Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Κύπρος, γη εναλία

 


Θεοφάνης Μαλκίδης



Κύπρος, γη εναλία


 

Είναι πολλές φορές τα πρόσωπα με τις πράξεις, την έμπνευσή τους  και το λόγο τους που  κατορθώνουν να απεικονίσουν έναν τόπο ή τον τόπο τους. Και αυτή η καταγραφή να μεταφέρεται εις τους αιώνες με όλους τους τρόπους της ανθρώπινης έκφρασης. Άλλοτε πάλι είναι η γη, το ύδωρ, ο αέρας που επηρεάζουν τους ανθρώπους της δημιουργίας, προκειμένου να αντιληφθούν το μέγεθος, την ταυτότητα, το ιστορικό φορτίο, τη πολιτιστική κληρονομιά, το καθήκον, τη διατήρηση της μνήμης.




Πάντοτε όμως με μία καταπληκτική  αρμονία τα πρόσωπα, οι  πράξεις, η αύρα τους, κατορθώνουν με μοναδικό τρόπο να δείξουν ένα τέλειο πίνακα, μία δημιουργία  κάλλους. Για την ελληνικότητα, για τον ελληνικό κόσμο, κάπως έτσι εμφανίζονται και εκφράζονται όλα εδώ και χιλιάδες χρόνια: Οι «αμμουδιές του Ομήρου», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης    και οι «απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή», γράφει ο έτερος νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης.  Και χωρά και εκφράζει τους πάντες. Με ένα  εξαιρετικό συνδυασμό που φαίνεται ότι επηρεάζεται από το φως, το γαλάζιο του ουρανού  και  της θάλασσας, τους εκφραστές που επιμένουν να ζουν «σ ΄αυτό το πέτρινο ακρωτήρι στη  Μεσόγειο», όπως τόνισε στην ομιλία του ο Σεφέρης, ο οποίος συνδένθηκε τόσο στενά με την Κύπρο.


Στην Κύπρο, εν προκειμένω,  όλα τα παραπάνω δρουν, λειτουργούν, εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο, το συναμφότερον του Αγίου  Γρηγορίου  του Παλαμά, το συναμφότερον της ψυχής και του σώματος του Ελληνισμού. Είναι ο Κίμων, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, ο Ισαάκ και ο Σολωμού, μαζί με την Παναγία τη Φανερωμένη, το Κούριο, την πέτρα του Ρωμηού, τη Λευκωσία,  τη Λεμεσό και τη Λάρνακα,  το Μαχαιρά , το Λιοπέτρι, την Κερύνεια, την Πάφο. Είναι οι αγνοούμενοι, οι μάνες και οι συγγενείς τους, οι πρόσφυγες, οι ήρωες των προδομένων Θερμοπυλών του 1974, είναι η πολιτική του  «πηγαίνετε για ύπνο κύριοι, άσκηση είναι και όχι εισβολή» και  η πράξη του «η Κύπρος είναι μακριά»…


Είναι οι γυναίκες, οι νέοι, οι μαθητές, οι μοτοσικλετιστές και οι φοιτητές, η μαύρη γραμμή (όχι  πράσινη) και τα καταστήματα, οι οικίες και οι ζωές της που είναι κλειστές, ο Χανδρινός και το πλήρωμα του αρματαγωγού «Λέσβος», είναι αυτοί που  «επέστρεψαν»  στις πατρίδες τους λίγα  μόνο οστά, οι έντιμοι αξιωματικοί και  στρατιώτες, οι καταδρομείς και οι αεροπόροι που καταρρίφθηκαν  από «φίλια πυρά», ο Τύμβος της  Μακεδονίτισσας, ο Μιχαηλίδης και ο Λιπέρτης, οι απαγχονισμένοι του 1821, ο Μάτσης του «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα», ο Αυξεντίου και ο Παλληκαρίδης οι απαγχονισθέντες και τα φυλακισμένα μνήματα. Είναι ο ταπεινός λευίτης και φλογερός πατριώτης Παπάσταυρος Παπαγαθαγγέλου, το Παγκύπριο Γυμνάσιο, οι γονείς των ηρώων του 1955,  η Σαλαμίνα και  ο Τεύκρος, η Χαρίτα Μάντολες και η Ελένη Φωκά, ο Σεφέρης, ο Μόντης, ο Μηχανικός, ο Ελύτης,  ο Κατούντας και ο Κατσάνης, η Κύπρος που επιμένει για «την  Ελλάδα θέλωμεν και ας τρώγωμεν πέτρες», όπως έγραφε ένας τοίχος στην Λευκωσία το 1955.


Αναζητώντας την ιστορική, πολιτισμική, κοινωνική εθνική ταυτότητα της Κύπρου, το παρόν και το μέλλον, καταλήγουμε (αναπόφευκτα) στα ίδια συμπεράσματα που ισχύουν  και στα υπόλοιπα μέρη, κομμάτια, συνιστώσες του Ελληνισμού. (Αν και οι οπαδοί της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και για συντομία οι εθνομηδενιστές, με την προπαγάνδα αλλοίωσης της Ελληνικότητας μέχρι τελικής εξαφάνισης, υποστηρίζουν ότι «η Κύπρος δεν είναι Ελληνισμός», «οι Κύπριοι είναι Κύπριοι», «υπάρχει  Κυπριακό έθνος» και άλλα συναφή φληναφήματα….)


Εδώ, δεν θα ασχοληθούμε βεβαίως με τις αντιφάσεις, τις αυθαιρεσίες και τα προφανή κίνητρα των εθνομηδενιστών και την αλά καρτ προσέγγισή τους  για το έθνος, το ρατσισμό, το φασισμό, τις μειονότητες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο, τη διαφορετικότητα, την ετερότητα, το «άλλον», τη Γενοκτονία και τις μαζικές σφαγές, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κλπ, παρά μόνο υπενθυμίζεται η αγωνία του (ακριβοπληρωμένου) κινήματος παραχάραξης της ιστορίας της Κύπρου να αποδείξει ότι ο Ελληνισμός των μακρινών εκείνων Γραικών,  όπως   γράφει ο Καβάφης για το άλλο πολύπαθο κομμάτι, τους Πόντιους, που συνεχίζει να μιλά, να  σκέφτεται, να ονειρεύεται, να δακρύζει και να αγαπάει Ελληνικά, με τρόπο και σε τόπο Ελληνικό, δεν είναι Έλληνες, αλλά Κύπριοι…..


Για να επανέλθουμε, αφήνοντας προς το παρόν τα περί Κυπρίων και Ελλήνων, η Κύπρος έχει την ίδια συμπερασματική προσέγγιση με τη Θράκη, το Αιγαίο, τη Μακεδονία, τον Πόντο και τα υπόλοιπα κομμάτια του Ελληνικού κόσμου. Προσέγγιση η οποία ίσως μπορεί να ομαδοποιηθεί στο σχήμα Δουλεία- Προδοσία- Ελευθερία (υπό προϋποθέσεις, υπό αίρεση, υπό επιτήρηση ή και καθόλου…)


Η Κύπρος έχοντας δεχτεί κατά κυριολεξία εκατοντάδες εισβολείς, από τους Πέρσες μέχρι τους Φράγκους, τους Βρετανούς και τους έσχατους  Τούρκους, είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τη βία τους και τις κερκόπορτες και τους τοπικούς πρόθυμους να πουλήσουν και να πουληθούν. Άλλοτε όμως στη γη, άλλοτε στη θάλασσα, ακόμη και στον αέρα, η Κύπρος επιβεβαίωσε πολλαπλώς, ποικιλοτρόπως και συνεχώς, την αντιστασιακή Ελληνικότητα, όπως σημειώνει ο Ν. Σβορώνος.


 Αυτό το καθοριστικό γεγονός, οντολογικό θα μπορούσε να ονομαστεί η αέναη δηλαδή αντίσταση των Ελληνίδων και των Ελλήνων, είναι κυρίαρχο (και) στην Κύπρο. Η Ελληνική ιδιοπροσωπεία της μη παράδοσης, της μέχρι ενός θυσία, της αντίστασης, της Ελευθερίας.


Από το «και νεκρός ενίκα»  του Κίμωνα εναντίον των Περσών,  μέχρι το 1821, το 1955 και το 1974, η αντίσταση με όλα τα μέσα στον εισβολέα και τον κατακτητή, η αντίσταση στο συνεργάτη- δοσίλογο που  νουθετεί και  προτρέπει να γίνει αποδεκτό (και ) στην Κύπρο το άδικο, το βιασμό της ιστορίας και της αλήθειας, του τόπου και της ταυτότητάς μας. Αρχαιότητα, Βυζάντιο (ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οθωμανική κατάκτηση, Αποικιοκρατία, «Ανεξαρτησία», Εισβολή, ημικατεχόμενη πατρίδα, η κατανομή του χρόνου της Κύπρου, φανερώνει, αποκαλύπτει τη συμπύκνωση της Ελλάδας του Νότου, ως το τελευταίο εναπομείναν κομμάτι ελεύθερης Μικράς Ασίας, όπως την αποκαλεί ο Μικρασιάτης και Αιγιαλλουσιώτης (Γιαλλουσιώτης) Βάσος Φτωχόπουλος. Προσθέτοντας πολύ εύστοχα ο ίδιος πάλι για την Κύπρο αλλά και τις υπόλοιπες πατρίδες του Ελληνισμού, πως ίσως  γι΄ αυτό το λόγο οι Σεφέρης και Ελύτης έγραψαν τα μεγάλα τους έργα κοιτάζοντας ο πρώτος προς την Κύπρο και ο δεύτερος προς το Αιγαίον Πέλαγος, ίσως και για τον ίδιο λόγο ο Καβάφης της Αλεξάνδρειας που ανέπνεε τον αέρα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.


 Με εμπνέει  η Κύπρος, είναι ένας τόπος Ελληνικός που «μυρίζει» Ελλάδα, έστω και μαγαρισμένος και  συλημένος, με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τις Συμπληγάδες  να παραμονεύουν σε κάθε γωνιά, αλλά με σημάδια, εστίες αντίστασης παντού, εκεί που δεν το περιμένεις: μία εκκλησία δίπλα στα βαρέλια του ΟΗΕ στη μαύρη γραμμή της Λευκωσίας,  μία ελληνική σημαία στο εστιατόριο «Αιγαίον», ένα ψηφιδωτό στην Πάφο, μία μυρωδιά θάλασσας στη Λάρνακα, η επιγραφή «Ελλάς» στη Λεμεσό,  μία «μοτόρα» που από το ΓΣΠ πάει στο κοιμητήριο του Παραλιμνίου  να ανάψει ένα κερί στο μνήμα του Ισαάκ και του Σολωμού, μία δασκάλα στην Καρπασία, μία λεμονιά στη Μόρφου, ένα κομμάτι δίχτυ στην Κερύνεια, ένα κοχύλι στην Αμμόχωστο, νέες και νέοι που δεν φόρεσαν ταγιέρ και κουστούμια για να γίνουν «ντιβέλοπερς», ένας παππούς και μία γιαγιά που σε βλέπει με  λαμπερό βλέμμα,  μία μαυροντυμένη που περιμένει τα οστά του αγνοούμενου γιου της, ένα καμένο δέντρο στο κρησφύγετο στο Μαχαιρά, ένα κομμάτι σχοινί στα Φυλακισμένα Μνήματα. 


« Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.», ανέφερε στο λόγο του που εκφώνησε ο Σεφέρης στη βράβευσή του με το Νόμπελ.  


«Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε», η   διαρκής, η συνεχής, η αέναη  ταύτιση, η παντοτινή  του Ελληνισμού είναι με την Αντίσταση, είναι με την Ελευθερία.