Του Θ. Μαλκίδη
1. Η τραγωδία....
Η ολοένα και αυξανόμενη ένταση του τουρκικού εθνικισμού με την άνοδο των φασιστών Νεότουρκων στην εξουσία του οθωμανικού κράτους, καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα συνδεόμενα με την επιχειρηματική διείσδυση της Γερμανίας και άλλων δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησαν σε συστηματικούς διωγμούς του ελληνικού στοιχείου που διήρκεσαν από το 1908 ως το 1924. Ένα εκατομμύριο Έλληνες από τους 2.700.000 που ζούσαν το 1914, δολοφονήθηκαν και μαζί τους εξαφανίστηκε η μακραίωνη ελληνική παρουσία στην Ιωνία, στον Πόντο, στη Θράκη, στην Καππαδοκία. Υπεύθυνοι οι Νεότουρκοι και οι συνεχιστές τους φασίστες Κεμαλικοί.
Το τελευταίο μέρος του ανθρώπινου αυτού δράματος παίχτηκε τον Αύγουστο του 1922. Στις 13 Αυγούστου 1922, αρχίζει η επίθεση του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος ήδη έχει υπογράψει σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας με τη σοβιετική Ρωσία, τις τρεις σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου, με τη Γαλλία και την Ιταλία, την ώρα που η Μεγάλη Βρετανία απλώς παρακολουθεί.... Στις 27 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και αρχίζει ο εμπρησμός της και η καταστροφή κάθε ελληνικής παρουσίας. Εκεί, όπως σημειώνει ο πρόξενος των ΗΠΑ George Horton «δεν έλειπε τίποτε σχετικά με τη θηριωδία, την ακολασία, την σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους». Εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) Έλληνες χάθηκαν στην πυρκαγιά, ενώ μόνο το διάστημα από 27 Αυγούστου μέχρι 4 Σεπτεμβρίου 1922 δολοφονήθηκαν 50.000 Έλληνες. Στις 28 Αυγούστου 1922 κατακρεουργήθηκε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, και μαζί του 342 κληρικοί της Μητροπόλεως Σμύρνης και των περιχώρων, αφού πρώτα βασανίστηκαν. Τη δολοφονία, την εκδίωξη των Ελλήνων, ακολούθησε η καταστροφή κάθε ίχνους ελληνικής παρουσίας, αυτό άλλωστε υποδηλώνει η φωτιά στη Σμύρνη.
Συνολικά 1.000.000 νεκροί και χιλιάδες αγνοούμενοι και περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες αναγκάστηκαν να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Η. Morgenthau παρομοιάζει τους πρόσφυγες αυτούς με 26.000.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά οι οποίοι είχαν ξαφνικά και απρόσμενα φτάσει στα λιμάνια των ΗΠΑ.
Γράφει σχετικά η Διδώ Σωτηρίου: «Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη…εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει…και να ξεχύνεται στη παραλία σαν μαύρο ποτάμι…μπρος θάλασσα και πίσω σφαγή…βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. ….Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» ….Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι….».
2.Η τραγική ειρωνεία
Η φετεινή επέτειος της Μικρασιατικής Καταστροφής συνέπεσε με την τραγική ειρωνεία που συνήθως συνοδεύει κάθε τραγωδία. Από την μία το αποκαλούμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που συνέχισε την πολιτική ύβρεως από πολλούς και πολλές που ακόμη αναριωτιούνται- όταν δεν αρνούνται- αν υπήρξε Γενοκτονία των Ελλήνων και από την άλλη ο Ερντογάν που παρεμβαίνει στο νομοθετικό έργο της χρεοκοπημένης οικονομικά και πνευματικά Ελλάδας, απαιτώντας να αφαιρεθεί η κουτσουρεμένη πρόνοια για τη Γενοκτονία. Η “ελληνική” απάντηση περί ζήτημα της ιστορίας που δεν αφορά τη σύγχρονη Τουρκία, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλεί......
Η αλήθεια είναι ότι η εκδίωξη των Ελλήνων από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς, οι οποίοι στράφηκαν με ξεχωριστή μανία εναντίον του Ελληνισμού, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην ανθρώπινη ιστορία. Η γενοκτονία των Ελλήνων, η καταστροφή της Σμύρνης, η εκδίωξη των Ελλήνων είναι ένα ζήτημα που η διεθνής του προέκταση αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών και των διεθνών οργανισμών να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία και να αποκαταστήσουν με αυτόν τον τρόπο, την βλάβη που υπέστησαν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Βεβαίως μετά και από τις τελευταίες εξελίξεις και τη στάση της Ελληνικής Δημοκρατίας για το ζήτημα της Γενοκτονίας, τον αγώνα για την αναγνώριση θα συνεχίσουμε να το δίνουμε μόνοι μας....
Από την άλλη το σύγχρονο τουρκικό κράτος οφείλει να αναλάβει την ευθύνη για τη Γενοκτονία των Ελλήνων, χωρίς την αρνείται, χωρίς να κάνει προπαγάνδα, χωρίς να απαιτεί από το θύμα, να σταματήσει τον αγώνα αναγνώρισης. Κάθε λαός και ιδιαίτερα οι Έλληνες οι οποίοι έχουν χάσει χιλιάδες συμπατριώτες τους, έχουν το δικαίωμα στην μνήμη, έχουν το δικαίωμα να απαιτούν με επιμονή την επίσημη αναγνώριση από το θύτη και τους συνοδοιπόρους τους, των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος τους. Και αυτό θα συνεχιστεί παρά τη θλιβερή στάση της Ελλάδας και την άρνηση της Τουρκίας....
ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ, ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Δείτε τη συνέντευξη του Θ. Μαλκίδη στη Δέλτα Τηλεόραση
Δείτε την ομιλία του Θ. Μαλκίδη για τη Γενοκτονία στη Μικρά Ασία στο Συνέδριο " Τρεις Γενοκτονίες, Μία Στρατηγική"
http://www.livemedia.gr/video/2397
Θ. Μαλκίδης Το Μικρασιατικό ζήτημα σήμερα
Ο Μάρκος Αποστολίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Νομού Καβάλας, του οποίου έκδοση είναι το βιβλίο αναφέρει στον πρόλογο ότι «παρά το γεγονός ότι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης θεωρείται ως η τραγικότερη στιγμή του Ελληνισμού, ασφαλώς η Μικρασιατική καταστροφή έχει ακόμη πιο καταστροφικές διαστάσεις». Συνεχίζει τονίζοντας ότι «το μικρασιατικό ζήτημα ασφαλώς και δεν έληξε το 1922 με την καταστροφή. Ήταν και είναι ένα ζήτημα που έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία του Ελληνικού έθνους.
Όμως δυστυχώς ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής προσέγγισης, αντίθετα έχει περιπέσει σε λήθη». Έτσι με δεδομένη αυτήν την κατάσταση μέχρι πριν λίγα χρόνια ο Μικρασιατικός Ελληνισμός περιορίστηκε σε μία στείρα μνήμη και μια μονοδιάστατη μεταφορά του πολιτισμικού του πλούτου, που δεν παρήγε τίποτα και δεν συνέβαλλε σε τίποτα. Έτσι μετά τη βιολογική και πολιτισμική γενοκτονία του Ελληνισμού, οι επιζώντες της καταστροφής υπέστησαν και μία γενοκτονία της μνήμης. Όλα αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα όταν το δικαίωμα στη μνήμη προβλήθηκε ως κεντρικό αίτημα, μαζί με το δικαίωμα στη γνώση, στην ιστορία, στην αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα, παράλληλα με το ζητούμενο της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Αυτή που για διάφορους, εν πολλοίς γνωστούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με τις εγχώριες και ξένες πολυποίκιλες δεσμεύσεις και συμφέροντα, δεν προχώρησε, αφού εμφανίζεται μία ομολογουμένως προκλητική αδιαφορία του ελληνικού κράτους, ενώ οι κινήσεις του ελλαδικού και θεσμικού συστήματος αποενοχοποιούν την Τουρκία, τιμώντας τον πρωτεργάτη του εγκλήματος. Παράλληλα, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μία «ανάδειξη» του Μικρασιατικού ζητήματος, η οποία γίνεται πολλές φορές με τρόπους που δε βρίσκουν σύμφωνους πολλούς Έλληνες.
Για παράδειγμα ο Ελληνισμός της Ανατολής δεν μπορεί να συνδέεται μόνο με μία ημέρα μνήμης ή με μία προσέγγιση φολκλορικού χαρακτήρα και κυρίως δεν μπορεί να συνδέεται με εφήμερες πρακτικές και πελατειακές λογικές. Έτσι παρά το γεγονός ότι έχουν αρκετά βήματα, εντούτοις δεν έχει γίνει εφικτή στο μέγιστο βαθμό η επιστροφή στη Μικρασιατική ταυτότητα, αφού κάθε τόσο υπάρχουν σημάδια και πράξεις, αλλά και παραλείψεις και ολιγωρίες, που ακυρώνουν τη μεγάλη αυτή προσπάθεια επαναφοράς. Το Μικρασιατικό ζήτημα και η ιστορική του πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τη βίαιη εκρίζωσή του, δεν αποτελεί ένα ευκαιριακό θέμα. Δεν αποτελεί δηλαδή ένα θέμα της επικαιρότητας, εφήμερο, προεκλογικό. Είναι ένα ζωντανό ζήτημα, με ιδιαίτερες αναφορές στο πεδίο της δυναμικής μνήμης που καθημερινά εμπλουτίζεται. Το Μικρασιατικό είναι πολιτισμός, θέατρο, μουσική, αρχιτεκτονική, γαστρονομία, είναι ιστορία του αρχαίου ελληνικού, βυζαντινού και νεοελληνικού πνεύματος, είναι παιδεία, είναι πολιτισμός, είναι το μεγάλο ζήτημα της γενοκτονίας. Η ανάδειξη, διεθνώς, της υπόθεσης της γενοκτονίας, είναι ένα δείγμα αυτών των πρωτοβουλιών, αφού δεν αρκεί για πολλούς Έλληνες, να λένε ότι είναι Μικρασιάτες ή ότι χορεύουν καλά, δεν να συγκινούνται χωρίς βάθος όταν βλέπουν να γίνονται λειτουργίες σε ιστορικούς χώρους της Ιωνίας, και δεν θυμούνται την πατρίδα τους όταν γίνεται απόπειρα να παραχαραχθεί η αλήθεια, δηλαδή να επιβληθεί η λήθη. Σήμερα, για αυτούς τους νέους ανθρώπους, έχει σημασία να πράττει κάποιος ως Ίωνας – Μικρασιάτης αναλογιζόμενος την καταγωγή του. Με αξιοπρέπεια και με αυτοσεβασμό. Απέναντι στο πλούσιο παρελθόν του και κυρίως έναντι του εφάμιλλου όπως πρέπει να είναι μέλλον του, αφού δεν θέλει να περιοριστεί σε χειροκροτητή ή ακόμη χειρότερα σε απρόσωπο κομμάτι ενός άφωνου ακροατηρίου. Το βιβλίο αποτελεί μία συμβολή στο Μικρασιατικό ζήτημα έτσι όπως εμφανίζεται σήμερα, δηλαδή ένα ζωντανό θέμα και όχι των μουσείων. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί που επιδίωξαν με τη βία και την πολιτική να εξαφανιστεί ο Ελληνισμός και ο πολιτισμός του δεν το κατάφεραν.