Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Καλοκαίρι 1792. Απάτητα βουνά της Μάνης.

 

 
 
Λάμπρος Κατσώνης, Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, Θοδωράκης Κολοκοτρώνης και Ανδρίτσος Βερούσης.
Τα τέσσερα παλληκάρια της ελληνικής γης βρίσκονται για τελευταία φορά μαζί.


Η Ρωσία έχει υπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική αυτοκρατορία και τα όνειρα τους για επανάσταση ναυαγούν.
Επικηρυγμένοι πλέον οι Αρχηγοί, διώκονται από τους μουρτάδες. 



Ο Ανδρίτσος Βερούσης πατέρας του Δυσσέα Ανδρούτσου πρέπει να φύγει το συντομότερο από τον Μωριά. Ο καπετάν Ζαχαριάς αναλαμβάνει να τον οδηγήσει το ταχύτερο μέχρι τα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου και απο κεί να περάσει στη Ρούμελη.
Σαράντα μερόνυχτα τρέχουν και κρύβονται από τους Τούρκους που με ενέδρες και γιουρούσια προσπαθούν να τους ξετρυπώσουν.
Μόλις φτάνουν κοντά στα Καλάβρυτα ο Ζαχαριάς αποχαιρετά οπλαρχηγούς, καπεταναίους και ξεπροβοδίζει τον Ανδρίτσο από τον Μωριά. Εκείνος με τ' ασκέρι του, ίσα που προλαβαίνουν να περάσουν από τη Βοστίτσα στη Ρούμελη.
Όμως ένα μπουλούκι του Ρουμελιώτη, με σαράντα έξι παλληκάρια υπό τον οπλαρχηγό Παναγιώτη Καραχάλιο που είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα, τώρα καταδιώκεται από τους ελεεινούς του σουλτάνου. Εκεί κοντά στη Βοστίτσα, στην Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών βρίσκουν καταφύγιο οι αγωνιστές όπου ταμπουρώνονται και ξεχύνονται στη μάχη. Αλλά αυτή η μάχη είναι άνιση. Οι αγαρηνοί τους αιχμαλωτίζουν και με μπλεξάδες χειροπόδαρα τους οδηγούν στην Τριπολιτσά, όπου αποφασίζεται να κρεμαστούν από εκείνον τον ψυχοβγάλτη πλάτανο. Μα αυτή η Ελλάδα γεννά παιδιά ρώμης, ανδρείας και ηρωισμού. Γεννά λεβέντες έτοιμους να στολίσουν με το μάλαμα της θυσίας τους το χρυσοποίκιλτο περιδέραιο του Έθνους μας.
Ο Παναγιώτης Καραχάλιος ζητά από τους Τούρκους να θανατωθεί τελευταίος. Εκείνοι γελώντας ειρωνικά δέχονται.
Σαράντα έξι ψυχές οδηγούνται μία μία στην κρεμάλα. «Του Έλληνος το στόμα φίμωτρο δεν ανέχεται». Ο Καραχάλιος στέκεται ομπρός από κάθε παλληκάρι του και του τραγουδά. Με φωνή στεντώρια, δυνατή, αδέσμευτη. Η ανάσα τους πνίγεται στη σφιχτή θηλιά. Σαράντα έξι ψυχές μέσα σε πανηγυρισμούς εκστατικούς, με έμμορφα χαμόγελα ανθρώπων ευτυχισμένων που γεύονται για πρώτη φορά την ελευθερία που στερούνται τόσους αιώνες, με χείλη που σιγοτραγουδάνε το τραγούδι της απελευθέρωσής τους, περνούν σε αυτήν την λαμπρή, την φωτεινή αθανασία.
Κι ύστερα φτάνει η ώρα του Αρχηγού. Αυτουνού του Παναγιώτη Καραχάλιου, πατέρα του Νικολή, του θρυλικού σημαιοφόρου του Γέρου. Μα για αυτόνα τον Παναγιώτη άλλη αιμοβοριά έχουν σκαρώσει. Για τον Παναγιώτη στήνουν ξύλα και μια πελώρια φωτιά. Τον Παναγιώτη τον καίνε ζωντανό και αφανίζουν κάθε κύτταρο της υπάρξεώς του.
Όμως αυτές οι φλόγες που έκαψαν το κορμί του πατριώτη, αυτή η φωτιά που μόνος ένας γνήσιος Έλλην θα μπορούσε να αντέξει, αυτή η πυρά η ακόμα καίει και υψώνεται ολοφώτεινη από τη Γη μέχρι τον Ουρανό και περίτρανα διαφεντεύει αυτό το όνομα που γράφτηκε με χρυσά γράμματα.
Παναγιώτης Καραχαλιος εκ Κυνουρίας.
Ήταν 8 Ιουλίου του Εθνοσωτηρίου έτους 1792.
Καπετάν Καραχάλιο, αιώνια θα ζει η μνήμη σου και αιώνια θα τραγουδάς με τα παλληκάρια σου τραγούδια της Λευτεριάς, τραγούδια που σήκωσαν την ταφόπλακα από τη γλυκειά μας Ελλάδα, τραγούδια που ξέπλυναν το αίμα και τη φρίκη από το πολύτιμο ένδυμά της, τραγούδια που ανέστησαν και ζωντάνεψαν πάλι τον αγιασμένο τόπο της Ελευθερίας.
Η λαϊκή μούσα ύμνησε τον ηρωικό θάνατο του Παναγιώτη Καραχάλιου:
"Παιδιά, σας πέφτω ένα ριτσά, σας πέφτω ένα μινάτι:
Για ντώστε τα χερούλια μου, μούδιασαν του καημένου.
Για λύστε και τα πόδια μου, κοπήκαν του καημένου,
και καβαλλάτε τ'άτια σας και τα λαγωνικά σας
και βγάλτε κι αμπολάτε με μεσ' της Μηλιάς τον Κάμπο
κι όπου με φτάστε, κόφτε με!"
 
Έρευνα & Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ
Φωτογραφία: Άποψη του Καθολικού της Ιεράς Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Από επίσκεψή μας στην Μονή τον Μάιο του 2020.