Τήν κατανυκτικότητα τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας, ὅπου καὶ ἠ ἀνοιξιάτικη φύση μοιάζει νὰ συνάδει, πῶς νὰ τη βάλει κανεῖς σὲ λόγια; Ἂς ἀνατρέξουμε στὸν εὐλαβέστατο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
«Τὴ Μεγάλη βδομάδα τὸν χάναμε»
Γιος ἱερέα εἶχε ἄριστη γνώση τῶν Λειτουργιῶν, τῶν ὕμνων καὶ τῶν τροπαρίων, ὄχι μόνο ὥς περιεχόμενο. Ἀκόμα καὶ για τὸ μέλος ἔχει καταγράψει ἐνδελεχεῖς κρίσεις, ποὺ δείχνουν βαθιὰ γνώση μαζὶ μὲ εὐλάβεια.
Ἀλλωστε ἦταν δεξιὸς ψάλτης στὸν Ι. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου. Ζοῦσε λιτό, μοναχικὸ καὶ ἀσκητικὸ βίο. Τὸν ὀνόμαζαν κοσμοκαλόγερο. Πράγματι στὰ 21 τοῦ πῆγε στὸ Ἁγιον Ὀρος καὶ παρέμεινε ὀκτῶ μῆνες ὥς δόκιμος μοναχός.
Ταπεινὸς καθὼς ἦταν δὲν θεωροῦσε τὸν ἐαυτὸ του ἄξιο νὰ φέρει τὸ «ἀγγελικὸ σχήμα». Ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα καὶ ξεκίνησε σπουδὲς στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὶς ὁποῖες ὄμως ποτὲ δὲν ὁλοκλήρωσε. Ἀφοσιώθηκε στὴ συγγραφή.
«Τὴ Μεγάλη βδομάδα τὸν χάναμε. Ἐκτελοῦσε στὴν ἐντέλεια ὅλα τὰ χριστιανικὰ του χρέη σάν πειθαρχημένος καλογηρος», γράφει ὁ Κώστας Βάρναλης σὲ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Τὸ Πάσχα τοῦ Παπαδιαμάντη», δημοσιευμένο κάποιο Πάσχα τῆς Κατοχὴς στὴν ἐφημερίδα «Πρωία».
«Μετὰ τοῦ Θεοὺ συναδελφούμενοι»
Πῶς τὴ βίωνε; «…Ἂς ἀρθῶμεν ἀπὸ τῆς σήμερον ὑπὸ τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπὲρ τὸ ὑλιστικὸν πεδίον, ἐφοὺ τὸν λοιπὸν βιοῦμεν χρόνον, καὶ κατανυσσόμενοι καὶ ἐνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχὴς μας εἲς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους, τοὺς κατακηλούντας ἠμᾶς δια τῆς γλυκυτάτης βυζαντινὴς μούσης των, ἄς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κι ἐμπνέουσαν Ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γήινου κόσμου καὶ μετὰ τοῦ Θεοὺ συναδελφούμενοι.
Εἰσέλθωμεν εἲς τοὺς ναοὺς καὶ ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἐνωθῶμεν τουλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἲς τάς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἄς σιγήσουν τὰ πάθη, καὶ ἄς ὁμιλήση ἠ καρδία, καὶ ἄς ἀκουσθῆ ἠ φωνὴ τῆς συνειδήσεως…»
Μεγάλη Παρασκευὴ
Μὲ τὴ γλαφυρὴ πένα του περιγράφει τὴν Ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευὴς καὶ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου στὴ φύση ποὺ συνάδει:
«…Ἀλλὰ μετὰ προσοχὴς κατόπιν παρακολουθήσατε τοὺς ἀπαραμίλλους τῶν μελωδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἴτινες καὶ ὥς ποίησις καὶ ὥς μέλος θὰ παραμείνωσιν ἐσαεῖ ἀθάνατα μνημεία τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευὴς Ἀκολουθία εἶναι ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἁρμονικῶς καὶ μετὰ σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτῶ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καὶ ἐπηρμένως ὑπὲρ τῆς Βυζαντινὴς μουσικὴς τὸν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων».
Τότε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ξεκινοῦσε στὴ 1 μετὰ τὰ μεσάνυκτα καὶ ἡ περιφορὰ γινόταν ἀπὸ τὶς 4:00 π.μ. «ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης», ἔως τὶς 5:15 π.μ., ὅπου «ἠ αὐγή… ροδίνη καὶ ξανθῆ, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρᾶς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεία… ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβύνη», «καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν» ἐπαναλαμβάνει «οἶμοι! γλυκύτατε Ἰησού!».
Ἡ Ἀνασταση
Τὴν ἀτμοσφαιρα τῆς Ἀναστάσεως τὴν περιγράφει: «Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν» «ἒν μέσω τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐοδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς». Τὰ ἔθιμα δὲν ἔχουν ἀλλάξει ἀπὸ τότε. «Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοὺ ἔγινεν ἠ Ἀναστασις, καὶ ἤστραψεν ὀ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἠ πλατεία ἀολι τί φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἲς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντός τοῦ ναοὺ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια».
Ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ Παπαδιαμάντη
Ἐτσι τὴν περιγράφει ὀ Κώστας Βάρναλης. «Μὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὸ μεσημέρι ὀ κὺρ Στέφανος ἐρχότανε στὸ καφενεῖο καὶ τὸν ἔπαιρνε στὸ σπίτι του νὰ φᾶνε τὸ πασχαλινὸ ἀρνί. Κατηφορίζανε κι οἰ δύο τὸ λόφο, ὀ ἔνας μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι κι ὀ ἄλλος μὲ τὴν ἀλύγιστη περπατησιά του, γιατί τὰ γόνατά του ἤτανε ξυλιασμένα ἀπὸ τὴν ἀρθρίτιδα.
Στὸ τραπέζι μοσχοβολοῦσε κι ἄχνιζε τὸ ἀρνὶ μέσα στὸ ταψί, μοσχοβολοῦσε τὸ τυρὶ τοῦ Παρνασσοῦ, ἡ μαρουλοσαλάτα μὲ τὸν ἄνηθο καὶ τὸ κρεμμυδάκι, μοσκοβολούσανε τὰ πορτοκάλια καὶ λαμποκοπούσανε μέσα στὴ σουπιέρα τὰ κόκκινα τ’ αὐγά. Πόσοι πειρασμοί: Μὰ ὁ θρῆσκος Παπαδιαμάντης πρώτα ἔκαμνε τὸ σταυρό του, ἔλεγε τὸ «φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται…», οἱ ἄλλοι ὄρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αὐτοὶ κι ὕστερα… Ε, ὕστερα, ἄμα καθόντανε στὸ τραπέζι, ὀ κὺρ Στέφανος, ποὺ ἤξερε τὰ συνήθεια τοῦ φίλου του, τοῦ γέμιζε μια κούπα ρετσίνα.
Ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος τὴν ἐπιανε μὲ τὶς δυο τοῦ φοῦχτες (γιατί τὰ χέρια τοῦ τρέμανε) καὶ τὴν ἄδειαζε ὀλάκερη «ἀμυστὶ» μὲ μια συγκινητικὴ λαχτάρα. Τότες τὸ αἵμα του ξυπνοῦσε καὶ κύλαε ζεστὸ στὶς φλέβες του, τὰ μάτια του καθαρίζανε, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνοιγε τὰ διπλωμένα φτερά της καὶ τότε μονάχα ἀρχιζανε τὸ φαγί. «Ἦτο ὡραῖον ρετσινάτον» (λέγει σ’ ἕνα του διήγημα) «ὅλον ἄρωμα καὶ πτήσις καὶ ἀφρός»!