Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Η μνήμη είναι το ισχυρότερο όπλο απέναντι στη λήθη και τη διαστρέβλωση της Ιστορίας

 


Θεοφάνης Μαλκίδης: Η μνήμη είναι το ισχυρότερο όπλο απέναντι στη λήθη και τη διαστρέβλωση της Ιστορίας!


Συνέντευξη στο Pontos Voice και στον Χρήστο Κωνσταντινίδη


Η Αλεξανδρούπολη και κατ’επέκταση η Θράκη είναι ο τόπος που τον ώθησε να ασχοληθεί με την πολιτική επιστήμη ως καθήκον στις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές ως συνέχεια της παράδοσής μας, της οικουμενικότητας, της ανιδιοτελούς προσφοράς. Πρότυπο και πηγή έμπνευσης αποτέλεσε για αυτόν ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο οποίος όπως τονίζει, ήταν ο άνθρωπος που έφερε τον Πόντο στο προσκήνιο της εθνικής συνείδησης και πολιτικής διαδικασίας, όχι μόνο ως μνήμη, αλλά ως ενεργή διεκδίκηση.

Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, μίλησε στο Pontos Voice, σε μια συνέντευξη, στην οποία ξεδίπλωσε αναμνήσεις, γνώσεις, αλλά και απόψεις. Η συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως σε θέματα που αφορούν τη Γενοκτονία και γιατί έγιναν πολύ λίγα βήματα για τη διεθνή αναγνώριση από το 1994 που θεσπίστηκε στην Ελλάδα η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης. 

«Το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στην ελλαδική πολιτική προσέγγιση, η οποία, ακολουθώντας την πεπατημένη του φόβου, απέτυχε να μετατρέψει την αναγνώριση του 1994 σε διεθνή διπλωματική εκστρατεία» απαντά. Ρωτήθηκε μάλιστα και για ένα σημαντικό θέμα που αγορά έναν κοινό αγώνα μαζί με τους υπόλοιπες προσφυγικές κοινότητες των Ελλήνων της Ανατολής. 

«Το κύριο σφάλμα είναι η αποσπασματική θέαση της ιστορικής τραγωδίας. Η Τουρκία δεν διέπραξε τρεις διαφορετικές γενοκτονίες (Πόντου, Μικράς Ασίας, Θράκης), αλλά μία ενιαία, συστηματική και οργανωμένη γενοκτονία εναντίον του Ελληνισμού» σημειώνει.

Παράλληλα εξήγησε ως κοινωνιολόγος το φαινόμενο της νοσταλγίας των Ποντίων, Μικρασιατών και Θρακιωτών για τις πατρίδες των προγόνων τους. «Δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά κοινωνική μνήμη και πολιτική διεκδίκηση. Δεν πρόκειται για μια απλή μελαγχολία, λιτανεία μίας ετήσιας σύναξης με αφορμή τις ημέρες μνήμης, αλλά για ένα δομικό στοιχείο της ταυτότητας των προσφυγικών πληθυσμών, που έχει βαθιές ανθρώπινες, συναισθηματικές, ηθικές, κοινωνιολογικές, αλλά και γεωπολιτικές διαστάσεις. Το φαινόμενο ερμηνεύεται μέσω της έννοιας της συλλογικής μνήμης»,  υπογραμμίζει.

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε:



Να ξεκινήσουμε από την αρχή; Γιατί πάντα έχει ενδιαφέρον το περιβάλλον στο μεγαλώνει και γαλουχείται ένας άνθρωπος. Ποιες είναι οι αναμνήσεις από την Αλεξανδρούπολη και τον Έβρο;

«Η Θράκη, ο Έβρος, η Αλεξανδρούπολη, δεν είναι απλώς ο τόπος καταγωγής, μια γεωγραφική περιοχή και η αφετηρία της βιολογικής μου ύπαρξης, αλλά η βάση της πνευματικής μου ζωής.

Η οικογένειά μου, οι γονείς μου, ήταν πρόσφυγες από την Αδριανούπολη της ανατολικής Θράκης και μετά τη Γενοκτονία, «ακολουθώντας το στρατό ο οποίος στη Θράκη δεν ηττήθηκε», όπως γράφει μεταξύ των άλλων ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, κατέφυγαν στην Αλεξανδρούπολη, όπου και γεννήθηκα. Από τους προγόνους μου, από αυτούς τους ανθρώπους, τους πολλαπλά τραυματισμένους από ό,τι συνέβη, γνώρισα πολλά. Η γιαγιά μου για παράδειγμα δεν βρήκε ποτέ την αδελφή της η οποία χάθηκε κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας. Ακούγοντας μαζί της στο ραδιόφωνο κάθε Κυριακή, τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, αντιλήφθηκα υπήρξε μία παράλληλη Γενοκτονία, μέσα στη Γενοκτονία, που ήταν οι χιλιάδες αγνοούμενοι. 

Όπως Γενοκτονία μέσα στη Γενοκτονία ήταν και η Γυναικοκτονία και η Παιδοκτονία, δηλαδή η δολοφονία της πηγής της ζωής και της συνέχειας του έθνους μας. Κατανόησα ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δημιουργούν αγνοούμενους, βιάζουν τις γυναίκες, αρπάζουν τα παιδιά και δηλητηριάζοντάς τα μέσα στην κυρίαρχη ομάδα, τους μαθαίνουν τη δική τους ψεύτικη εκδοχή της ιστορίας, διαιωνίζοντας ταυτόχρονα το τραύμα στους επιζώντες, στους διασωθέντες. Τα παραπάνω και άλλα πολλά, κοινά τραγικά σημεία και σε άλλους απόγονους προσφύγων, δεν ήταν ποτέ μια απλή ιστορία, αλλά ένα βίωμα. Μεγάλωσα ακούγοντας τις αφηγήσεις για τις χαμένες πατρίδες, για τον ξεριζωμό, αλλά και για την θέληση του Θρακικού Ελληνισμού να επιβιώσει και να δημιουργήσει εκ νέου. Αυτή η μνήμη είναι η οντολογία για την ερευνητική μου ενασχόληση με τη Γενοκτονία.

Παράλληλα, όλα αυτά διαδραματίζονται, εκεί όπου περιορίστηκε κρατικά η Ελλάδα μετά το 1922. Ο Έβρος είναι το φυσικό σύνορο και η πύλη της Ελλάδας. Αρχή και τέλος, αναλόγως πως βλέπει κανείς τον Ελληνισμό. Το να μεγαλώνεις δίπλα στα σύνορα, αντικρίζοντας από τη θάλασσα την απέναντι ακτή, που κάποτε έζησαν οι αγαπημένοι σου γονείς, αναδεικνύει αισθήματα θλίψης, αλλά δημιουργεί μια διαρκή αίσθηση ευθύνης και εγρήγορσης. Ο τόπος, ο Έβρος, η Αλεξανδρούπολη, «δίδαξαν» ότι τα εθνικά θέματα δεν είναι θεωρητικά, αλλά ζωντανά. Ο Έβρος είναι ο τόπος όπου η Ιστορία δεν τελειώνει, αλλά συνεχίζεται κάθε μέρα.

Θυμάμαι τη ζωντάνια της Αλεξανδρούπολης, έναν τόπο όπου οι άνθρωποι εργάστηκαν και συνεχίζουν να δουλεύουν σκληρά, τιμούν τις παραδόσεις τους και έχουν βαθιά πίστη στην ελληνικότητά τους. Η Αλεξανδρούπολη ήταν και παραμένει ο πυρήνας της συνείδησης και της ιστορικής μνήμης και της παραδοχής ότι, η πρόσοδος της γεωγραφίας και της γεωπολιτικής είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέλλον της πατρίδας μας. Είναι ο τόπος που με ώθησε να ασχοληθώ με την επιστήμη, όχι απλώς για ακαδημαϊκή γνώση, αλλά ως καθήκον προς τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές, ως συνέχεια της παράδοσής μας, της οικουμενικότητας, της ανιδιοτελούς προσφοράς».

Η ΜΝΗΜΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

Ποια ήταν η επαφή σας με τους πρόσφυγες κυρίως από τον Πόντο, μιας και η ιστοσελίδα μας είναι ποντιακού ενδιαφέροντος, αλλά και από άλλες περιοχές του μικρασιατικού χώρου;

«Η επαφή μου με τους Πόντιους, αλλά και τους υπόλοιπους πρόσφυγες είναι, θα έλεγα, βιωματική και δομική για τη σκέψη μου.

Μεγαλώνοντας στην Αλεξανδρούπολη, ο προσφυγικός κόσμος δεν ήταν κάτι αφηρημένο, ήταν η καθημερινότητα. Όπως ανέφερα, η καταγωγή μου από την Αδριανούπολη της με έφερε σε άμεση επαφή με τη μνήμη του «χαμένου» τόπου και της Γενοκτονίας που υπέστη ο Ελληνισμός. Ειδικότερα οι Πόντιοι, παρότι λίγοι αριθμητικά στον Έβρο, σε σχέση με άλλες περιοχές, αποτέλεσαν και αποτελούν ένα εξαιρετικά ζωντανό και δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας του Έβρου και της Θράκης. Η δική τους ιστορία, γεμάτη υπερηφάνεια, τραγωδία και αδιάκοπο αγώνα για αναγνώριση, ήταν παρούσα. Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού είναι μια ξεχωριστή, αλλά κοινή σε πολλά σημεία, πληγή με τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Για εμένα, η ιστορία των Ποντίων, αλλά και των Μικρασιατών και των Θρακιωτών προσφύγων είναι η απόδειξη ότι ο Ελληνισμός είναι ενιαίος και ότι η μνήμη είναι το ισχυρότερο όπλο απέναντι στη λήθη και τη διαστρέβλωση της Ιστορίας.

Οι συζητήσεις με Πόντιους φίλους, γείτονες και μέλη συλλόγων, μου έδωσαν την εσωτερική διάσταση του Ποντιακού ζητήματος: την αγάπη για τον Πόντο, τη διατήρηση της γλώσσας, των χορών, της μουσικής και, κυρίως, τη διεκδίκηση της ιστορικής αλήθειας, ενώ η ανιδιοτελής, η αφιλοκερδής συνεργασία με πλήθος ποντιακών συλλόγων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πέρα από τον κοινό αγώνα για την αναγνώριση και τη δικαίωση των θυμάτων, μου έδωσε και την απαραίτητη ανθρώπινη, ηθική ώθηση.

Καταλυτική βεβαίως ήταν η γνωριμία με τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, ο οποίος (μου) έδωσε τη διάσταση που έλειπε, από αυτό που ονόμασε εύστοχα Ποντιακό ζήτημα. Η επαφή μου έγινε συστηματική, καταλήγοντας στο βασικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπήρξαν «τρεις» ή «ξεχωριστές» Γενοκτονίες, αλλά μία ενιαία Γενοκτονία των Ελλήνων, η οποία έλαβε χώρα σε διαφορετικά μέτωπα: τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη».

Πως συνυπήρχαν οι πρόσφυγες και πως μπόλιασαν την νοοτροπία τους στην περιοχή;

«Στον Έβρο και γενικότερα στη Θράκη, παρότι οι Θρακιώτες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων, εντούτοις, μαζί με τους Πόντιους και τους Μικρασιάτες- στην Αλεξανδρούπολη έχουμε αρκετούς Καππαδόκες- ανέδειξαν την ουσία της κοινωνικής συνοχής και της διατήρησης της αξίας του ανυπολόγιστου και πολύτιμου ταυτόχρονα πολιτισμικού φορτίου,

Οι πρόσφυγες (Θρακιώτες, Πόντιοι, Μικρασιάτες) έφτασαν στον Έβρο φέρνοντας μαζί τους όχι μόνο την τραγωδία, αλλά και έναν πλούσιο και πολυποίκιλο πολιτισμικό κώδικα και, το σημαντικότερο, έναν πρωτοφανή δυναμισμό για τη ζωή.

Οι Πόντιοι, για παράδειγμα, ανέδειξαν το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, τη γεωργική τους γνώση και τη σκληρή δουλειά. Μαζί με τους Μικρασιάτες, βοήθησαν στην αναμόρφωση της αγροτικής οικονομίας και στην ανάπτυξη διδάσκοντας νέες τεχνικές και φέρνοντας νέες πρακτικές ή/και καλλιέργειες (π.χ καπνός). Οι Θρακιώτες, από τη φύση τους, χαμηλών τόνων και με διάχυτη προσήλωση στην οικογένεια, ήταν το συμπλήρωμα στο ψηφιδωτό της Αλεξανδρούπολης, του Έβρου, της Θράκης.

Έτσι οι προσφυγικοί πληθυσμοί, έχοντας χάσει τα πάντα, επένδυσαν στον άνθρωπο και στην παιδεία, ως τα μοναδικά κεφάλαια τα οποία δεν τους είχαν λεηλατηθεί ή αφαιρεθεί. Αυτή η προσήλωση ενίσχυσε, σε όλη την περιοχή, τη σημασία του ανθρωπισμού και της γνώσης.

Η ιστορική μνήμη και η εθνική συνείδηση, ο πολιτισμός και η παράδοση, η ανθεκτικότητα και ο δυναμισμός, ανέδειξαν στη συνέχεια ψηφίδες του πολιτισμού, όπως οι Ποντιακοί χοροί και η λύρα, οι Μικρασιατικές γεύσεις, ο Θρακιώτικος ζήλος και το φιλότιμο, αλλά και τη ζωντανή μνήμη της Γενοκτονίας και της ανάδειξης των λόγων και των αιτιών της βίαιης απώλειας των πατρίδων. Η «νοοτροπία» του ξεριζωμού μετατράπηκε σε δημιουργία από το μηδέν, έτσι οι πρόσφυγες δεν ήρθαν απλώς να κατοικήσουν, αλλά ήρθαν να επαναθεμελιώσουν τον Ελληνισμό στην ακριτική γη, καθιστώντας τον Έβρο ένα προπύργιο της εθνικής μας υπόστασης».

Πως θυμάστε τα σχολικά σας χρόνια και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών για τις σπουδές σας;

«Οι αναμνήσεις ταυτίζονται ως μια περίοδο που η Ιστορία συναντούσε το μέλλον. Πάντοτε σ΄αυτόν τον τόπο υπήρχε η διάχυτη άποψη, που αργότερα την ανέδειξε και την πρότεινε ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ότι πάντοτε είχαμε την ιστορία, τη γεωγραφία μας, έλειπε μόνο η πολιτική! Ήταν χρόνια που διαμορφώθηκε η εθνική μου συνείδηση και ενισχύθηκε η ανάγκη για γνώση και προσφορά. Η πρώτη μου εμπειρία από αυτή τη ζωή ήταν η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η επιστράτευση, όπου ο Έβρος ήταν το κέντρο της επικείμενης σύρραξης με την Τουρκία. Λίγο αργότερα φοίτησα σε ένα δημοτικό σχολείο το οποίο είχε κατασκευαστεί όταν η Αλεξανδρούπολη δεν ήταν ελεύθερη και η επιγραφή ανέφερε ελληνική κοινότητα Δεδεαγάτς.

Τότε, για μένα, ξεκινούσε η περίοδος με το «γιατί» και το «πως» του Ελληνισμού. Μεγάλωσα, όπως σας είπα, σε ένα περιβάλλον όπου η προσφυγική μνήμη ήταν ζωντανή. Τα ερωτήματα για τον ξεριζωμό, τη Γενοκτονία, τα σύνορα και τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο ήταν καθημερινά. Η εκπαίδευση, παρά τις γνωστές της αδυναμίες, ελλείψεις και αποσιωπήσεις, λειτούργησε ως το πρώτο βήμα για την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα εθνικά θέματα και κυρίως για το υπαρξιακό ζήτημα του Ελληνισμού.

Η γνώση της Ιστορίας, ειδικά της νεότερης και σύγχρονης, αφορούσε τόπους και ανθρώπους που ήταν κυριολεκτικά δίπλα μου. Αυτό ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η Ιστορία δεν είναι κάτι νεκρό, αλλά το ζωντανό κλειδί για την κατανόηση του παρόντος και βεβαίως μάθημα για το μέλλον.

Η επιλογή των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών δεν ήταν τυχαία, αλλά η φυσική εξέλιξη της ανάγκης να κατανοήσω και να ερμηνεύσω τον κόσμο γύρω μου, με βάση τα βιώματα που επισήμανα παραπάνω.

Διαπίστωσα ότι για να υπερασπιστείς τον Ελληνισμό και να διεκδικήσεις τη δικαίωση, δεν αρκεί μόνο η συναισθηματική φόρτιση. Χρειάζεται η επιστημονική ανάλυση των φαινομένων. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη, η Οικονομία και οι Διεθνείς Σχέσεις, μου έδωσαν τη δυνατότητα να μελετήσω τις διεργασίες στην αποδιάρθρωση, στη συρρίκνωση, στην εξαφάνιση, στη Γενοκτονία. Τα συμφέροντα, τις πολιτικές δομές και τις διπλωματικές διεργασίες που διαμορφώνουν τα σύνορα και τις εθνικές διεκδικήσεις, την κοινωνική συγκρότηση και την προσαρμογή των προσφυγικών πληθυσμών.

Το κεντρικό μου ενδιαφέρον έγινε η μελέτη της Γενοκτονίας. Οι Κοινωνικές Επιστήμες μου παρείχαν το ακαδημαϊκό πλαίσιο (τη μεθοδολογία, τη θεωρία) για να αναλύσω το φαινόμενο σε βάθος και να συμβάλλω στην αναγνώριση του μαζικού εγκλήματος από κράτη, θεσμούς, διεθνείς οργανισμούς και επιστημονικές ενώσεις, όπως η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών.

Με άλλα λόγια, οι επιστήμες ήταν ένα μέσο, το οποίο μαζί με τα βιώματα, μου επέτρεψαν να μετατρέψω την καταγωγή και την προσφυγική μνήμη σε ερευνητική αποστολή και πολιτική δράση υπέρ των εθνικών μας θεμάτων».

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ

Με τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη είχατε πολύ στενή σχέση. Καταλαβαίνουμε πολλές φορές μέσα από τα κείμενά σας, πόσο σας έχει επηρεάσει. Μπορείτε να μοιραστείτε κάποιες σκέψεις για τον αείμνηστο πολιτικό και οραματιστή; Ελεύθερα χωρίς να υποβάλλω κάποια συγκεκριμένη ερώτηση. Γιατί νομίζω, ότι έχετε ζήσει από πολύ κοντά την προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, οπότε θα ήθελα να εκμαιεύσω ότι σημαντικό υπάρχει στη μνήμη σας για εκείνον.

«Η αναφορά στον Μιχάλη Χαραλαμπίδη αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και καθοριστική πτυχή της ζωής και της πορείας μου σ΄αυτήν. Η σχέση μας ήταν βαθιά πνευματική, κυρίως ανθρώπινη, κάτι που πολλές φορές το λησμονούμε, επειδή ήταν πολύ ενεργός και δυναμικός πολιτικά και επιστημονικά. Όπως και για πολλούς άλλους και μάλιστα όχι μόνο Έλληνες, ήταν ένας δάσκαλος και οραματιστής για τον Ελληνισμό, ήταν το πρότυπο για όλους τους λαούς που αγωνίζονται για την ελευθερία και το αυτεξούσιο. Είναι δύσκολο να συμπυκνώσει κανείς μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα σε λίγα λόγια, αλλά θα επικεντρωθώ σε αυτά που θεωρώ θεμελιώδη.

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης ήταν ο άνθρωπος που έφερε τον Πόντο στο προσκήνιο της εθνικής συνείδησης και πολιτικής διαδικασίας, όχι μόνο ως μνήμη, αλλά ως ενεργή διεκδίκηση.

Ο αγώνας του για την αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων το 1994 είναι ένα ιστορικό επίτευγμα. Και τις δύο τελευταίες λέξεις τις αναφέρω με πλήρη γνώση και χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, έχοντας μελετήσει το έργο του και ό,τι έγινε εκείνη την περίοδο, αλλά και αργότερα. Ήταν ο βασικός εμπνευστής και πρωταγωνιστής, επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική δράση μπορεί να γίνει εθνικό καθήκον. Αυτή η πράξη θα έλεγα, έβγαλε από τη σιωπή όχι μόνο τους Ποντίους, αλλά όλα τα θύματα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού.

Έτσι παρά την αναγνώριση του Ποντιακού αγώνα, δεν ξέχασε ποτέ τη Μικρά Ασία , τη Θράκη—την κοινή μας πατρίδα και το μέτωπο όπου συντελέστηκε ένα άλλο μέρος της Γενοκτονίας- αλλά και τους λαούς που είχαν υποστεί μαζικά εγκλήματα (Αρμένιους, Ασσύριους), αλλά και αυτούς που ζούσαν και ζουν στη σύγχρονη περίοδο μία εθνοκάθαρση (Κούρδοι).

Επιπλέον, μία κεντρική ιδεολογική και πολιτική του συνεισφορά, και αυτή που με επηρέασε βαθύτατα, ήταν η διάκριση μεταξύ του Ελληνισμού και του Ελλαδισμού.

Για τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, ο Ελληνισμός ήταν οικουμενικός, από τον Πόντο μέχρι την Καλαβρία και από τη Βόρειο Ήπειρο μέχρι την Ιωνία, ήταν το σύνολο του έθνους σε όλο τον κόσμο, με τη Διασπορά, την ιστορία και τον πολιτισμό του, ενώ ο Ελλαδισμός ήταν η στενή οπτική του ελλαδικού κράτους, αθηναϊκό το έλεγε, συχνά φοβικό, περιορισμένο από τις ανάγκες του μικρού κέντρου και αποκομμένο από τη δυναμική της ιστορικής συνέχειας. Μας έμαθε ότι πρέπει να σκεφτόμαστε και να δρούμε με όρους Ελληνισμού– δηλαδή, με στρατηγική, πολιτική, ανάλυση, παραγωγή, ιστορική αυτοπεποίθηση και οικουμενική διάσταση—και όχι μόνο με όρους της καθημερινής «ελλαδικής» μικροπολιτικής.

Η επιρροή στα κείμενα και στις σκέψεις (μου) ήταν και είναι συνεχής Είχε την ικανότητα να συνδέει φαινομενικά άσχετα φαινομενικά ζητήματα, τη γεωπολιτική με την αγροτική οικονομία, την ιστορία με την κοινωνική συνοχή, την κριτική στο κόμμα- κράτος με τον τουρισμό. Μας «δίδασκε» με τη ζωή του, το βίο του, την ηθική, ακόμη και με την αυστηρότητα και την καλοπροαίρετη κριτική, να βλέπουμε την συνολική εικόνα, πίστευε ότι ο διανοούμενος πρέπει να είναι πολιτικός και το αντίστροφο, πρέπει να είναι πρώτιστα υπηρέτης του Έθνους, όχι της κομματικής σκοπιμότητας. Αυτό το ήθος του ασυμβίβαστου αγωνιστή είναι η πιο σημαντική κληρονομιά που (μου) άφησε, αφού έδειξε πως μπορεί να προσφέρει ένας πολιτικός, χωρίς να διατελέσει υπουργός, βουλευτής, αμειβόμενο κομματικό στέλεχος…..

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης δεν έφυγε. Οι ιδέες του, η επιμονή του και το όραμά του για έναν ισχυρό και οικουμενικό Ελληνισμό που θυμάται και διεκδικεί, παραμένουν ο οδηγός (μου). Παραμένει μια σπάνια και πολύτιμη προσωπικότητα, ένας διαφορετικός πολιτικός, ένας πραγματικός διανοούμενος, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο οποίος με στήριξε σε δύσκολες στιγμές. Από ό,τι αντιλαμβάνεστε μάλλον θα πρέπει να κάνουμε μία συζήτηση αποκλειστικά και μόνο για τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη».

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης είχε πολύ σημαντική συμβολή στην ανάδειξη της γενοκτονίας στον ελλαδικό χώρο. Ήταν από τους πρωτεργάτες αν όχι ο πρωταγωνιστής και ο άνθρωπος που έπεισε τον Ανδρέα Παπανδρέου για να αναγνωριστεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης. Ποιές άλλες προσωπικότητες αναγνωρίζετε σε αυτόν τον κοινό αγώνα ότι έπαιξαν ρόλο και πόσο βοήθησαν;

«Η απόλυτη, κεντρική και εν τέλει καθοριστική συμβολή του Μιχάλη Χαραλαμπίδη στην αναγνώριση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, είναι μία παραδοχή που πλέον συμφωνούν όλοι, αν και όταν βρισκόταν εν ζωή, αυτό δεν ήταν και τόσο διακριτό, για να μη πω ότι δέχτηκε ολοκληρωτικό πόλεμο εκ των έσω ….. 

Η αναγνώριση ήταν ένα επίτευγμά του που σφράγισε, επιβεβαίωσε την αρχή της εθνικής μας αυτογνωσίας και άνοιξε οδούς γνώσης και αγώνα. Βεβαίως, ένας τόσο μεγάλος αγώνας δεν είναι ποτέ έργο ενός μόνο ανθρώπου, αλλά ενός συνόλου δυνάμεων, έστω και εάν αυτές έρχονται από άλλες διαδρομές, ή σε κάποιο σημείο διαφώνησαν με τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Στην προσπάθεια για τη δικαίωση και την ανάδειξη της Γενοκτονίας των Ελλήνων, αναγνωρίζω τον ρόλο πολλών σημαντικών προσωπικοτήτων και ομάδων, όπως και το γεγονός ότι η τελική απόφαση για την αναγνώριση ανήκει στον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ρόλος του υπήρξε κρίσιμος, καθώς έδειξε εθνική ευθύνη και πολιτικό θάρρος να προχωρήσει σε μια πράξη που ήταν εξαιρετικά δύσκολη διπλωματικά και πολιτικά, ξεπερνώντας προφανή και αφανή. Πιο συγκεκριμένα πέρα από τα αδιάσειστα στοιχεία πείστηκε και την επιμονή και το ήθος του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, τον οποίο όπως είναι γνωστό, ο Παπανδρέου, τον εκτιμούσε απεριόριστα. Μάλιστα η επιστολή του Μιχάλη Χαραλαμπίδη προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, λίγο πριν την δημοσίευση του άρθρου του για το Ποντιακό ζήτημα δείχνει και το κλίμα μεταξύ τους.

Ο αγώνας χρειάστηκε τεκμηρίωση και ο παρακάτω κατάλογος- ελπίζω να μην παραλείπει (άθελά μου) κάποιον- καταγράφει του ανθρώπους και τους θεσμούς που συμμετείχαν και συνεχίζουν να το πράττουν, στον αγώνα για την αλήθεια, τη μνήμη και τη δικαιοσύνη. 

Έτσι αναφέρω τους ερευνητές και τους θεσμούς, όπως η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών με το «Αρχείο Πόντου», όπου και οι μελέτες του Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ελλάδος Χρύσανθου, του αρχιμανδρίτη Πανάρετου Τοπαλίδη, τους αείμνηστους Γεώργιο Βαλαβάνη, Καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Οδυσσέα Λαμψίδη, Χρήστο Σαμουηλίδη, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών με την «Έξοδο» και τα «Μικρασιατικά Χρονικά», το Κέντρο Θρακικών Μελετών με τα «Θρακικά», τους αείμνηστους,  Καθηγητή Νεοκλή Σαρρή, συγγραφέα Γιώργο Ανδρεάδη και Καθηγητή Στάθη Πελαγίδη. Ιδιαίτερα αναφορά πρέπει να γίνει στον Καθηγητή Κωνσταντίνο Φωτιάδη, αφού είναι αυτός που πραγματοποίησε την τεκμηρίωση και με τη συνεχή του έρευνα, έδωσε επιστημονικό κύρος και αδιάσειστα στοιχεία, συλλέγοντας μαρτυρίες και έγγραφα με τη μελέτη των αρχείων και τη δημοσίευση σχετικών έργων, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό ιστορικό υπόβαθρο για την αναγνώριση. Σημαντικό επίσης ρόλο έχουν επιστήμονες, συγγραφείς και ακτιβιστές, στις ΗΠΑ η Thea Haloo Ηλίας Τσεκερίδης, ο αείμνηστος Βασίλης Θεοδωρίδης, ο οποίος ήταν ο πρωταγωνιστής της δημιουργίας του μνημείου στη Φιλαδέλφεια, ο επίσης αείμνηστος Γιώργος Μαυρόπουλος ο οποίος δημιούργησε το Κέντρο για τον Πόντο και τη Μικρά Ασία στο Σικάγο, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Δημήτρης Μολοχίδης και ο Σάββας Κοκτζόγλου, στον Καναδά το Ελληνοκαναδικό Κογκρέσο, στην Αυστραλία ο Παναγιώτης Διαμάντης, ο Σαμ Τοπαλίδης και ο Παναγιώτης Στεφανίδης, στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ο Χάρης Τσιρκινίδης, ο Βασίλης Μεϊχανετσίδης, ο Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, ο Νίκος Μιχαηλίδης, ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος και ο Θεοδόσης Κυριακίδης, στη Σουηδία ο Κώστας Φραγγίδης και η ομάδα του που πρωταγωνίστησαν στην αναγνώριση το 2010, στην Αρμενία η Τehmine Martoyan, στη Γερμανία η Tessa Hofmann και η ομάδα των δώδεκα συλλόγων της Βάδης –Βυτεμβέργης, η «Δωδεκάπολις», την οποία δημιούργησε ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης και με τις δράσεις της έχει αναδείξει το ζήτημα ποικιλοτρόπως.

Επίσης αρθρογράφοι, δημοσιογράφοι, όπως ο Φωκίων Φουντουκίδης, ο Νίκος Ασλανίδης, οι οποίοι αντιμετωπίζοντας συχνά δυσκολίες και επικρίσεις, μέσα από τις εφημερίδες και τα έντυπα, την τηλεόραση και από το διαδίκτυο, έσπασαν τη σιωπή και έβαλαν το θέμα στο δημόσιο διάλογο.

Επιπλέον πρέπει να αναφερθούν οι σύλλογοι και τα σωματεία, οι Ομοσπονδίες, με τα γνωστά προβλήματα της ελληνικής ιδιοπροσωπείας μας, έχουν διαδραματίσει βασικό ρόλο στην Ελλάδα και τη Διασπορά. Με τις συγκεντρώσεις, τα υπομνήματα, τις διαμαρτυρίες και την αδιάκοπη ενημέρωση, δημιούργησαν την απαραίτητη κοινωνική πίεση και την εθνική απαίτηση προς την πολιτεία και κράτησαν το θέμα ζωντανό στη βάση, διαμορφώνοντας τη συλλογική μνήμη.

Επίσης θα πρέπει εδώ να προστεθεί πως παρότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντίστοιχη επιστημονική υποδομή για τη Γενοκτονία, όπως για παράδειγμα στην Αρμενία (Εθνικό Μνημείο, Μουσείο, ερευνητικό ινστιτούτο, πανεπιστημιακές έδρες, κλπ ), τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μία αξιοσημείωτη παραγωγή βιβλίων και εργασιών μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου για το ζήτημα της Γενοκτονίας.

Εν τέλει, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης παρείχε το όραμα και την πολιτική στρατηγική, οι ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες παρείχαν τη τεκμηρίωση και τα σωματεία παρείχαν την εθνική λαϊκή απαίτηση. Όλοι μαζί, έσπασαν το ταμπού της σιωπής και έβαλαν τις βάσεις για τον αγώνα αναγνώρισης της Γενοκτονίας, αγώνας ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Εύχομαι τη σπουδαιότητα του ζητήματος να την αντιληφθεί επιτέλους και η πολιτική ηγεσία, η οποία μάλλον δεν έχει κατανοήσει και πολλά, αν κρίνουμε από την αφωνία της έναντι της Τουρκίας ή τις καταθέσεις στεφάνων στον Μουσταφά Κεμάλ».

ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ

Από το 1994 μέχρι σήμερα, νομίζουμε, ότι έχουν γίνει λίγα πράγματα για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας. Αν συγκρίνουμε για παράδειγμα τον αγώνα των Αρμενίων, των οποίων η γενοκτονία είναι αναγνωρισμένη από 35 κράτη και το 2021 ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν την αναγνώρισε και επίσημα από τις ΗΠΑ. Θεωρείτε ότι οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι ομοσπονδίες έχουν κάνει σωστά το έργο τους μέχρι στιγμής στο συγκεκριμένο ζήτημα; Τί κάνουμε λάθος; Είμαι σίγουρος ότι έχετε άποψη για το θέμα και μπορείτε να προτείνετε λύσεις.

«Η παρατήρησή σας είναι απολύτως σωστή και η στάση αυτή αποτελεί εθνική παράλειψη και στρατηγικό σφάλμα. Από το 1994, η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας έχει μείνει πίσω, σε σύγκριση με τον αγώνα των Αρμενίων. Ο λόγος δεν είναι η αδράνεια των Ποντίων, των Θρακών ή των Μικρασιατών, αλλά η απουσία Εθνικής Στρατηγικής.

Οι επιστήμονες, οι συγγραφείς, πολιτιστικοί σύλλογοι και οι Ομοσπονδίες, ειδικά οι Ποντιακές, έχουν κάνει κολοσσιαίο έργο με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν. Το έργο τους ήταν και παραμένει προς τη σωστή κατεύθυνση αφού κράτησαν ζωντανή τη μνήμη, τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ενώ στο εσωτερικό ήταν η κινητήρια δύναμη για την αναγνώριση εντός του ελλαδικού χώρου.

Το λάθος τους δεν ήταν η πρόθεση, αλλά η μοναξιά τους. Όπως έλεγε ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στην αρχή του αγώνα αναγνώρισης «ήμουν μόνος», ενώ στη συνέχεια στο ομώνυμο βιβλίο του μίλησε για αγώνα αναγνώρισης σε δύο μέτωπα (Ελλάδα και Τουρκία). Έτσι εκτός από την αναμενόμενη στάση άρνησης και προπαγάνδας της Τουρκίας, η Ελλάδα όταν δεν ήταν απέναντι άφησε τους πρωτοπόρους της αναγνώρισης, να αγωνίζονται μόνοι, χωρίς τη θεσμική, διπλωματική, οικονομική, ηθική υποστήριξη που απαιτεί ένας τέτοιος διεθνής αγώνας.

Το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στην ελλαδική πολιτική προσέγγιση, η οποία, ακολουθώντας την πεπατημένη του φόβου, απέτυχε να μετατρέψει την αναγνώριση του 1994 σε διεθνή διπλωματική εκστρατεία.

Αντί να γίνεται αναφορά στη Γενοκτονία του Ελληνισμού (Πόντου, Μικράς Ασίας, Θράκης) με την 19η Μαΐου ως εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή ημέρα μνήμης θυμάτων των Νεότουρκων και του Κεμάλ, όπως είχε προτείνει ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, η Ελλάδα συνεχίζει να υιοθετεί αποσπασματικές προσεγγίσεις όταν δεν απουσιάζει. Αυτό διευκολύνει την Τουρκία να διαψεύδει, να προπαγανδίζει μα ψεύδεται. 

Η Αθήνα, φοβούμενη την πολιτική τριβή με την Τουρκία, αποφεύγει να θέσει το ζήτημα της Γενοκτονίας στα διπλωματικά και πολιτικά κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ, ΟΗΕ). Επιλέγει την «ηρεμία», όχι μόνο στα νερά (….) στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έναντι της ιστορικής αλήθειας. Παράλληλα δεν υπάρχει, όπως αναφέρθηκε, εθνικό μνημείο Γενοκτονίας, ούτε επιστημονικές δομές, όπως έδρες ή κέντρα Σπουδών Γενοκτονίας σε Πανεπιστήμια εντός και εκτός Ελλάδας. Άρα απαιτείται ριζική αλλαγή πλεύσης και υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, όπως αυτή που οραματίστηκε, πρότεινε και ξεδίπλωσε με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης.

Η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να υιοθετήσει και να χρησιμοποιεί επίσημα τη «Γενοκτονία του Ελληνισμού», ως το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα με την 19η Μαΐου ως εθνική και διεθνούς ημέρας μνήμης. Απαιτείται η δημιουργία μιας Διεύθυνσης στο Υπουργείο Εξωτερικών, με αποκλειστικό αντικείμενο τη διεθνή αναγνώριση και σε συνεργασία με την Ομογένεια, για συστηματική επαφή με κυβερνήσεις. Ίδρυση και χρηματοδότηση Έδρας Γενοκτονίας στην Ελλάδα και σε μεγάλα Πανεπιστήμια παγκοσμίως. Διοργάνωση υψηλού επιπέδου συνεδρίων σε χώρες-στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να συντονίσει τις διπλωματικές της ενέργειες με την Αρμενία και τη Διασπορά των Ασσυρίων, αφού ένα μέρος της ισχύος βρίσκεται στην ενότητα των θυμάτων και στην κοινή διεκδίκηση της Γενοκτονίας που υπέστησαν οι λαοί μας από τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ. Έτσι μόνο όταν η αναγνώριση της Γενοκτονίας γίνει αδιαπραγμάτευτη εθνική προτεραιότητα και κυρίαρχο μέρος της εξωτερικής πολιτικής, θα φτάσουμε (παγκοσμίως) στη δικαίωση του αγώνα για την Ιστορική Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη».

Ως Δρ. Κοινωνικών Επιστημών πως αναλύετε αυτό το φαινόμενο νοσταλγίας των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Θρακιωτών για τις πατρίδες των προγόνων τους;

«Το φαινόμενο της νοσταλγίας των Ποντίων, Μικρασιατών και Θρακιωτών για τις πατρίδες των προγόνων τους δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά ως κοινωνική μνήμη και πολιτική διεκδίκηση. Δεν πρόκειται για μια απλή μελαγχολία, λιτανεία μίας ετήσιας σύναξης με αφορμή τις ημέρες μνήμης, αλλά για ένα δομικό στοιχείο της ταυτότητας των προσφυγικών πληθυσμών, που έχει βαθιές ανθρώπινες, συναισθηματικές, ηθικές, κοινωνιολογικές, αλλά και γεωπολιτικές διαστάσεις. Το φαινόμενο ερμηνεύεται μέσω της έννοιας της συλλογικής μνήμης. Η νοσταλγία δεν είναι προσωπική ανάμνηση, καθώς οι σημερινοί Πόντιοι/Μικρασιάτες/ Θρακιώτες δεν έζησαν εκεί. Είναι η μετάδοση του τραύματος και του πολιτισμού από τη γενιά των επιζώντων στις επόμενες. Η νοσταλγία γίνεται το μέσο διατήρησης της σύνδεσης με τη «χαμένη» γεωγραφία και ιστορία.

Τα πολιτιστικά σωματεία και οι Ομοσπονδίες λειτουργούν ως τα κοινωνικά, συλλογικά πλαίσια που διατηρούν, οργανώνουν και αναπαράγουν αυτή τη μνήμη. Μέσα από τους χορούς, τα τραγούδια, τη γλώσσα και τις εκδηλώσεις, η νοσταλγία αποκτά κοινωνική λειτουργία και συλλογικό νόημα. Η νοσταλγία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τραύμα του βίαιου ξεριζωμού και της Γενοκτονίας. Η πατρίδα δεν χάθηκε από φυσική καταστροφή, από άγνωστους θύτες, αλλά από την τουρκική κρατική και παρακρατική βία, που εξελίχθηκε σε οργανωμένη Γενοκτονία. Η νοσταλγία είναι η ψυχολογική αντίδραση στην αδικία. Όσο η Τουρκία αρνείται τη Γενοκτονία, τόσο η ανάγκη για σύνδεση με τον τόπο εντείνεται.

Η επιστροφή (έστω και συμβολική) στον τόπο, μέσα από ταξίδια ή αφηγήσεις, αποτελεί μια προσπάθεια για ψυχολογική ολοκλήρωση του διαλυμένου εθνικού εαυτού. Στο πολιτικό επίπεδο, η νοσταλγία λειτουργεί ως εργαλείο διεκδίκησης και αντίσταση στη λήθη. Η ζωντανή, η παραγωγική, η δημιουργική μνήμη, όπως έλεγε ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, είναι η ισχυρότερη απάντηση στην πολιτική της Τουρκίας. Δείχνει ότι ο Ελληνισμός δεν ξεχνά και ότι οι ιστορικές πατρίδες συνεχίζουν να υπάρχουν στη συνείδηση του έθνους. Η νοσταλγία, όταν εκφράζεται συλλογικά, ασκεί πίεση στην ελληνική Πολιτεία να διατηρήσει ζωντανά τα εθνικά θέματα και να μην «θάψει» τις διεκδικήσεις κάτω από το χαλί της φοβίας, της δειλίας, της σκοπιμότητας.

Τέλος, η νοσταλγία εδραιώνει την έννοια του Οικουμενικού Ελληνισμού, ότι το έθνος δεν περιορίζεται στα σύγχρονα κρατικά γεωγραφικά σύνορα, αλλά εκτείνεται ιστορικά σε όλους τους χαμένους τόπους. Η μνήμη είναι ο συνδετικός ιστός αυτής της οικουμενικότητας, δεν είναι μια αναπόληση, αλλά μια ισχυρή κοινωνικοπολιτική δύναμη που απαιτεί Δικαίωση και Αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας».

Τον τελευταίο καιρό οι μικρασιατικοί σύλλογοι και άλλα προσφυγικά σωματεία, όπως των Θρακιωτών, των οποίων η γενοκτονία προηγήθηκε χρονικά, ασκούν κριτική στον ποντιακό χώρο ότι οικειοποιείται τον όρο της γενοκτονίας και πως θα έπρεπε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για αυτόν τον κοινό σκοπό. Συμφωνείτε, διαφωνείτε και τί πρέπει να γίνει;

«Η κριτική που ασκείται από τους Μικρασιατικούς, Θρακιώτικους και άλλους προσφυγικούς συλλόγους είναι δίκαιη και απολύτως αναγκαία για τη στρατηγική μας, αν ταυτόχρονα γίνει αποδοχή από μέρους τους, ότι έχουν αργήσει στην ανάδειξη της δικής τους υπόθεσης. Αφού γίνουν λοιπόν αυτές οι παραδοχές μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, της ανάδειξης δηλαδή της Γενοκτονίας των Ελλήνων, έτσι ώστε να μην υπάρχουν δικαιολογίες, ούτε από την Τουρκία περί «ελληνικού ιμπεριαλιστικού στρατού» στη Μικρά Ασία που δυστυχώς τις αποδέχονται οι αρνητές της Γενοκτονίας και οι εθνομηδενιστές στην Ελλάδα, ούτε από την πολιτεία ότι δεν υπάρχει ενιαία πρόταση, άρα δεν μπορεί να βοηθήσει στον αγώνα αναγνώρισης, ενώ ταυτόχρονα τον υπονομεύει ποικιλοτρόπως όπως με τα στεφάνια στον Κεμάλ !

Το κύριο σφάλμα είναι η αποσπασματική θέαση της ιστορικής τραγωδίας. Η Τουρκία δεν διέπραξε τρεις διαφορετικές γενοκτονίες (Πόντου, Μικράς Ασίας, Θράκης), αλλά μία ενιαία, συστηματική και οργανωμένη γενοκτονία εναντίον του Ελληνισμού.

Η Γενοκτονία του Ελληνισμού δεν ξεκινά το 1922 ή το 1919, αλλά ήδη από το 1913-1914 και κορυφώνεται σταδιακά, με κοινό δράστη (Νεότουρκοι και Κεμαλικοί) και κοινό στόχο (τη Γενοκτονία). Στη διεθνή σκηνή, η παρουσίαση τριών διαφορετικών «ελληνικών» γενοκτονιών είναι αδύναμη και συσκοτίζει την εικόνα. Η παρουσίαση μιας ενιαίας και καθολικής πράξης Γενοκτονίας (όπως κάνουν οι Αρμένιοι) προσδίδει βαρύτητα και αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα. Η ενοποίηση του αγώνα γεφυρώνει τους προσφυγικούς πληθυσμούς και δημιουργεί μια μαζική εθνική απαίτηση προς την Πολιτεία και τη διεθνή κοινότητα.

Η Βουλή των Ελλήνων πρέπει να επικαιροποιήσει το πλαίσιο αναγνώρισης και να υιοθετήσει τη φράση «Γενοκτονία του Ελληνισμού» ( «Γενοκτονία των Ελλήνων») με κοινή χρονική περίοδο αναφοράς και να καθιερώσει την εθνική ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία του Ελληνισμού, η οποία θα περιλαμβάνει όλους τους πληθυσμούς. Η 19η Μαΐου είναι κατά τη γνώμη μου η πλέον ενδεδειγμένη και αποτελεί κατά τη γνώμη μου τη βάση για αυτήν την ενοποίηση. Οι Ομοσπονδίες (Ποντιακές, Μικρασιατικές, Θρακιώτικες) πρέπει να δημιουργήσουν άμεσα ένα Κοινό Συντονιστικό Όργανο Διεκδίκησης που θα λειτουργεί με ενιαία φωνή προς το Υπουργείο Εξωτερικών και τη Διασπορά. Όλα τα προσφυγικά σωματεία στο εξωτερικό πρέπει να χρησιμοποιούν πλέον ένα ενιαίο κείμενο και να ζητούν την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων.

Η ενοποίηση των δυνάμεων της Ομογένειας (Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία) είναι ένα ακόμη το κλειδί. Τους Πόντιους, τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες της Διασποράς, γενικότερα όλους τους Έλληνες που τους εμπνέει ο αγώνας, πρέπει να λειτουργούν ως μία φωνή για να πιέζουν τα κοινοβούλια των χωρών υποδοχής και διαβίωσής τους. Πρέπει να φύγουμε από τα στενά όρια του Ελλαδισμού και να λειτουργήσουμε με την οπτική του Οικουμενικού Ελληνισμού που διεκδικεί τη δικαίωση για όλους τους νεκρούς του».

ΤΟ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟ «ΧΑΡΤΙ» ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Γιατί η Ελλάδα δεν εισάγει στην ατζέντα της εξωτερικής της πολιτικής το θέμα της γενοκτονίας, το οποίο αποτελεί πυρηνικό όπλο και αναστατώνει την Τουρκία, την ώρα που απειλεί την Ελλάδα, αμφισβητεί την κυριαρχία της στο Αιγαίο και έχει δόγμα κατάκτησης του μισού πελάγους, έχει υπογράψει το παράνομο τουρκολιβυκό μνημείο, το οποίο επιβάλλει στο πεδίο, με το περιστατικό της Κάσου να μας στοιχειώνει από πέρσι και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης να ακυρώνει τη συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο, ενώ παράλληλα η Κύπρος είναι εδώ και 51 χρόνια υπό κατοχή; Τί χρειάζεται να κάνει η χώρα μας για να υπερασπίσει την εθνική της υπόσταση;

«Η Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί το «όπλο» της Γενοκτονίας λόγω πολιτικής δειλίας και στρατηγικού φόβου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το θέμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων είναι το ισχυρότερο νομικό και ηθικό εργαλείο που διαθέτει η Αθήνα απέναντι στην τουρκική αναθεωρητική πολιτική, γιατί έφτασε να μιλάει η Τουρκία για Γενοκτονία στην Τρίπολη το 1821 !

Η αδυναμία της Ελλάδας να εντάξει τη Γενοκτονία στην εξωτερική της πολιτική πηγάζει από μια παγιωμένη, αλλά από τη λανθασμένη προσέγγιση του κατευνασμού. Η Ελλάδα φοβάται ότι η επίσημη διεθνοποίηση του θέματος θα οδηγήσει σε άμεση κλιμάκωση και ρήξη των σχέσεων με την Τουρκία. Έτσι προτιμά τη «χαμηλή ένταση», τα «ήρεμα νερά» και τον αποκαλούμενο διάλογο, από τον αγώνα αναγνώρισης. Υπάρχει η αντίληψη ότι, εάν η Ελλάδα αναδείξει τη Γενοκτονία, θα υποχρεωθεί να διεκδικήσει αποζημιώσεις, κάτι που θεωρείται από την ελλαδική πολιτική, ακαδημαϊκή, δημοσιογραφική ελίτ ως «βαρύ φορτίο» για την εξωτερική πολιτική. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δειλία. Έτσι η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί σε δευτερεύοντα ζητήματα (π.χ. διαχείριση μεταναστευτικού, τεχνικές συζητήσεις, τουρισμός, βίζα, κ.α) και αγνοεί τα πρωτεύοντα (κυριαρχία στο Αιγαίο, Κυπριακό, Γενοκτονία).

Η στάση αυτή, την ώρα που η Τουρκία αμφισβητεί την εθνική μας κυριαρχία (τουρκολιβυκό μνημόνιο, θαλάσσιες ζώνες, απειλή πολέμου κλπ) και διατηρεί την κατοχή της Κύπρου, είναι εθνικά επικίνδυνη. Όταν ένας λαός δεν διεκδικεί τη μνήμη των θυμάτων του, δείχνει αδυναμία στον αντίπαλό του. Για να υπερασπίσει η Ελλάδα την εθνική της υπόσταση και να αντιμετωπίσει την τουρκική αναθεωρητική πολιτική, χρειάζεται να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη πολιτική. Η Αθήνα οφείλει να εντάξει επίσημα τη Γενοκτονία στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής ως ηθική, νομική και πολιτική βάση για την κατανόηση της διαρκούς τουρκικής εγκληματικής πράξης και επιθετικότητας. Η ατιμωρησία της Γενοκτονίας δεν είναι απλώς ιστορία, είναι ο σπόρος της τουρκικής αναθεώρησης.

Η χώρα πρέπει να ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά της, όπως ορίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας, για επέκταση στα δώδεκα μίλια σε όλο το Αιγαίο, ξεκινώντας από τα νησιά που απειλούνται (π.χ. Κάσος, Κάρπαθος, Ρόδος). Η πράξη είναι ισχυρότερη από τις διαπραγματεύσεις. Οποιαδήποτε συμφωνία (όπως η υποτιθέμενη «ακύρωση» μέρους της ΑΟΖ με την Αίγυπτο) που μειώνει την ελληνική κυριαρχία πρέπει να αναθεωρηθεί ή απορριφθεί. Η οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο είναι επίσης επιτακτική. Η Ελλάδα πρέπει να συνδέσει τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου (από το 1974) με την ιστορική συνέχεια της τουρκικής βίας που ξεκίνησε με τη Γενοκτονία. Ενίσχυση της συνεργασίας με τη Διασπορά (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία κ.ά) για πιέσεις σε διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα, απαιτείται η δημιουργία του ενιαίου μετώπου με τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους για την προώθηση της Γενοκτονίας.

Η εθνική άμυνα και η εξωτερική πολιτική πρέπει να βασίζονται σε μια ισχυρή οικονομία. Πρέπει να επενδύσουμε στην αμυντική βιομηχανία και στην οικονομική ανάπτυξη της Θράκης και των νησιών. Ο μόνος τρόπος να υπερασπιστούμε την εθνική μας υπόσταση είναι να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ως μικρό, αδύναμο, ανίσχυρο κράτος και να λειτουργήσουμε ως Οικουμενικός Ελληνισμός, διεκδικώντας την Ιστορική μας αλήθεια και υπερασπίζοντας την κυριαρχία μας».

Ένα άλλο ζήτημα που είναι από τα SOS που λέτε εσείς οι εκπαιδευτικοί είναι το θέμα της οικονομίας. Στην ελληνική οικονομία έχουν εισβάλλει τουρκικές επενδύσεις και προϊόντα. Στον Έβρο ο Δήμαρχος Αλεξανδρούπολης κατήγγειλε αγορά περιουσιών από τούρκους και βούλγαρους, με πολύ κόσμο να κάνει λόγο για σιωπηρό εποικισμό. Υπάρχει μια σχέση εξάρτησης που επτασφραγίστηκε με τη Διακήρυξη των Αθηνών, σαν μας έχει κατακτήσει ο τουρκικός παράγων εκ των έσω δια της οικονομίας. Ποιά είναι η άποψή σας;

«Η εύστοχη παρατήρησή σας για την τουρκική οικονομική διείσδυση και προσθέτω τον σιωπηρό εποικισμό, αγγίζει ένα ζήτημα που θεωρώ εθνικής ασφάλειας και ύψιστης προτεραιότητα, πράγματι, ένα «SOS» για την πατρίδα μας. Η διείσδυση του τουρκικού και του ξένου παράγοντα, πίσω από τον οποίο πολλές φορές βρίσκονται και πάλι Τούρκοι (μέσω «βουλγαρικών», «γερμανικών» κ.ά εταιρειών) στην ελληνική οικονομία, ειδικά στις ευαίσθητες ακριτικές περιοχές, αποτελεί δομικό κίνδυνο και επιβεβαιώνει την επικίνδυνη πορεία του Ελλαδισμού προς την εξάρτηση.

Η οικονομία δεν είναι ουδέτερη, είναι εθνικό εργαλείο. Η τουρκική οικονομική διείσδυση, είτε μέσω επενδύσεων είτε μέσω προϊόντων, πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της τουρκικής στρατηγικής και όχι απλώς της ελεύθερης αγοράς. Η εισβολή τουρκικών προϊόντων και κεφαλαίων δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης σε περιόδους κρίσης. Η Τουρκία κατακτά εσωτερικά μερίδια αγοράς και επηρεάζει εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες.

Όταν μια χώρα με τόσο έντονες διαφορές κυριαρχίας επιτρέπει στον αντίπαλό της να την «κατακτήσει» οικονομικά εκ των έσω, πρόκειται για πολιτική ήττα και έλλειψη εθνικού σχεδιασμού. Οι καταγγελίες του Δημάρχου Αλεξανδρούπολης και όχι μόνο, καθώς και οι πληροφορίες για αγορά περιουσιών στον Έβρο από Τούρκους και επαναλαμβάνω και άλλους ξένους, όπως «Βούλγαρους», «Γερμανούς» που λειτουργούν ως μεσάζοντες, είναι εξαιρετικά ανησυχητικές και θέτουν σε κίνδυνο την εθνική υπόσταση και ασφάλεια της Θράκης. Η συστηματική αγορά ακινήτων, γης και επιχειρήσεων στις ακριτικές περιοχές δεν είναι απλή επένδυση. Είναι ένας σιωπηρός, μη στρατιωτικός εποικισμός. Στόχος είναι η αλλοίωση του πληθυσμιακού και ιδιοκτησιακού χάρτη, δημιουργώντας μια «γκρίζα ζώνη» στο εσωτερικό της χώρας.

Η ιδιοκτησία ακινήτων από ξένα κράτη ή πολίτες με εχθρική ατζέντα κοντά σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, λιμάνια (όπως της Αλεξανδρούπολης) και ζωτικής σημασίας υποδομές είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Η «Διακήρυξη των Αθηνών» (2023) και η γενικότερη πολιτική της «εξομάλυνσης» των σχέσεων, χωρίς προηγούμενη επίλυση των ζητημάτων κυριαρχίας, εμπεριέχει τον κίνδυνο να νομιμοποιήσει και να σφραγίσει αυτή την οικονομική διείσδυση και εξάρτηση. Η Διακήρυξη, υπό το πρόσχημα της καλής γειτονίας, μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτική ομπρέλα για την απρόσκοπτη συνέχιση του τουρκικού οικονομικού και, πιθανόν, εποικιστικού σχεδιασμού. Η Ελλάδα πρέπει να αντιδράσει άμεσα με θεσμικά μέτρα, όπως την άμεση θέσπιση ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τις ακριτικές και ευαίσθητες ζώνες (Έβρος, νησιά), όπου θα τίθενται αυστηροί περιορισμοί στην αγορά ακινήτων από πολίτες τρίτων χωρών ή/και από νομικά πρόσωπα με μη ελεγχόμενη ξένη ιδιοκτησία.

Το κράτος πρέπει να έχει δικαίωμα πρώτης άρνησης ή ακόμα και υποχρέωση απαλλοτρίωσης σε στρατηγικές περιοχές. Ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και προστασία των ελληνικών προϊόντων και επιχειρήσεων, ειδικά στον Έβρο. Το κράτος πρέπει να στηρίξει έμπρακτα τον πληθυσμό του Έβρου, ώστε να μην αναγκάζεται να πουλά τις περιουσίες του. Μείωση της εξάρτησης από τουρκικές εισαγωγές σε κρίσιμους τομείς. Η οικονομική ασφάλεια είναι μέρος της εθνικής ασφάλειας. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι, όταν ο τουρκικός παράγοντας δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του με τα στρατιωτικά μέσα, χρησιμοποιεί τα οικονομικά και τα δημογραφικά ως εργαλεία. Οφείλουμε να αφυπνιστούμε και να προστατεύσουμε τη γη μας, την ιδιαίτερη πατρίδα μου».

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Το δημογραφικό είναι ένα άλλο καυτό θέμα. Η Ελλάδα συρρικνώνεται. Οι νέοι όχι μόνο δεν γεννούν, αλλά δεν κάνουν οικογένειες και προσπαθούν να εγκαταλείψουν τη χώρα, την ώρα που υπάρχει αθρόα εισβολή μεταναστών με διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία και αντίληψη των πραγμάτων. Μπορεί η χώρα να ανατρέψει τους αριθμούς στην υπογεννητικότητα και να αντιστρέψει την κατάσταση στο μεταναστευτικό; Γιατί μην ξεχνάμε, ήδη κάποιες χώρες στην Ευρώπη έχουν αυστηροποιήσει τις διαδικασίες ρίχνοντας το μπαλάκι στη χώρα μας για να γίνει αποθήκη ψυχών.

«Θεωρώ ότι το δημογραφικό ζήτημα είναι, μαζί με το εθνικό και το οικονομικό, ο τρίτος πυλώνας της εθνικής μας κρίσης. Είναι, στην ουσία, η πρόκληση επιβίωσης του Ελληνισμού. Η απάντηση στο αν μπορεί η χώρα να ανατρέψει την υπογεννητικότητα και να αντιστρέψει το μεταναστευτικό ρεύμα είναι μόνο με ριζική αλλαγή πλεύσης και υιοθέτηση ενός Εθνικού Σχεδίου. Οι νέοι δεν κάνουν οικογένειες διότι δεν έχουν εθνική προοπτική, εγκαταλείπουν, παρά επιστρέφουν στην πατρίδα μας. Η επισφάλεια στην εργασία, η έλλειψη στέγης και το δυσβάσταχτο κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι οι βασικοί αποτρεπτικοί παράγοντες. Η γενική αίσθηση ότι το κράτος δεν στηρίζει την οικογένεια και η απουσία εθνικού σχεδίου, οδηγούν τους νέους είτε στην αδράνεια είτε στην αναζήτηση καλύτερης ζωής στο εξωτερικό.

Η Ελλάδα χάνει το ποιοτικό (τους μορφωμένους νέους) και το ποσοτικό (τον αριθμό των γεννήσεων) στοιχείο της επιβίωσής της.Η αθρόα εισβολή «μεταναστών-προσφύγων» (με διακριτά διαφορετικά πολιτισμικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά) σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα δημογραφικής αλλοίωσης, ειδικά σε ευαίσθητες περιοχές.

Ενώ η Ευρώπη αυστηροποιεί τις διαδικασίες και κλείνει τα σύνορα, η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, κινδυνεύει να γίνει μόνιμη αποθήκη ψυχών. Αυτό δεν είναι ανθρωπιστική στάση, είναι γεωπολιτική παγίδα που επιβαρύνει τις δομές της χώρας και δημιουργεί προκλήσεις για τον κοινωνικό της ιστό. Η ανεξέλεγκτη είσοδος χιλιάδων, ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στην Κρήτη, στον Έβρο ( έζησα πολλά στην πρώτη γραμμή το 2020), δημιουργεί σοβαρά ζητήματα εθνικής ασφάλειας και διευκολύνει την Τουρκία να χρησιμοποιεί τους μετανάστες ως εργαλείο υβριδικού πολέμου.

Η ανατροπή απαιτεί σκληρές, αλλά αναγκαίες αποφάσεις, όπως άμεσος μηχανισμός στέγασης για νέα ζευγάρια (π.χ.  δάνεια, φορολογικές απαλλαγές, επιδοτήσεις ενοικίου), δραστική φορολογική ελάφρυνση για οικογένειες με τρία και άνω παιδιά, φορολογικά προνόμια και προσέλκυση επενδύσεων σε τομείς αιχμής, ώστε να επιστρέψουν οι Έλληνες επιστήμονες. Ειδικά επιδόματα και κίνητρα για οικογένειες που επιλέγουν να ζήσουν και να εργαστούν στον Έβρο και στα νησιά (π.χ. επιδότηση μισθού, πλήρης κάλυψη εξόδων νηπιαγωγείου/παιδικού σταθμού). Ειδικά στον Έβρο το κίνητρο των δέκα χιλιάδων ευρώ είναι μάλλον ένα πυροτέχνημα, παρά μόνιμη θέση, ενώ η αντίδραση της Τουρκίας (!) στο μέτρο, δείχνει πως αντιλαμβάνεται η γειτονική χώρα την Ελλάδα….

Η Ελλάδα πρέπει να καταστήσει πλήρως αδιαπέραστα τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά της. Ο φράχτης του Έβρου πρέπει να ολοκληρωθεί και να επεκταθεί, και η θαλάσσια φύλαξη να ενισχυθεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Αποτροπή σημαίνει ότι κανείς δεν εισέρχεται παράνομα! Όσοι δεν δικαιούνται άσυλο πρέπει να απελαύνονται άμεσα και συστηματικά. Η αδράνεια και η γραφειοκρατία λειτουργούν ως κίνητρο για περαιτέρω παράνομη μετανάστευση. Μάλιστα η Αθήνα πρέπει να απαιτήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστική στήριξη στα σύνορα και επιμερισμό του βάρους με αυστηρούς όρους. Αν η Ευρώπη μας αντιμετωπίζει ως αποθήκη, πρέπει να την θέσουμε προ των ευθυνών της, αν η Τουρκία δεν μπορεί φυλάξει τα σύνορά της οφείλει , όπως προβλέπεται, να αναπτυχθεί διεθνή δύναμη στα σύνορά της! Η διαχείριση του μεταναστευτικού πρέπει να μεταφερθεί από το στενό πλαίσιο της δημόσιας τάξης σε αυτό της εθνικής ασφάλειας, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο της εργαλειοποίησης από την Τουρκία και σε συναντίληψη με το δημογραφικό, το οποίο είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Εάν χαθεί ο ελληνικός πληθυσμιακός πυρήνας, όλα τα άλλα ζητήματα (οικονομία, πολιτισμός) χάνουν το νόημά τους. Πρέπει να ξαναγίνουμε ένα δυναμικό έθνος που στηρίζει τα παιδιά του και προστατεύει τα σύνορά του».

Και να κλείσουμε μένα αισιόδοξο μήνυμα. Η Ορθοδοξία υπήρξε φάρος του γένους. Συνεχίζει να επιτελεί αυτό το έργο και πως πρέπει να χτίσει πάνω σε αυτό ο Ελλληνισμός;

«Αντιλαμβάνομαι την Ορθοδοξία ως ένα από τα αδιαπραγμάτευτα θεμέλια του Ελληνισμού, έναν φάρο που παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει να φωτίζει. Η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς η θρησκεία μας. Υπήρξε η κιβωτός του Γένους μας, είναι η οντολογία μας! Διαφύλαξε τη γλώσσα, τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη σε εποχές που το ελληνικό κράτος δεν υπήρχε ή ήταν ανίσχυρο, σε περιόδους όπου τα στέναζε η «φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ήταν ο συνδετικός κρίκος του Ελληνισμού, διατηρώντας την πνευματική και εθνική ενότητα και παραμένει ένα ισχυρότατο ανάχωμα απέναντι στην αφομοίωση και την εθνική απειλή και παρόλα τα ανθρώπινα λάθη και παραλείψεις, η πνευματική της δύναμη και η θέση στη συνείδηση του λαού μας παραμένει αναλλοίωτη.

Ο Ελληνισμός πρέπει να χρησιμοποιήσει την Ορθοδοξία ως πνευματικό και πολιτισμικό μέσο για την αναγέννησή του, ξεφεύγοντας από μια απλή τυπική ή συντηρητική χρήση της. Να αναδείξουμε τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως πνευματικού κέντρου του παγκόσμιου Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Η στήριξη του Πατριαρχείου δεν είναι μόνο θρησκευτικό, αλλά πρωτίστως εθνικό και γεωπολιτικό καθήκον, αν θυμηθούμε και τον αείμνηστο Χρήστο Γιανναρά που μίλησε για τη γεωπολιτική της Ορθοδοξίας. 

Ενώ η πρόταση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, ήδη από τη δεκαετία του 1980 ότι το Πατριαρχείο πρέπει να γίνει υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, είναι πάντα επίκαιρη. Η υλοποίησή της οφείλει να γίνει άμεσος στόχος του Ελληνισμού, όπως και η συναφής πολιτική διαφύλαξης του ρόλου του Αγίου Όρους. Οι Ιερές Μονές και οι ενορίες να γίνουν κέντρα διατήρησης της εθνική συνοχής και μνήμης, να λειτουργήσουν ως πνευματικά κέντρα που διδάσκουν την ιστορική μας συνέχεια.Ο Ελληνισμός πρέπει να στηρίξει τις Ορθόδοξες Κοινότητες στη Διασπορά, οι οποίες συχνά είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο οι Έλληνες του εξωτερικού διατηρούν την ταυτότητά τους. Αυτό είναι το κλειδί για την ενεργοποίηση του Οικουμενικού Ελληνισμού.

Έχουμε την ιστορική μνήμη, τον πολιτισμό και τον πνευματικό πυρήνα της Ορθοδοξίας και της Ελληνικότητας και απαιτείται να μετατρέψουμε αυτόν τον πλούτο από παθητική και ανενεργή κληρονομιά, σε δυναμική, παραγωγική στρατηγική και πολιτική διεκδίκησης και αναγέννησης! Ο Ελληνισμός μπορεί και πρέπει να το πράξει, είναι ζήτημα εθνικής συνέχειας και επιβίωσης!»


https://pontosvoice.com/synentefxi-malkidi-adimosievto/