Οι φορητές εικόνες του Πανσέληνου στο Άγιον Όρος
Ο ιερομόναχος και αγιογράφος Διονύσιος, στο βιβλίο του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» που συνέγραψε στα 1728-1733, αναφέρει σε δύο σημεία ότι ο Πανσέληνος ασχολήθηκε επίσης με τη φιλοτέχνηση φορητών εικόνων. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι έμαθε την τέχνη της ζωγραφικής μιμούμενος «τον εκ Θεσσαλονίκης δίκην σελήνης λάμψαντα κυρ Μανουήλ τον Πανσέληνον από τε τας εικονισθείσας παρ’ αυτού ιεράς εικόνας τε και περικαλλείς ναούς εν τω αγιωνύμω όρει του Άθω». Σ’ άλλο σημείο, ο Διονύσιος αναφερόμενος στην καλλιτεχνική παραγωγή του Πανσέληνου, σημειώνει «αι εν τοίχοις και πίναξι υπ’ αυτού εικονισθείσαι εικόνες».
Την αναφορά αυτή του Διονυσίου στη δραστηριότητα του Πανσελήνου ως καλλιτέχνη και φορητών εικόνων, έρχεται να επιβεβαιώσει η προφορική και γραπτή παράδοση, η οποία αποδίδει στον Πανσέληνο την εκτέλεση φορητών εικόνων στη Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, στη Μονή Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου και στη Μονή Προδρόμου Σερρών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο οι καλλιτέχνες να δραστηριοποιούνται στην εκτέλεση τόσο τοιχογραφιών όσο και φορητών εικόνων είναι σύνηθες στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Από την περίοδο των Παλαιολόγων στη δραστηριότητα των καλλιτεχνών από τη Θεσσαλονίκη Μιχαήλ Αστραπά και Ευτυχίου, που είναι σύγχρονοι με τον Πανσέληνο, έχουν αποδοθεί πειστικά από τον Μiljkovic-Pepek και τον υπογράφοντα και φορητές εικόνες, σωζόμενες στην Αχρίδα και στο Άγιον Όρος. Επίσης είναι γνωστό ότι στον 16ο αιώνα οι καλλιτέχνες Θεοφάνης, Ζώρζης και Φράγκος Κατελάνος ασχολήθηκαν όχι μόνο με τοιχογράφηση ναών, αλλά και με τη φιλοτέχνηση φορητών εικόνων.
Έτσι, με βάση τα στοιχεία της παράδοσης, η εγκυρότητα της οποίας στο Άγιον Όρος -μιας πολιτείας μοναχών με συνεχή, χωρίς διακοπή, βίο πάνω από χίλια χρόνια- έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αναζητούσαμε στα εικονοφυλάκια των μονών του Αγίου Όρους σωζόμενες εικόνες, που θα μπορούσαν να συνδεθούν με την καλλιτεχνική προσωπικότητα και παραγωγή του ζωγράφου του Πρωτάτου, Πανσελήνου.
Από την έρευνα και μελέτη των εικόνων στο Άγιον Όρος έχουμε τη γνώμη ότι τρεις εικόνες αποδίδονται στον Πανσέληνο και εντάσσονται στο εργαστήριό του.
Της Μεγίστης Λαύρας
Στο μυθικό από τη Θεσσαλονίκη καλλιτέχνη Μανουήλ Πανσέληνο, στον οποίο η παράδοση αποδίδει τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, αποδίδουμε χωρίς επιφυλάξεις, μία εικόνα της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Στην εικόνα της Λαύρας, που δεν σώζεται σε καλή κατάσταση, εικονίζεται σε προτομή ο άγιος Δημήτριος (67.5X52.5 εκ.) στον τύπο του στρατιωτικού αγίου, κρατώντας στο δεξί του χέρι το σταυρό του μαρτυρίου.
Ο φυσιογνωμικός τύπος του αγίου με το μακρόστενο, γεμάτο πρόσωπο, το στενό μέτωπο, τον κωνικό λαιμό και το πλατύ σώμα είναι συνήθης στη ζωγραφική του Πρωτάτου, όπως μπορούμε να το δούμε στην τοιχογραφία του αγίου Δημητρίου. Ακόμα, ο τρόπος αποδόσεως του προσώπου με την πλατιά επιφάνεια της θερμής ώχρας, που ροδίζει ελαφρά στη βάση του μάγουλου, οι λαδοπράσινες σκιές, που διαβαθμίζονται μαλακά, και τα χαρακτηριστικά γραμμικά φώτα, που θερμαίνουν και φωτίζουν τη σάρκα στο μέτωπο, γύρω από τα μάτια, στα χείλη και στο πηγούνι, προ¬σιδιάζουν στη ζωγραφική του Πρωτάτου.
Πέρα από τα κοινά τεχνικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην εικόνα του αγίου Δημητρίου της Λαύρας και στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, το ευγενικό και στοχαστικό πρόσωπο του αγίου Δημητρίου με τη βαθιά πνευματικότητα και το υψηλό ήθος που εκφράζει, εντάσσει την εικόνα στο κλίμα της τέχνης των τοιχογραφιών του Πρωτάτου (γύρω στα 1290) και στην προσωπο-γραφική επίδοση του Πανσελήνου, όπως μπορούμε να το δούμε συγκρίνοντας την εικόνα με την τοιχογραφία του αγίου Κοσμά από το ναό του Πρωτάτου.
Τα χαρακτηριστικά αυτά του προσώπου στην εικόνα του αγίου Δημητρίου με το ρεμβώδες μελαγχολικό βλέμμα που απευθύνεται στον προσκυνητή, αποδίδουν με ιδιαίτερη εκφραστική ποιότητα το πορτρέτο ενός πολεμιστή, μάρτυρα του Χριστού, στην απεικόνιση του οποίου ο Πανσέ¬ληνος χρησιμοποίησε ασφαλώς δάνεια από αρχαίες πηγές, που ανάγονται στην ύστερη αρχαιότητα (πορτρέτα Φαγιούμ).
Της Μονής Βατοπαιδίου
Άλλες δύο εικόνες, που κατά τη γνώμη μας μπορούμε να αποδώσουμε στον Πανσέληνο ή στο εργαστήριό του, σώζονται στη μονή Βατοπαιδίου. Στις εικόνες αυτές, που έχουν τις ίδιες διαστάσεις (88X52 εκ.) και είναι, όπως θα δούμε, έργα του ίδιου καλλιτέχνη, απεικονίζονται σε προτομή, στον εικονογραφικό τύπο του στρατιωτικού αγίου, ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος.
Στην εικόνα του αγίου Γεωργίου ο φυσιογνωμικός τύπος του αγίου με το πλατύ αυγόσχημο πρόσωπο, το στενό μέτωπο, τον ελαφρά κωνικό λαιμό και τα κατσαρά μαλλιά, που στεφανώνουν το μέτωπο και πέφτουν μέχρι τον αυχένα, ανταποκρίνεται, παρά τις φθορές στο πρόσωπο, στο φυσιογνωμικό τύπο του αγίου Γεωργίου των τοιχογραφιών του Πρωτάτου, που χρονολογούνται γύρω στα 1290.
Από τεχνική άποψη, παρά τη διαφορά του είδους, ο τρόπος αποδόσεως του προσώπου με την πλατιά επιφάνεια της θερμής ώχρας, που ροδίζει ελαφρά, τις πράσινες σκιές στο μέτωπο, στις παρειές και στο λαιμό -που διαχέονται ανάλαφρα σαν χτένι στη σάρκα- τα λευκά γραμμικά φώτα στο μέτωπο, γύρω από τα μάτια, το πηγούνι και το λαιμό προσιδιάζουν στη ζωγραφική του Πρωτάτου.
Πέρα από τα κοινά τεχνικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην εικόνα του αγίου Γεωργίου της Μονής Βατοπαιδίου και στην ομώνυμη τοιχογραφία του Πρωτάτου, το ευγενικό, στοχαστικό πρόσωπο του αγίου, με τη βαθιά πνευματικότητα και το υψηλό ήθος εντάσσει την εικόνα της Μονής Βατοπαιδίου στο ύφος της τέχνης των τοιχογραφιών του Πρωτάτου και στην προσω¬πογραφική επίδοση του Πανσελήνου, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε όχι μόνο από τον άγιο Γεώργιο, αλλά και από άλλες μορφές αγίων του Πρωτάτου, όπως τον άγιο Κοσμά.
Στην εικόνα του αγίου Δημητρίου ο φυσιογνωμικός τύπος του αγίου με το μακρόστενο πρόσωπο, τα κοντά μαλλιά που αφήνουν ακάλυπτο ένα στενό τμήμα του μετώπου, τη μακριά εξέχουσα μύτη, τα σαρκώδη αυτιά, τα κόκκινα χείλη, τα σπαθωτά φρύδια, τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, με την κα¬λοσχεδιασμένη ίριδα και τα βαριά μαύρα βλέφαρα, που δίνουν βάθος στην έκφραση, ανταποκρίνεται σε φυσογνωμικούς τύπους των τοιχογραφιών του ναού του Πρωτάτου και μάλιστα στην τοιχογραφία του αγίου Δημητρίου.
Από τεχνική άποψη ο τρόπος αποδόσεως του προσώπου είναι ο ίδιος με αυτόν του προσώπου της εικόνας του αγίου Γεωργίου, που είδαμε προηγουμένως. Η τεχνική αυτή στην απόδοση του προσώπου με τις πλατιές επιφάνειες της θερμής σάρκας και τις πρασινωπές σκιές -που διαβαθμίζονται μαλακά- με το κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιείται, είτε διάχυτα στη σάρκα, είτε σαν πηχτές κηλίδες στο στόμα και στους δάκρυγόνους ασκούς, είτε άλλοτε με γραμμικό τρόπο στα βλέφαρα, στο ρουθούνι της μύτης και στο πηγούνι ζωντανεύει το πρόσωπο, συμβάλλοντας στην εκφραστική του ποιότητα.
Ο τύπος αυτός της μορφής του αγίου με το ελαφρά μελαγχολικό, ρεμβώδες βλέμμα, που θερμαίνεται με τους ζεστούς, χρωματικούς τόνους, εντάσσεται στο καλλιτεχνικό ύφος και την εκφραστική ποιότητα των τοιχογραφιών του Πρωτάτου, όπως αυτό μπορούμε να το δούμε συγκρίνοντας την εικόνα του αγίου Δημητρίου με την τοιχογραφία του αγίου Θεοδώρου Τήρωνος στο ναό του Πρωτάτου.
Καλλιτεχνική συνάφεια
Μετά τα όσα εκθέσαμε παραπάνω, έχουμε τη γνώμη ότι οι εικόνες του αγίου Δημητρίου και του αγίου Γεωργίου της μονής Βατοπαιδίου παρουσιάζουν έντονη καλλιτεχνική συνάφεια με τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου και ότι με την εκφραστική ποιότητά τους εντάσσονται στο καλλιτεχνικό περιβάλλον -γύρω στα 1300- του ζωγράφου του Πρωτάτου, τον οποίο η παράδοση ταυτίζει με τον Πανσέληνο. Οι διαφορές που μπορούν να επισημανθούν ανάμεσα στις δύο εικόνες του Βατοπαιδίου και στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου οφείλονται όχι μόνο στη διαφορά του είδους -αυγοτέμπερα σε ξύλο η πρώτη περίπτωση, νωπογραφία η δεύτερη- αλλά και στην εξελικτική πορεία του καλλιτέχνη, όπως και στη χρονική διαφορά που μεσολαβεί ανάμεσα στο χρόνο εκτελέσεων των τοιχογραφιών του Πρωτάτου (γύρω στα 1290) και των εικόνων της μονής Βατοπαιδίου (γύρω στα 1300).
Πρόσφατα, οι αρχαιολόγοι Sr. Djuric και Ιωάννης Ταβλάκης απέδωσαν στον Πανσέληνο τέσσερις άλλες εικόνες. Ο Sr. Djuric υποστήριξε την άποψη ότι δύο εικόνες της Μονής Χελανδαρίου, η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και του Χριστού Παντοκρά¬τορα -που έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένα και έχουν χρονολογηθεί γύρω στα 1260- καθώς και η εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου- που έχει χρονολογηθεί στην πρώτη δεκαετία του 14ου αι.- εντάσσονται στην καλλιτεχνική δραστηριότητα του Πανσέ¬ληνου. Παρά τα κοινά χαρακτηριστικά, που παρουσιάζουν οι εικόνες αυτές με τη ζωγραφική του Πανσέλη¬νου, έγκυροι Σέρβοι μελετητές, όπως ο Sv. Radojic και ο V. Djuric, δεν έχουν συνδέσει τις εικόνες αυτές με την καλλιτεχνική δραστηριότητα του Πανσέληνου. Μάλιστα τις δυο εικόνες, του Χριστού και της Παναγίας, τις θεωρούν έργα κατά πολύ προγενέστερα της ζωγραφικής του Πρωτάτου και τις χρονολογούν γύρω στα 1260.
Πρόσφατα επίσης, ο Γιάννης Ταβλάκης εξέφρασε, με ισχνά επιχειρήματα, την άποψη ότι το παλλάδιον του Αγίου Όρους, η εικόνα «Άξιον Εστί» του ναού του Πρωτάτου, είναι έργο του Πανσέ-ληνου. Η εικόνα αυτή, έχουμε τη γνώμη ότι όχι μόνο δεν παρουσιάζει καμιά απολύτως καλλιτεχνική συνάφεια με τη ζωγραφική του Πανσελήνου στο ναό του Πρωτάτου, αλλά όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει αλλού, χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, και συνεπώς αποκλείεται να προσγραφεί στη δραστηριότητα του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη.
Βιβλιογραφία:
Ε. Λ. Τσιγαρίδας, Παλαιολόγειες εικό¬νες της μονής Βατοπαιδίου, στα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, «Το Άγιον Όρος. Χθες-σήμερα-αύριο» (Θεσσαλονίκη 1993), Θεσσαλονίκη 1996.
Ε. Ν. Τσιγαρίδας. Φορητές εικόνες (12ος-19ος αι.) στο συλλογικό έργο: «Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη». Άγιον Όρος 1996, τομ. Α’.
Ε. Ν. Τσιγαρίδας. Φορητές εικόνες στη Μακεδονία και το Άγιον Όρος κατά τον 13ο αιώνα, στο Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τόμος ΚΑ΄(2000), υπό εκτύπωση.
«Το Άξιον Εστίν. Η εφέστια εικόνα του Πρωτάτου», Άγιον Όρος 1990. (Εκδ. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους. Βλέπε σχετικό κείμενο του Γιάννη Ταβλάκη).
Sr. Djuric, «Icons from the 12th to the 17th Centuries, Hilandar Monastery» Belgrade 1998.
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Η εικόνα Άξιον Εστί του Πρωτάτου και η Παναγία Κυκκώτισσα (υπό εκτύπωση στα Πρακτικά συνεδρίου που οργανώθηκε το 1998 από την Ι. Μονή Κύκκου στην Κύπρο.
Πηγή: Καθημερινή- Επτά Ημέρες, 29-30 Απριλίου 2000.