20 Σεπτεμβρίου 1942
Με την ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ και το θάνατο του αρχηγού της πεμπτοφαλαγγίτη γιατρού Στεροδήμου, όχι μονάχα η προδοτική εκείνη οργάνωση αυτοδιαλύθηκε, αλλά και οριστικά μπλοκαρίστηκε κάθε καινούργια απόπειρα των κατακτητών να δημιουργήσουνε άλλες τέτοιες οργανώσεις — παγίδες στρατολογίας Ελλήνων για τις βιομηχανίες τους και το Μέτωπο.
Τη δουλειά [σ.σ. της ανατίναξης των γραφείων της ΕΣΠΟ] την πήρανε απάνω τους ο Μυτιληναίος με τον Γαλάτη [σ.σ. ο Αντώνης Μυτιληναίος, τεχνίτης της Τηλεφωνικής, και ο Σπύρος Γαλάτης, φοιτητής της Νομικής, ήταν μέλη του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ]. Αρχίσανε να παρακολουθούνε το κτήριο, κάποτε και τις ίδιες τις συγκεντρώσεις της ΕΣΠΟ. Έτσι αποφασίστηκε το «χτύπημα» να γίνει όχι από την κεντρική είσοδο που φυλαγότανε με σκοπούς, αλλά από εκείνη της οδού Γλάδστωνος, που οδηγούσε στο μεσοπάτωμα. Και κανονίστηκε για την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1942, πρώτα-πρώτα γιατί την Κυριακή τα μαγαζιά ήταν κλειστά και οι πιθανότητες για αθώα θύματα περιορίζονταν στο ελάχιστο, και μετά γιατί τη συγκεκριμένη εκείνη Κυριακή θα γινότανε συγκέντρωση των μελών της ΕΣΠΟ, όπου θα μιλούσε ο Στεροδήμος για τη συγκρότηση «Γαλάζιας Ταξιαρχίας Εθελοντών Ελλήνων», που θα αποστέλλονταν στο Ανατολικό Μέτωπο.
Το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Περρίκο και τον Μυτιληναίο προέβλεπε τα παρακάτω:
Συγκεκριμένη ώρα το πρωί της Κυριακής η Ιουλία Μπίμπα [σ.σ. μέλος του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ] θα έφερνε το δέμα με τα εκρηκτικά στην πλατεία Κάνιγγος, όπου θα τα παραλαβαίνανε ο Μυτιληναίος με τον Γαλάτη για να τα τοποθετήσουνε. Ομάδα από τέσσερις αγωνιστές θα κρατάγανε ανοιχτή την έξοδο υποχώρησης των Μυτιληναίου και Γαλάτη από τη Γλάδστωνος. Ο Τάκης Μιχαηλίδης [σ.σ. φοιτητής της Χημείας, μέλος του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ] θα έλεγχε την έξοδο προς την Πατησίων, στη γωνιά του σημερινού «Μινιόν», ενώ ο Περρίκος θα γυρόφερνε το μέρος ολόκληρο, με κέντρο το ζαχαροπλαστείο «Αστόρια» — όπου μετά την παράδοση των εκρηκτικών θα συναντούσε την Μπίμπα και μετά το εγχείρημα θα συναντιότανε με τους Μυτιληναίο, Γαλάτη και Μούρτο [σ.σ. ο τελευταίος εξ αυτών , ο Νίκος Μούρτος, ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και μέλος επίσης του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ].
Το βράδυ του Σαββάτου ο Μυτιληναίος με τον Γαλάτη κατεβήκανε στο Κουκάκι, στο σπίτι της Μπίμπα, για να ετοιμάσουνε τα εκρηκτικά:
«Σάββατο απόγευμα πήγαμε με τον Γαλάτη και φτιάξαμε το δέμα. Είχαμε βάλει μέσα στο κουτί δέκα οκάδες δυναμίτη. Βάλαμε δυο εμπυρεύματα, έτσι ώστε αν δεν ανάψει το ένα, να ανάψει το άλλο. Τυλίξαμε κι’ ένα φυτίλι οχτώ μέτρα, για να μας δώσει δέκα λεπτά καιρό να απομακρυνθούμε. Ύστερα βάλαμε το κουτί σε μια σακούλα για ψώνια, αφήσαμε τις άκρες των φυτιλιών λίγο έξω, γεμίσαμε τη σακούλα λαχανίδες και την παραδώσαμε στην Ιουλία».
Ο Σπύρος Στανωτάς [σ.σ. φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής, μέλος του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ] θυμάται:
«Το ραντεβού ήταν στην πλατεία Κάνιγγος, στις 10 το πρωί. Έφτασα πρώτος, αν θυμάμαι καλά. Ύστερα ήρθε ο Νίκος Μούρτος, μετά οι άλλοι. Καθίσαμε για λίγο αμέριμνοι στα παγκάκια. Τότε η πλατεία Κάνιγγος ήταν ακόμα στρογγυλή, με παγκάκια και δέντρα. Περιμέναμε».
Από την πλευρά του, ο Αντώνης Μυτιληναίος αφηγείται:
«Δέκα η ώρα είμαστε εκεί με τον Γαλάτη. Η είσοδος ορθάνοιχτη. Ανεβαίνουμε να κάνουμε μιαν αναγνώριση μαζί. Βρίσκουμε έναν ψαρά, που πουλούσε ψάρια στην είσοδο. Ήταν μαυραγορίτης. Κάθισε λίγο και έφυγε. […] Από τα μπαλκόνια της ΕΣΠΟ, όπως και τα παράθυρα, κρέμεται κόσμος, από αυτούς που θα στρατολογήσουν στο Μέτωπο. Ακούει την ομιλία του Στεροδήμου».
Η επιχείρηση είναι να γίνει στις έντεκα ακριβώς. Αλλά στο μεσοπάτωμα, σε κάποιο δικηγορικό γραφείο, τρεις τέσσερις πολίτες κουβεντιάζανε ανύποπτοι και δε λέγανε να ξεκουμπιστούνε. Η ώρα περνάει. Αδημονία και ανησυχία…
Ο Περρίκος, που παρακολουθεί και ελέγχει όλο το χώρο, στέλνει μήνυμα με τον Λάζαρη [σ.σ. ο Νίκος Λάζαρης ήταν φοιτητής της Νομικής και μέλος του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ] ότι η συγκέντρωση της ΕΣΠΟ θα αρχίσει να διαλύεται και είναι ανάγκη να προχωρήσουν στο «χτύπημα» — έστω κι’ αν σκοτωθούνε κάποιοι αθώοι.
Η Ιουλία Μπίμπα προχωράει από την Κάνιγγος και παραδίνει τη σακούλα με τα εκρηκτικά και τις λαχανίδες στον Μυτιληναίο και φεύγει. Ο Μυτιληναίος με τον Γαλάτη ξαναμπαίνουν στην είσοδο της οδού Γλάδστωνος. Την ίδια εκείνη στιγμή κατεβαίνουνε από τη σκάλα οι πολίτες που καθυστερούσαν την επιχείρηση (ο Σπύρος Στανωτάς θυμάται έναν οδοντογιατρό και έναν παπά). Τύχη βουνό, σωθήκανε — γιατί η επιχείρηση είχε αποφασιστεί.
Ο Αντώνης Μυτιληναίος αφηγείται:
«Στο μεσότοιχο που χώριζε την πέτρινη σκάλα από το μεσοπάτωμα ήταν μια κορνίζα. Βάλαμε διαγώνια μια πήχη που κρατούσαμε από τα πριν και κει ακουμπήσαμε τη σακούλα με τα εκρηκτικά. Τράβηξα τα δυο εμπυρεύματα κι’ έβαλα φωτιά. Βγήκαμε ήρεμα και σιγά, ενώ τα φυτίλια καίγανε».
Την ίδια εκείνη στιγμή ο Σπύρος Στανωτάς σημειώνει:
«Φυλάμε με τον Μούρτο την πόρτα. Αν προσπαθούσε να μπει κανένας, θα προσποιούμασταν τους γκεσταπίτες και θα τον σταματούσαμε. Αν πάλι επέμενε να περάσει ή πέφταμε στην περίπτωση, τότε είχαμε εντολή να χτυπήσουμε. Τίποτα από όλα αυτά δεν γίνανε. Τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά. Σε λίγο φάνηκαν να βγαίνουνε από την πόρτα ο Μυτιληναίος με τον Γαλάτη. Ο πρώτος κρατούσε ένα τσιγάρο και ζητούσε φωτιά. Ήταν το σύνθημα ότι όλα είχαν τελειώσει».
Ώρα 12 και τρία λεπτά ακριβώς. Η ΕΣΠΟ τινάζεται στον αέρα και μεταβάλλεται σε ερείπια. Από το ζαχαροπλαστείο «Αστόρια», στη γωνιά της Πανεπιστημίου με τα Χαυτεία, ο Κώστας Περρίκος, ο Αντώνης Μυτιληναίος, η Ιουλία Μπίμπα, ο Σπύρος Γαλάτης και ο Νίκος Μούρτος παρακολουθούσαν το «θέαμα».