Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα.
Μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα, και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα. Τότε του αρέσουνε πάλι τα ταπεινά και τ' απονήρευτα πράγματα, και νοιώθει μέσα του την γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο.
Γιατί χωρίς απλή καρδιά, αληθινός χριστιανός δεν γίνεται κανένας. Αυτό θα το νοιώσεις από κάποια λόγια των αγίων που λένε: «Όποιος δεν γνώρισε την ειρήνη, δεν γνώρισε τη χαρά. Αν αγαπάς την πραότητα, ζήσε με ειρήνη· κι αν αξιωθείς την ειρήνη, θα χαίρεσαι σε κάθε καιρό. 'Ανθρωπος με πολλές έγνοιες, δεν ειμπορεί να γίνει πράος και ησύχιος. Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά, κι όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, ευθύς τον σκεπάζει το έλεος. Η προσευχή είναι χαρά. Η βασιλεία των ουρανών, μέσα μας βρίσκεται. Η χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος για το Θεό, είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή. Όποιος φτωχεύει από τα πλούτη του κόσμου, πλουτίζεται με τα πλούτη του Θεού. Όποιος αγαπά τα φανταχτερά πράγματα, δεν μπορεί να έχει ταπεινά αισθήματα, γιατί η καρδιά από μέσα τυπώνεται με τα ίδια σχήματα που είναι απ' έξω». Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω, μη με βαρεθείς και πεις πως ολοένα σου λέγω τα ίδια, για το Χριστό, για την απλότητα, για την ταπείνωση.
Άμα μπορέσει να καταλάβει η καρδιά σου την γέψη τους, θα δεις πως θα μου δώσεις δίκιο. Σου τα λέω και τα ξαναλέω από τον πόθο που έχω να σου μεταδώσω την μια και μόνη αληθινή χαρά, που κ' εγώ άργησα να τη βρω, μα που τη βρήκα με τη βοήθεια του Θεού· κ
η αγάπη σε σένα με κάνει να μην σου κρύψω αυτό το μονοπάτι που μ' έβγαλε σ' ένα έμορφο περιβόλι που δεν το υποπτευόμουνα.
Αυτή την ήμερη και κρυφή χαρά του Χριστού (τη λέγω χαρά του Χριστού γιατί Εκείνος μας την έδωσε, και γιατί άλλος κανένας δεν μπορεί να τη δώσει), την έχουνε τα ρημοκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, προπάντων όσα είναι κτισμένα προ τρακόσια χρόνια ίσαμε την Επανάσταση του Εικοσιένα.
Αυτόν τον καιρό οι Έλληνες ήτανε βουνίσιοι, δεν γνωρίζανε γράμματα, μα μέσα τους είχανε την κρυφή σοφία της θρησκείας. Είτανε βασανισμένοι, φτωχοί, ταπεινοί, ντροπαλοί, μ' όλο που είτανε καρτερικοί και πολεμούσανε απάνω στα βουνά με παλληκαριά μεγάλη. Από τον καιρό που πάρθηκε η Πόλη, το έθνος μας είτανε πικραμένο, κι' αυτή η πίκρα έκανε την καρδιά μας να πάγει πιο βαθειά. Γιατί η θλίψη φέρνει την υπομονή, κ' υπομονή την ταπείνωση. Για τούτο, αν διαβάσεις τα λόγια που είπε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στους στρατιώτες μια μέρα πριν σκοτωθεί, θα κλάψεις· θαρρείς πως είναι τροπάρι της Μεγάλης βδομάδας.
Να, αυτό θέλω να πω πως είχανε οι Έλληνες σε κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, και πως η ταπείνωση δεν μπόδιζε την παλληκαριά, ίσια ίσια την έκανε πιο τιμημένη και πιο αληθινή. Για τούτο κύτταξε τι σεμνότητα είχε ο Μπότσαρης, ο Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Ανδρούτσος, ο Βλαχάβας, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Κουντουριώτης, ο Τσαμαδός, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρογών Ιωσήφ, ο Ησαΐας Σαλώνων κ' οι άλλοι καπεταναίοι, κοσμικοί και κληρικοί. Κύτταξε και θα βρεις αυτό που λέγω, στα γραψίματα του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Φωτάκου, του Σκουζέ, στα τραγούδια των τσοπαναρέων. Τυραννισμένος κόσμος, υπομονετικός, Χριστιανός. Ε, απ' αυτή τη συμπαθητική μοσκοβολιά, που θαρρείς πως βγαίνει από τα αγριολούλουδα των βουνών μας, απ' αυτή την ευωδία μοσκοβολάνε τα φτωχά τα ρημοκκλήσια μας, που είναι κτισμένα σε κάθε μέρος, απάνω σε βουνά και σε διάσελα, σε βράχια έρημα και σε κλεισούρες, σε νησιά και σε ακροθαλασσιές, κ' ημερεύουνε την πλάση αυτά τα αγιασμένα σπιτάκια του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Σ' όποιο μέρος πας, θα σε καλωσορίσουνε και θα σε προσκαλέσουνε να μπεις μέσα, από την χαμηλή την πόρτα τους, για να σε ειρηνέψουνε και να σε παρηγορήσουνε. Τα βουνά γύρω στην Αθήνα είναι καταστολισμένα απ' αυτά τα ταπεινά προσκυνήματα.
Φώτης Κόντογλου