«Είμαστε όλοι Έλληνες», έγραφε πριν από μερικές μέρες η γερμανική Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ. Η ηγεσία, όμως, της χώρας φαίνεται ότι έχει διαφορετική άποψη.
Γι’ αυτό και η Γερμανία ήταν από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης, και ευρύτερα του κόσμου, που δεν απέστειλε καν μήνυμα για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 2021. Είναι αλήθεια, ότι ακόμα και οι “κατεψυγμένοι” Φινλανδοί απεδείχθησαν… θερμότεροι από τους υποτιθέμενους «φίλους» και «συμμάχους» Γερμανούς.
Προφανώς, η Άνγκελα Μέρκελ επίλεξε τον δρόμο της σιωπής γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει την περισσότερο φίλη και σύμμαχο, Τουρκία. Εξ άλλου, την ίδια ημέρα, το γερμανικό πολιτικό σύστημα επιφύλασσε και άλλη διπλωματική σφαλιάρα στην Ελλάδα: Η Μπούντενσταγκ, για την ακρίβεια οι Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές, οι Σοσιαλδημοκράτες και η Εναλλακτική για την Γερμανία, απέρριψαν δυο χωριστά ψηφίσματα από τους Πράσινους, για την επιστροφή του Κατοχικού Δανείου στην Ελλάδα, και της Αριστεράς του Die Linke, για τις επανορθώσεις. Αντί για αυτές, που σε άλλες χώρες έχουν καταβάλει οι Γερμανοί κανονικά, προκρίθηκε από το γερμανικό κατεστημένο μια πολιτική διατήρησης της μνήμης, η οποία θα έχει ως αιχμή της το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας. Που στην ουσία είναι ένα όργανο γερμανικής επιρροής, το οποίο χρησιμοποιεί την ‘κουλτούρα της μεταμέλειας’ προκειμένου να εξαπλώσει δίκτυα φιλογερμανισμού στην ελληνική κοινωνία και ιδίως την νεολαία.
Σαν να μην έφτανε, όμως, αυτό η ίδια η Μέρκελ έδειξε με την στάση της στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε μέσω διαδικτύου ανήμερα της επετείου, που κλίνει τις προτιμήσεις της. Αφήνοντας τον Γερμανό Πρόεδρο να σώσει το τυπικό σκέλος της υπόθεσης, με ένα ψυχρό και διαδικαστικό μήνυμα προς την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η ίδια θα δηλώσει ενώπιον των Ευρωπαίων ηγετών: «Εμείς οι Γερμανοί έχουμε πολύ ιδιαίτερες στενές σχέσεις με την Τουρκία». Γι’ αυτό εξάλλου η ίδια θα διαπιστώσει αποκλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα, θα τονίσει την στρατηγική σημασία που έχει η Τουρκία για την Ευρώπη, σε μια προσπάθεια υποβάθμισης των ελληνικών θέσεων για το ζήτημα.
Γεωπολιτικό χάσμα μεταξύ «θαλάσσιας» και «ηπειρωτικής» στρατηγικής
Η αποστροφή της Γερμανίας προς τις ελληνικές θέσεις –όχι πια για την οικονομία, αλλά κυρίως για τα ελληνοτουρκικά, την ταυτότητα και ιστορία της χώρας υπομνηματίζει ένα βαθύ γεωπολιτικό χάσμα. Αυτός, δεν υφίσταται μόνον μεταξύ των δυο χωρών, καθώς η Ελλάδα αντιπαρατίθεται στην εξ Ανατολών πίεση του τουρκικού επεκτατισμού, την ίδια στιγμή που η Γερμανία τον έχει αναδείξει ως στρατηγικό της εταίρο, γιατί την βοηθάει να αποκτήσει ευρύτερους περιφερειακούς ορίζοντες προς την Μέση Ανατολή τους οποίους ειδάλλως δεν θα διέθετε.
Εκφράζει και μια ευρύτερη “στρατηγική απόκλιση” μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Γερμανία δείχνει ότι παράλληλα με αυτήν διαθέτει και μια “ηπειρωτική”, Ευρασιατική ατζέντα. Εξ ου και η συμφωνία με την Ρωσία για τον Nord Stream ΙΙ (ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώην Καγκελάριος, Γκέρχαντ Σρέντερ, είναι ο πρόεδρος της εταιρείας διαχείρισης του Nord Stream I, αλλά και της ρωσικής Ρόσνεφτ), την οποία τώρα οι ΗΠΑ θέλουν να αποτρέψουν. Εξ ου και η θεαματική επαναφορά της Μέρκελ στην γερμανοτουρκική πολιτική που θυμίζει πάρα πολύ εκείνην του Κάιζερ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι εξελίξεις αυτές, όμως, δείχνουν ότι απειλείται πολύ σοβαρά και στην βάση της η ενότητα συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ευρύτερα της Δύσης: Η Γαλλία προσανατολίζεται σε μια πολιτική «ευρωπαϊκής κυριαρχίας» που έχει ως αιχμή της τον έλεγχο της Μεσογείου, κάτι που την φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης με την Τουρκία· οι ΗΠΑ εντείνουν τον ανταγωνισμό τους με τον άξονα Κίνας-Ρωσίας, και εκφράζουν ολοένα και πιο έντονα την δυσαρέσκειά τους για το ότι οι Τούρκοι τον έχουν επιλέξει στρατηγικά· την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί, δείχνουν ότι εγκαταλείπουν την “συλλογική αρχή” της Ευρώπης, ότι επιθυμούν μια πολιτική δίκης τους ενδυνάμωσης στις γραμμές που περιγράψαμε παραπάνω, και ότι επιδιώκουν να δεσμεύσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια γεωπολιτική ατολμία προκειμένου να μην σταθεί εκείνη εμπόδιο, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τις γερμανοτουρκικές σχέσεις.
Η τουρκική μειονότητα στην Γερμανία ψηφίζει Χριστιανοδημοκράτες
Πέραν της γεωπολιτικής, όμως, υπάρχει και ο στυγνός πολιτικός υπολογισμός: Οι Χριστιανοδημοκράτες, τους οποίους η Μέρκελ επιθυμεί να δεσμεύσει στην πολιτική της προτού αυτή αποχωρήσει, χάνουν τα τελευταία χρόνια μεγάλα κομμάτια της λαϊκής εκλογικής τους βάσης από την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Όντας συνέπεια του υπερπολυπολιτισμικού, και νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα της μερκελικής πολιτικής, το γεγονός αυτό αντιμετωπίζεται με μια “φυγή προς τα μπρος”: Οι απώλειες που καταγράφονται στις γερμανικές μεσαίες και κατώτερες τάξεις, εξισορροπούνται με την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή των Χριστιανοδημοκρατών μέσα στην τουρκική μειονότητα που βρίσκεται στην Γερμανία, η οποία είναι όργανο –ως γνωστόν– του Ερντογάν και ψηφίζει μαζικά το κόμμα της στενής του φίλης, και εκδουλεύτριας των τουρκικών θέσεων μέσα στην Ε.Ε.
Και η Ελλάδα;
Υπό το πλαίσιο των εξελίξεων και των συνθηκών αυτών, είδηση θα ήταν αν η Μέρκελ έστελνε μήνυμα στην Ελλάδα για την επέτειο του 1821, όχι ότι επέλεξε να σταθεί στο πλευρό της Τουρκίας διά της σιωπής της. Αυτή, εξ άλλου, φέρνει πιο κοντά τις ελληνικές θέσεις στις γαλλικές, περί ευρωπαϊκής κυριαρχίας και ακεραιότητας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Το ζήτημα είναι αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα, που κατά την προηγούμενη, και την προ-προηγούμενη δεκαετία προσδέθηκε αποφασιστικά στο γερμανικό άρμα από κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων διαθέτει το θάρρος, το φρόνημα, και τους στρατηγικούς ορίζοντες ώστε να διαχειριστεί την αντίθεση των ελληνικών συμφερόντων με τα γερμανικά επιτυχώς;
«Δεκεμβριστής»