Μέρος της ομιλίας στην ημερίδα του προσφυγικού Σωματείου «Αδούλωτη Κερύνεια» και του Κέντρου Κυπριακών Μελετών, για τις παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Λευκωσία Οκτώβριος 2010.
Το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα και η ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο, εξαφανίστηκε, είναι αναμφισβήτητο.
Το ζήτημα των Ελλήνων που ζουν σήμερα στην Κωνσταντινούπολη είναι ένα θέμα ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων και μείζον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό, σήμερα που η Τουρκία θέλει να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)
Παρά τα προβλήματα από την Τουρκία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, έχει ταχθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ με το σκεπτικό ότι η ΕΕ, θα ανάγκαζε την Τουρκία να εκσυγχρονίσει το πολιτικό της σύστημα, μια αλλαγή η οποία θα απέβαινε επωφελής για το μέλλον της ελληνικής μειονότητας και του Πατριαρχείου. Παρά όμως την ευρωπαϊκή προοπτική, δεν υπάρχει σήμερα κάτι το πρακτικά αισιόδοξο για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης και κατ΄ επέκταση το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έστω και εάν δίνονται κάποια ψήγματα προόδου (λειτουργίες σε διάφορες περιοχές της Τουρκίας), τα οποία όμως έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την εικόνα της Τουρκίας
Οι Έλληνες φθίνουν διαρκώς και υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει περίπου 1.000-1.200 άτομα. Τα σχολεία έχουν περίπου 240 μαθητές και στις δώδεκα τάξεις, από τους οποίους σχεδόν το ένα τρίτο είναι παιδιά Χριστιανών Αράβων και όχι Ελλήνων.
Επιπλέον, μη ικανοποιητική είναι και η κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεθνώς, ο Πατριάρχης τυγχάνει σεβασμού ως ο πνευματικός ηγέτης περίπου 200 εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο δηλαδή ως «πρώτος μεταξύ ίσων» των πέντε παραδοσιακών Πατριαρχών των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για την νομοθεσία της Τουρκίας, όμως, είναι απλώς ο θρησκευτικός ηγέτης της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Αυτή η διένεξη έχει ως αποτέλεσμα, κάτι που είναι άγνωστο στους εκτός Τουρκίας, το Πατριαρχείο να μην έχει νομικό καθεστώς και επομένως και ιδιοκτησία.
Μπορεί η Τουρκία να εκλαμβάνει και να αντιμετωπίζει, το Πατριαρχείο ως τουρκικό ίδρυμα, το Πατριαρχείο, όμως, απαιτεί και διεκδικεί ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο, το οποίο να αντανακλά τη διεθνή του θέση, και παράλληλα να το προστατεύει από τις επιπτώσεις της εκάστοτε τουρκικής πολιτικής.
Άλλες παραβάσεις διεθνών κανόνων σχετίζεται με την περιουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου που κατασχέθηκε. Επίσης, η Τουρκία αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικά κληρονομιάς σε Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που ζουν στο εξωτερικό, ευελπιστώντας ότι η περιουσία τους θα περιέλθει στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους.
Έτσι παρά το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει την Ευρωπαϊκή της πορεία, οι προσδοκίες για βελτίωση της κατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ελληνικής μειονότητας, δεν υλοποιούνται.
Σήμερα απαιτείται να αποκτήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βάσει των υποχρεώσεων που ανελήφθησαν στην Λωζάννη και ως αποζημίωση της εκδιώξεων του Ελληνισμού, την νομοθετική βάση που να εξασφαλίζει την συνέχεια της αποστολής του Πατριαρχείου στην έδρα του. Επίσης από μόνη της η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής Χάλκης (αβέβαια εξάλλου) ενδέχεται να μην εξασφαλίσει το μέλλον του Πατριαρχείου, αφού Σχολή μπορεί να αποδειχθεί ετεροβαρή μέσο, ενώ για τη Θράκη μπορεί να ζητηθεί οτιδήποτε.
Το Πατριαρχείο πρέπει να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το μέλλον του Πατριαρχείου και οι δίκαιες αξιώσεις που θα προέβαλλε προς τις τουρκικές αρχές δεν αποτελούν και δεν πρέπει να αποτελέσουν «διαφορές Ελλάδος-Τουρκία».
Ούτε είναι δυνατό να καταστούν αντικείμενα ανταλλαγής ειδικότερα ζητήματα, όπως εκείνο της Σχολής Χάλκης. Και ούτε θα πρέπει να εμπλακούν θέματα της Θράκης, για τα οποία η Τουρκία δεν νομιμοποιείται αν ενδιαφέρεται, αφού η περί ανταλλαγής σύμβασις της Λωζάννης κάνει λόγο για «μουσουλμάνους της Θράκης». Αλλά και αν είχε η Τουρκία κάποτε τέτοιο δικαίωμα, το έχει απωλέσει, μετά τα όσα διέπραξε στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και την Τένεδο.
Τέλος η απόδοση ενός διεθνούς καθεστώτος στο Πατριαρχείο θα μπορούσε να συζητηθεί, ιδιαίτερα σήμερα που το Οικουμενικό Πατριαρχείο διώκεται συνεχώς.