Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Κύπρος


Στον Ιερο Ναό της Φανερωμένης Λευκωσίας ετελέσθη Θεία Λειτουργία και εψάλη μνημόσυνο για τους ηρωικους Νεκρους της Κυπριακης Αντίστασης κατα την βάρβαρη τουρκικη εισβολή του 1974, παρουσια του Προέδρου της Κυπριακης Δημοκρατιάς και ολων των πολιτικων, θρησκευτικών και στρατιωτικων αρχών καθως και διακομματικης κοινοβουλευτικης αντιπροσωπείας απο την Ελλάδα,

Κυριος ομιλητης ο Ανδρέας Αγγελιδης , βουλευτηςτου ΔΗΚΟ।

Η Ομιλία του είχε ως εξής: Ο τόπος μας μικρός, δυο βουνά, πεδιάδες και θάλασσα στο κέντρο ενός κυκεώνα ιδεών και λαών, πάλεψε μ’ επίβουλους γείτονες και ωκεανούς επιδρομέων χιλιάδες χρόνια। Ταύτισε το όνομά του με την ιστορία και τον πολιτισμό, με τη μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, ενώ πάντοτε έδωσε με τις πράξεις του, προβάδισμα στο πνεύμα και όχι στη δύναμη της ύλης।



Κι άνθρωποί του, συνεχιστές μιας λαμπρής ιστορίας, τριών χιλιάδων χρόνων με την ομηρική γλώσσα ζωντανή στην τοπολαλιά τους μέχρι και σήμερα, αγωνιστές ακούραστοι για ελευθερία, με πίστη στο δίκαιο, χωρίς ενδοιασμούς και αμφιταλαντεύσεις. Αυτός ο ανώνυμος λαός δέχεται μ’εγκαρτέρηση την καταπίεση και τη βαρβαρότητα. Σφίγγει τη γροθιά. Υπομένει. Αναπολεί και ονειρεύεται, παρακολουθεί και κρίνει, περιμένοντας να κτυπήσουν οι καμπάνες. Σκυταλοδρόμοι την ώρα τούτη των οραμάτων και θυσιών, που δεν έχουμε δικαίωμα «...μα κι ούτε που βουλόμαστε να ξεστρατίσουμε».

Λαοί που δεν έχουν ιστορική μνήμη χάνονται. Εμείς έχουμε μια λαμπρή ιστορία. Ό,τι είμαστε το χρωστάμε σ’ αυτή την ιστορία μας. Ό,τι μέλλουμε να γίνουμε, θα στηριχτεί σ’ αυτή την ιστορία. Κι όχι μονάχα σα δίδαγμα, σα γλώσσα, σα θρησκεία, αλλά σα νάματα που αρδεύουν το είναι μας με μύριους τρόπους που προσδιορίζουν, το μέλλον μας, αυτό που μπορούμε και πρέπει να γίνουμε.

Κι όμως εδώ και τριάντα έξι χρόνια από τον τεφρό εκείνο Ιούλη, που το σώμα της Κύπρου σημαδεύτηκε κατάστηθα με τις χαρακιές της προδοσίας του πραξικοπήματος και της συμφοράς από την εισβολή και κατοχή, ζούμε όλοι τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας, γιατί διακυβεύεται, με αυξημένη τον τελευταίο καιρό την εχθρότητα από τον περιβάλλοντα χώρο, η εθνική μας επιβίωση στον μικρό τούτο τόπο μας.

Αν στους καιρούς της κάμψης και έκπτωσης δεν επικρατήσει η αποκαρδίωση, η έσχατη απογοήτευση και κατάρρευση, τότε είναι δυνατό η αγάπη για την ελευθερία, η πίστη για τη δημοκρατία και η διεκδίκηση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ν’ αποβεί δημιουργική δύναμη, που να οδηγήσει το λαό, μα κύρια την πολιτική ηγεσία του τόπου, σε ανώτερη μορφή αυτοσυνειδησίας, σε βαθύ προβληματισμό για τη μοίρα και τους προσανατολισμούς του και σε στρατηγική αγώνα που θα επιτρέψει τη θεώρηση του μέλλοντος με ελπίδα.

Αρκεί τέτοιες ώρες όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, στην ίδια την Ελλάδα και εδώ στην Κυπριακή Δημοκρατία να συναγάγουν τα ορθά συμπεράσματα περί τα αιτήματα των καιρών, να δουν με βλέμμα οξυδερκές το μέλλον, να λειτουργήσουν συλλογικά και με σύμπνοια, ώστε να δονήσουν τους μουδιασμένους αρμούς της ιστορίας και να εμφυσήσουν στην καρδιά του λαού νέα πνοή αυτοπεποίθησης.
Όσοι αντιστάθηκαν, όσοι αγωνίστηκαν και όσοι χάθηκαν, δικαιωματικά μας κρίνουν και σήμερα που ζούμε σε συνθήκες που συνιστούν μια φοβερή βαθύκολπη τραγικότητα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία λειτουργεί ως πυξίδα και φάρος για τους αγώνες των λαών. Γι’ αυτό κάθε τέτοια τραγική επέτειος πρέπει να ακονίζει τη μνήμη, να σμιλεύει τη συνείδηση μέσα στη φωτιά της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής ανάλυσης, να εντοπίζει τα αίτια και αιτιατά για την πορεία που ακολούθησε η ιστορία, το βαθμό ευθύνης της δικής μας συμμετοχής, αναλύοντας ορθά τους λόγους για την πορεία των γεγονότων τότε το 1974 και έκτοτε.

Καιρός μνήμης και πρόσθετης ευθύνης για όλους, να υψώσουμε την ταπείνωση σε αγωνιστικότητα, να κατασιγάσουμε τα προσωπικά και μικροκομματικά πάθη και να συναιρέσουμε το εγώ σε εμείς.

Οι κοινότυπες αναφορές για την προδοσία, την τραγωδία και τον όλεθρο που επισώρευσε η τουρκική εισβολή, κατοχή και εποικισμός, όταν δεν συνοδεύονται από βαθύ προβληματισμό, ορθή άντληση συμπερασμάτων και καθιέρωση μιας κοινής στρατηγικής, αντί να αποτελούν πυξίδα για νέα, ορθότερη πορεία, συντελούν στην ύπνωση συνειδήσεων, στην αδρανοποίηση και σε πορεία επανάληψης λαθών και κατολισθήσεων.


Παράλληλα η καταδίκη του δίδυμου εγκλήματος σε βάρος του τόπου και του λαού μας, πέραν από καθήκον, πρέπει να συντελεί στη διαπίστωση και να αποκαλύπτει πλήρως σ’ όλους εμάς, τα από μακρού σε εφαρμογή υποχθόνια σχέδια της Τουρκίας και όσων τότε και σήμερα τη στηρίζουν που αποβλέπουν στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα να συντελεί στην υπογράμμιση της ανάγκης, ώστε η ιστορική μνήμη του λαού μας συνεχίσει να διατηρείται ζωντανή, για την αποφυγή παρόμοιων λαθών. Είναι κύρια μια υπόμνηση δέσμευσης για τη συνέχιση αμετακίνητα, αποφασιστικά και καθημερινά του αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση του λαού μας.

Άλλωστε είναι ο καταυλισμός που στέκει δίπλα μας, είναι τα τουρκοπατημένα χωριά και ακρογιάλια μας, τα σπίτια, τα αγάλματα και οι εκκλησίες μας εκείθεν της γραμμής της ντροπής, που περιμένουν. Κι είναι η αιμάσσουσα πληγή αυτών που προσδοκούν τους δικούς τους να γυρίσουν κι αυτών που είναι ελεύθεροι εγκλωβισμένοι.







Πρόσθετα είναι ξεκάθαρη η επιθυμία του θύματος, να επιτύχει λύση που να διασφαλίζει όλα και όσα δικαιώματα μας παρέχει η ιδιότητα του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για ένα ισότιμο ευρωπαϊκό μέλλον για όλους τους νόμιμους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως το έχουν, ως αναφαίρετο δικαίωμα, όλοι οι άλλοι πολίτες της Ε.Ε. Επιδίωξη που αποτελεί συνταγματικό, ηθικό και πραγματικό καθήκον που βαραίνει τον καθένα μας.

Είναι πολλοί που διερωτώνται γιατί οι προσπάθειες για λύση του κυπριακού προβλήματος δεν απέδωσαν, στα τόσα χρόνια της τουρκικής εισβολής-κατοχής-διαίρεσης και παράνομου εποικισμού. Εμείς δεν πρέπει να διερωτώμεθα, γιατί αυτό που έγινε το 1974 έγινε, γιατί κάποιοι ήθελαν και θέλουν να εδραιωθεί. Και αφού εδραιωθεί, υπάρχουν πρόσθετα σε βάρος της Κύπρου, σχέδια καταστροφής.

Ο κίνδυνος ήταν και είναι συγκεκριμένος, όπως και η επιθετικότητα και η αδιαλλαξία των τουρκικών μεθοδεύσεων και της επεκτατικής βουλιμίας της Τουρκίας, κατά του τόπου και του λαού. Και όμως την αφήσαμε στο απυρόβλητο ελπίζοντας να επιδείξει πολιτική διάθεση για λύση. Οπότε και το βασανιστικό ερώτημα, γιατί αναμένουμε ότι η Τουρκία θα συμβάλει σε λύση που η ίδια δεν επιθυμεί;


Μια πορεία λοιπόν αδιέξοδη, που ουσιαστικά αποτελεί ένα ακροζύγισμα, για 36 χρόνια, που θα έπρεπε να μας είχε διδάξει, ακόμη και από τα δικά μας-και όχι λίγα-λάθη, ότι πρέπει να υπερβούμε την χαοτικότητα των κινήτρων των ξένων φίλων και μη, με το να στραφούμε σε μια πορεία λύσης κατά τις αρχές και αξίες του διεθνούς και πιο ειδικά του ευρωπαϊκού δικαίου. Ας παύσουμε να θεωρούμε μοιρολατρικά και να διακηρύσσουμε εν πολλοίς εθελότυφλα ότι η Τουρκία θα συμβάλει, δήθεν, σε λύση δίκαιη, αντίθετα στην προφανή δική της διπλωματική στρατηγική.

Εμείς ως πολιτική ηγεσία μείναμε προσκολλημένοι στη δέσμευση περί τον ιστορικό συμβιβασμό, της συμφωνίας του 1977. Μια συμφωνία, όπως και όσες ακολούθησαν, που δεν τήρησε ποτέ, ούτε η Τουρκία, ούτε το παράνομο καθεστώς που διαμόρφωσε και επέβαλε με την παράνομη συμμετοχή των εποίκων η ίδια, στην τουρκοπατημένη γη μας. Οι συνθήκες τότε ήσαν εντελώς διαφορετικές από ότι το 2004 που η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη ισότιμο και πλήρες μέλος της Ε.Ε. Ούτε είχε τότε το Κράτος μας υπέρ του προς αξιοποίηση τη συντριπτική για το κράτος της Τουρκίας απόφαση του ΕΔΑΔ στην 4η Διακρατική προσφυγή, με την οποία βρέθηκε η Τουρκία ένοχη για σωρεία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εγκλήματα συνεχή, για τα οποία ουδέποτε μέχρι πρόσφατα, η Τουρκία παραδέχθηκε την ευθύνη της. Αλλά και τώρα που υπήρξε ανάληψη ευθύνης στο ΕΔΑΔ από την Τουρκία και πάλιν, δεν την αξιοποιήσαμε αρκούντως προς γνώση της διεθνούς κοινής γνώμης, που κατακλύζεται από την ψευδολογία της τουρκικής προπαγάνδας.

Είναι αυτή, η άνευ όρων και ενστάσεων συνέχιση της αυτοδέσμευσης μας σ’αυτόν τον τότε ιστορικό συμβιβασμό, που συνετέλεσε και συντελεί ώστε η Τουρκία να εκμεταλλεύεται τη διαχρονική μας καλή θέληση και συνέπεια, προσεγγίζοντάς τη μάλιστα, με τη βεβαιότητα ότι θα προκύψει το σοβαρό ενδεχόμενο, ότι θα υπάρξει τελικά ένα κρατικό μόρφωμα κατά τις επιθυμίες της. Ένα τέτοιο μόρφωμα, εάν δημιουργηθεί υπό την ασάφεια του όρου της επιδίωξης «επανένωσης» του νησιού, κάθε άλλο παρά θα σημαίνει την καθαρή απαίτηση για απελευθέρωση και πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Θα είναι ένα νέο κρατικό μόρφωμα με αβέβαιο μέλλον και με μόνη βεβαιότητα την εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Είναι καταθλιπτικό να διαπραγματεύεται μια χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, λύση με προδιαγραφές όμως ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές, γιατί αυτό επιδιώκει να επιβάλει η Τουρκία. Συμμετέχουμε δηλαδή στην αυτοκατάργηση του πιο πολύτιμου κεκτημένου μας, που είναι η αναγνώριση διεθνώς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ουσιαστικά τούτο σήμερα τείνει να προσμετρήσει ως παραδοχή αδυναμίας ή ηττοπάθειας και στοιχείο εκμηδενισμού της σημασίας της στρατιωτικής «κατοχής», με την όση εξ αυτής προκύπτουσα και συνεχιζόμενη απειλή.

Τώρα, εμείς οι ίδιοι κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε στο μέγιστο των λαθών που είναι η διχόνοια. Οι μονόλογοι επί των απόψεων που παραδοσιακά υπάρχουν, αναπτύσσονται και υποβάλλονται στο Εθνικό Συμβούλιο από πλευράς των πολιτικών κομμάτων, απλώς επιβεβαιώνουν έναν, ατέρμονα «εσωτερικό διάλογο» διαφωνιών, της Ελληνοκυπριακής πολιτικής σκέψης, χωρίς να προβάλλονται με τον τρόπο αυτό νέες ιδέες και νέες αναζητήσεις για να ξεπεραστεί η αδιέξοδος πορεία. Οι κομματικές στο Εθνικό Συμβούλιο «συσκέψεις», καταδείχνουν το μέγεθος της αμηχανίας για κοινές πρωτοβουλίες και δράση αυτού τούτου του Κυπριακού Κράτους, έναντι του Κράτους που έχει την ευθύνη, για τις όσες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου επισυμβαίνουν στην κατεχόμενη ευρωπαϊκή γη.

Ως πολιτική ηγεσία υποσχεθήκαμε επιστροφή. Υποσχεθήκαμε άρση της παράνομης παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων. Υποσχεθήκαμε αποκατάσταση και διαφύλαξη όλων των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Καταδικάσαμε τον παράνομο εποικισμό που είναι διεθνές έγκλημα και τη ληστρική εκμετάλλευση του κατεχόμενου εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου ο κατακτητής επέφερε μεθοδευμένα, δημογραφική αλλοίωση και καταστροφή της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς, παρεμποδίζοντας ηθελημένα το δικαίωμα επιστροφής, εγκατάστασης και ελεύθερης διακίνησης.


Τί πετύχαμε όμως στην πράξη;

Σε τί οφείλεται αυτή η πανθομολογούμενη σημερινή δυσχερέστατη φάση του Κυπριακού;

Δεν μπορεί να είναι ο λόγος αυτής της τραγικότητας, μόνο η διπλωματική δεινότητα ή η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας ή η ενίσχυσή της από τους δικούς της συμμάχους.

Εμείς πρέπει μ’ αφορμή την αλαζονικά αμετακίνητη στάση και μεθοδευμένη από χρόνια τουρκική βουλιμία, να αφήσουμε τις αχρείαστες εσωτερικές έριδες και να σταματήσουμε στον πυρήνα της εθνικής ζωής, για να ιχνηλατήσουμε την αξία και το νόημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και των αρχών της ειρηνικής συμβίωσης κρατών και λαών.

Οι φιλοφρονήσεις, οι επιφανειακές υποσχέσεις και τα χαμόγελα των αρχηγών του Συμβουλίου της Ε.Ε. δεν πρέπει να απονευρώνουν τη διεκδίκησή μας, δεν αρκούν και ούτε αποτελούν δείγματα εκπλήρωσης της υποχρέωσης της Ε.Ε., αλλά και κάθε κράτους μέλους, για προσφορά αλληλεγγύης προς άλλο κράτος μέλος όπως εν προκειμένω την Κυπριακή Δημοκρατία, που αντιμετωπίζει έξωθεν επιδρομή με στρατιωτική κατοχή του εδάφους της, που είναι ταυτόχρονα και έδαφος της Ε.Ε. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη ενεργού αλληλεγγύης. Συντρέχει και αδράνεια έως αδιαφορία ή ανοχή έναντι στην Τουρκία που συνεχίζει έτσι τον παράνομο σφετερισμό του εδάφους της κατεχόμενης περιοχής, επιβάλλοντας ξεκαθάρισμα και ρατσιστικό διαχωρισμό, πρόσθετα προς τον μεθοδευμένο παράνομο εποικισμό, παρά το ότι η υπό κατοχή γη, είναι το ανατολικότερο σημείο του εδάφους της ίδιας της Ε.Ε.

Η ιστορία λοιπόν μετρά το δικό μας ανάστημα, τις δικές μας αντοχές και τα δικά μας οράματα για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία, το περί δικαίου αίσθημα και την αξιοπρέπεια.

Στον αγώνα αυτό που οφείλουμε να διεξάγουμε όλοι, η ελευθερία, η δημοκρατία, η απαλλαγή από τη στρατιωτική κατοχή, το «Δεν Ξεχνώ», τα ανθρώπινα δικαιώματα και το δίκαιο είναι έννοιες ξεκάθαρες, τις οποίες σέβεται απόλυτα αλλά και τις απαιτεί ο κυπριακός λαός για το δικό του μέλλον ως προϋποθέσεις για μια λύση που θα μπορεί να επιβιώσει, λειτουργικά, στο χρόνο.

Άλλωστε το μεγαλύτερο ηθικό κατόρθωμα της νεότερης ιστορίας μας, το Δημοψήφισμα της 24.4.2004, δικαιωματικά μας κρίνει γιατί είναι επίτευγμα της δικής μας γενιάς ανθρώπων, που πολλοί απ’ αυτούς ζουν και δρουν ανάμεσά μας και έχουν μέσα τους βαθύ το αίσθημα της δικαιοσύνης. Γι’ αυτούς η λεγόμενη δύναμη του ισχυρού δεν είναι ποτέ ισχυροτέρα από τη δύναμη του δικαίου. Η αδικία δεν τους ήταν ανεκτή. Είχαν και έχουν βέβαια επίγνωση των δυσκολιών και δυνατοτήτων μας, γι’ αυτό και δικαίως μας παρακολουθούν και μας κρίνουν, ως ποιο βαθμό υλοποιούμε την καθαρή αυτή εντολή. Γνωρίζουν καλά πως, ένας κακός συμβιβασμός δεν θα θεραπεύσει τη δυστυχία που έφερε η αδικία.

Χρωστούμε στην ιστορία του τόπου, στους αγώνες των γενιών που πέρασαν, στις μνήμες, στις θυσίες και στο δίκαιο. Την άδικη λύση και την όποια πορεία προς την καταστροφή, που ανιχνεύεται και καθίσταται ορατή διά των υποχωρήσεών μας, δεν την αντέχει η αξιοπρέπειά μας. Το ατιμώρητο έγκλημα της Τουρκίας δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να οδηγήσει στην αποενοχοποίηση της.

Τιμή, δόξα και μνήμη ιερή σ’ αυτούς που όρθωσαν το ανάστημα και υπερασπίστηκαν την Κυπριακή Δημοκρατία και την ελευθερία. Ένδοξο παρελθόν που δεν εγκαταλείπουμε, γιατί, αποφασίσαμε να ζήσουμε ελεύθεροι.

Η οφειλή μας για τον τόπο και τους ανθρώπους του, βαριά, και το καθήκον ενότητας έναντι της ιστορίας μας και έναντι των επερχόμενων γενεών, μέγιστο, αυτό επιβάλλει η σωτηρία της πατρίδας, η ελευθερία, η δημοκρατία και τα δικαιώματα του καθενός μας έναντι του Τούρκου εισβολέα.





Ας είναι λοιπόν σε γνώση όλων, Ο.Η.Ε. και Ε.Ε. φίλων και λιγότερο φίλων, ότι θα είμαστε εδώ παρόντες, συνεχιστές της ίδιας, αταλάντευτης πορείας αγώνα και διεκδίκησης του δικαίου για μια Κύπρο, που θα λειτουργεί ως Κράτος της Ε.Ε. με δίκαιη και βιώσιμη λύση, χωρίς ξένους στρατούς, εγγυήσεις, επεμβατικά δικαιώματα και εκπτώσεις στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.