώτησε:

– Νά φέρουμε τόν γιατρό, Ἀλέξανδρε;

– Ὄχι! τόν παπά νά φέρετε!


Σέ λίγο ἦλθε ὁ παπάς.

Ὁ Ἀλέξανδρος ἀνασηκώθηκε κι ἐκάθησε στό κρεββάτι.

-Παπά μου, τοῦ εἶπε, πεθαίνω!

Νά μέ ἐξομολογήσεις καί νά μέ μεταλάβεις…

 

(Μετά τήν ἐξομολόγηση) ὁ παπάς ἄνοιξε τό Εὐχολόγιό του 

νά διαβάσει μιά σύντομη εὐχή. 

Τότε ὁ Ἀλέξανδρος τόν παρεκάλεσε

-Ὄχι αὐτή! …

Τή μεγάλη εὐχή θέλω τοῦ ὁσίου Ἀνδρέου τῆς Κρήτης, 

πού εἶναι γιά ὅλα τά ἀνομήματα…


Καί ὁ παπάς τοῦ ἔκαμε τή χάρη.

Μέ σταυρωμένα τά χέρια ὁ μεγάλος μας συγγραφεύς,

μέ σκυφτό κεφάλι,

μέ ταπεινωμένη καρδιά,

ἀκροαζότανε τήν ἐκτενῆ εὐχή 

και ψιθυριστά τήν ἐπανελάμβανε…


Καί ὅταν ἔφυγε ἀπό τό σπιτάκι του ὁ ἱερεύς,

ὁ καϋμένος ὁ Ἀλέξανδρος ἐπλάγιασε πάλι στό κρεββάτι του, 

γιά νά μήν ξανασηκωθεῖ.

Δέν ἐγεύθη τά ἀγαπητά του μπαρμπούνια…

Τά χείλη του ἐσάλευαν σέ ψαλμούς…


Καί τήν 3ην Ἰανουαρίου 1911, 

ὅταν ἐκατάλαβε πώς ἔφθασε ἡ στιγμή 

νά παραδώσει τήν ὑστάτη πνοή του στά χέρια τοῦ Πλάστη, 

διέταξε τάς ἀδελφάς του νά ἀπομακρυνθοῦν.


Ἔπειτα ἐγύρισε πρός τό μέρος τοῦ τοίχου

καί ἐξέπνευσε,

ὑπομέλπων τό τροπάριον τῆς Ἐνάτης Ὥρας τῶν Θεοφανείων:

‘Τήν χεῖρά σου τήν ἁψαμένην τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ δεσπότου…’.

Τήν κηδείαν του παρηκολούθησαν μέ συντριβήν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ…».

 

                    Αιωνία η μνήμη του!