[Κρινεῖ φάος τὸ μέλλον
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Φοίνισσαι ]
ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτῖδες του, σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει, νὰ πεῖ:
Ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξινόχορτο.
- Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.
- Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν τους πτωμάτων.
- Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.
Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐλόγησαν. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοὺ θὰ γίνουν οἱ ὡραῖοι ποὺ ναρκισσεύτηκαν τὶς τριόδους. Φίλιπποι καὶ Ροβέρτοι. Θὰ φορέσουν ἀνάποδα τὸ δαχτυλίδι τους, καὶ μὲ καρφὶ θὰ χτενίσουνε τὸ μαλλί τους, καὶ μὲ νεκροκεφαλὲς θὰ στολίσουνε τὸ στῆθος τους, γιὰ νὰ δελεάσουν τὰ γύναια. Καὶ τὰ γύναια θὰ καταπλαγοῦν καὶ θὰ στέρξουν. Γιὰ νὰ ἔβγει ἀληθινὸς ὁ λόγος, ὅτι σιμὰ ἡ μέρα ὅπου τὸ κάλλος θὰ παραδοθεῖ στὶς μῦγες τῆς Ἀγορᾶς. Καὶ θὰ ἀγαναχτήσει τὸ κορμὶ τῆς πόρνης μὴν ἔχοντας ἄλλο τι νὰ ζηλέψει. Καὶ θὰ γίνει κατήγορος ἡ πόρνη σοφῶν καὶ μεγιστάνων, τὸ σπέρμα ποὺ ὑπηρέτησε πιστά, σὲ μαρτυρία φέρνοντας.
Καὶ θὰ τινάξει πάνουθέ της τὴν κατάρα, κατὰ τὴν Ἀνατολὴ τὸ χέρι τεντώνοντας καὶ φωνάζοντας: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τὰ χρώματα τοῦ Ὑμηττοῦ στὴ βάση τὴν ἱερὴ τοῦ Νέου Ἀστικοῦ μας Κώδικα.
- Βλέπω τὴ μικρὴ Μυρτώ, τὴν πόρνη ἀπὸ τὴ Σίκινο, στημένη πέτρινο ἄγαλμα στὴν πλατεία τῆς Ἀγορᾶς μὲ τὶς Κρῆνες καὶ τὰ ὀρθὰ Λεοντάρια.
- Βλέπω τοὺς ἔφηβους καὶ βλέπω τὰ κορίτσια στὴν ἐτήσια Κλήρωση τῶν Ζευγαριῶν.
- Βλέπω ψηλά, μὲς στοὺς αἰθέρες, τὸ Ἐρέχθειο τῶν Πουλιῶν.
Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδοὺ θὰ περάσουν γενεὲς τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς.
Καὶ κρυφὰ θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους οἱ Κυβερνῆτες, κηρύσσοντας πολέμους. Ὅπου θὰ χορτασθοῦνε ὁ Χωροφύλακας καὶ ὁ Στρατοδίκης. Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς, νὰ εἰσπράξουν αὐτοὶ τὸν μισθὸ τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μεγάλα πλοῖα θ' ἀνεβάσουν σημαῖες, ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους, οἱ ἐξῶστες νὰ ράνουν μὲ ἄνθη τὸν Νικητή. Ποὺ θὰ ζεῖ στὴν ὀσμὴ τῶν πτωμάτων. Καὶ τοῦ λάκκου σιμά του τὸ στόμα, τὸ σκοτάδι θ' ἀνοίγει στὰ μέτρα του, κράζοντας:
Ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά, στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.
- Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους, θυσία στὴν καθαρότητα τῶν οὐρανῶν.
- Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.
- Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.
Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου.
Ἀλλὰ πρίν, ἰδοὺ θὰ στενάξουν οἱ νέοι καὶ τὸ αἷμα τους ἀναίτια θὰ γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θὰ χτυπήσουν τὴν καραβάνα τους πάνω στὰ κάγκελα.
Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια, καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες, καὶ χιλιάδων λογιῶν ἐμφιαλωμένη φύση.
Καὶ θά 'ρθοῦνε χρόνια χλωμὰ καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα.
Καὶ θὰ 'χει καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας.
Καὶ θά'ναι τὰ πράγματα μέσα του κιόλας ὡραῖα ἐρείπια. Τότε, μὴν ἔχοντας ἄλλη ἐξορία, ποῦ νὰ θρηνήσει ὁ Ποιητής, τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας ἀπὸ τ' ἀνοιχτὰ στήθη του ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσει γιὰ νὰ σταθεῖ στὰ ὡραῖα μέσα ἐρείπια. Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν' ἀψηλώσουν τὰ χόρτα, ἡ γυναίκα στὸ πλάι του σὰν ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θα λατρέψει τὴ γυναίκα καὶ θὰ τὴν πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς ποὺ ἐτάχθη.
Καὶ θὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, 1959
Ἀνάγνωσμα Ἕκτο, Προφητικόν
Εἰκ.: Au rendez-vous allemand - Ἐνθύμιον κατοχῆς (1963).
Ἐλαιογραφία τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου, 54 x 45 ἑκ.