Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Γιάννης Μακρυγιάννης

 


Η κατά Μακρυγιάννη συγχώρεση 


Τὴν θεωροῦσε ὕψιστη κοινωνικὴ ἐπιταγή, ἀλλὰ καὶ ἐνδόμυχη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἴδιο. Ἐξάρει ὅσα παραδείγματά της συναντᾶ: 


Ἀφοῦ σημειώνει πὼς ὁ Γῶγος Μπακόλας εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα τοῦ Νότη Μπότσαρη, βάζει τὸν τελευταῖο νὰ λέει στὸν πρῶτο κατὰ τὸν κοινὸ ἀγώνα: «Ὅ,τι εἶχε γίνῃ τότε καὶ σκότωσες τὸν ἄνθρωπό μας, σ’ ἔβαλε ὁ τύραγνος. Αὐτὰ τώρα ἀλησμονήθηκαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί. Καὶ νὰ τηράξωμεν τὸ ἔργον τοῦτο. Καὶ φιλιώθηκαν» . 


Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βλάψει τὸν ἐχθρό του, προτιμᾶ νὰ τὸν συγχωρέσει. Σὲ κάποιον Παπαδόπουλο, ποὺ τὸν εἶχε κατατρέξει παλιότερα στὴν Ἄρτα, ὅταν τὸν συνέλαβε τοῦ εἶπε: 


«Ὅ,τι θέλησες ἐσὺ νὰ κάμῃς σ ἐμένα μὲ τὴν βοήθεια τῶν Τούρκων, μὲ γλύτωσε ὁ Θεός· σ’ ἔχω τώρα εἰς τὸ χέρι νὰ σ’ ἀφανίσω μ’ ὅλη σου τὴ φαμελιάν. Δὲν σοῦ τὸ κάνω» .  


Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα κατὰ τὸν ἐμφύλιο, ποὺ τὰ πνεύματα ἦταν ἰδιαίτερα ὀξυμένα γράφει γιὰ τὸν Νικηταρᾶ: 

«Μοῦ παραγγέλνει ὁ Νικήτας (ὅτι φύλαγα εἰς τὸ κεφαλόβρυσον, εἰς τοὺς Μύλους), μοῦ παραγγέλνει ὅτι θἀρθῇ καὶ θὰ μὲ πάγῃ κυνηγῶντας ὡς τὴν Ρούμελη κι ὅπου θὰ μὲ πιάςῃ, θὰ σκίςῃ τὰ νεῦρα τῶν ποδαριῶν μου νὰ μὲ κρεμάςῃ ἀνάποδα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα νὰ κοπιάςῃ· κι ἂν τὸν πιάσω ἐγώ, δὲ θὰ τοῦ κάμω αὐτά· θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε μαζί, ὅτ’ εἶναι ἀγαθὸς ἀγωνιστὴς καὶ πατριώτης.[…] Τοὺς ριχτήκαμε ἀπάνου τους καὶ τοὺς τζακίσαμε καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγῶντας ὡς κοντὰ εἰς τὸ Μέρμπακα· κοντέψαμε νὰ φᾶμε τὸ βράδυ ψωμὶ μὲ τὸν ἀδελφόν μου Νικήτα· ἀπὸ τρίχα γλύτωσε» .


Ἐδὼ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυσώπητη συγχωρητικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη πάντα νὰ προσφέρει ἢ καὶ ἀκόμη νὰ προσφερθεῖ. 


Κριτικὴ στοὺς προσκυνημένους


Παρότι ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἰδιαίτερα συγχωρητικός, σὲ αὐτὸν ποὺ τὸν βλάπτει προσωπικά, εἶναι ἀμείλικτος μὲ ὅσους βλάπτουν τὴν πατρίδα. Θεωρεῖ, ὅπως καὶ σύνολη ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μαζί του, πὼς οἱ ἀναλαμβάνοντες τὴν ἐξουσία ἔχουν εὐθύνη καὶ δὲν τοὺς συγχωρεῖται καμία ἀδικία. Δὲν διστάζει νὰ τοὺς ἐπικρίνει ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους διατηρεῖ καλὲς σχέσεις, ὅπως ὁ Κωλέττης, γιὰ τὸν ὁποῖο παραθέτει μαρτυρία τοῦ Τάτση Μαγγίνα, πὼς εἶχε στείλει γράμμα στὸν Κιουταχὴ γιὰ νὰ γυρίσει μὲ τὸ μέρος του. Καὶ συμπληρώνει: «Παιδιὰ τῶν Τούρκων ἔχομεν ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν, καὶ δυστυχία καὶ τῆς πατρίδος καὶ ἐμᾶς. Κι ἄλλοι εἶναι παιδιὰ τῶν Τούρκων, ἄλλοι παιδιὰ ἀλλουνῶν χερότερων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ πατρὶς ἡ δυστυχὴς κυβέρνησιν δὲν εἶδε μὲ τὰ μάτια της, οὔτε θὰ ἰδῇ. Κι ὁ Θεὸς νὰ βγάλῃ ἐμέναν ψεύτη κι ἄδικον κι αὐτοὺς πατριῶτες κι ἀληθινούς» . 

 Κάνει λοιπὸν σαφὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ἀδικία καὶ στὴν ἀδικία πρὸς τὸ σύνολο, τὴν πατρίδα. 

 Παρατηρεῖ μάλιστα πὼς τὸ φαινόμενο τῆς ἀδικίας εἶναι διαχρονικὸ στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Ὅτι αὐτὸ εἶναι πατρογονικόν· ὅποιος δουλεύει πατριωτικῶς αὐτὸ τὸ βραβεῖον ἔχει. Καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι τοῦ Θεμιστοκλῆ αὐτείνη τὴν ἀνταμοιβὴ τὄκαμαν κι ἀλλουνῶν πολλῶν. Ὄχι ὅμως ὅταν ἦταν ἡ πατρὶς σὲ κίντυνον· ὅταν ἡσύχαζε» . Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀσχήμια, τὴν ἀδικία, τὴν προδοσία, παραθέτει τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὴ θυσία: «Σ τὴν θέσιν ὁποῦ ἐπέθανες ἐσύ, Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσιους σου, πέθαναν κι αὐτεῖνοι διὰ τὴν θρησκεία καὶ πατρίδα (Καὶ ἦταν τυχεροὶ ὁποῦ πέθαναν ἐνδόξως καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ κι ἀλλουνῶν τέτοιων πατριώτων)» .


Χαράλαμπος Μηναογλου