Ἡρόδοτος
Ταυτόχρονα (27 Αὐγούστου 479 π.Χ) μὲ τὴν ἥττα στὶς Πλαταιὲς οἱ Πέρσες ὑπέστησαν ἄλλη μιὰ ἥττα στὴ Μυκάλη τῆς Ἰωνίας. Ἐνῶ ὁ ἑλληνικὸς στόλος ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη, βρισκόταν στὴ Δῆλο, ἔφτασαν ἀπὸ τὴ Σάμο τρεῖς ἄνδρες μὲ ἕνα μήνυμα· οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἦταν ὁ Λάμπωνας, υἱὸς τοῦ Θρασυκλῆ, ὁ Ἀθηναγόρας, υἱὸς τοῦ Ἀρχεστρατίδη, καὶ ὁ Ἠγησίστρατος, υἱὸς τοῦ Ἀρισταγόρα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σταλεῖ ἀπὸ τοὺς Σαμίους κρυφὰ ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τὸ Θεομήστορα υἱὸ τοῦ Ἀνδροδάμαντα, τὸν ὁποῖο εἶχαν ὁρίσει οἱ Πέρσες ὡς τύραννο.
Αὐτοὶ λοιπὸν παρουσιάστηκαν στοὺς διοικητὲς τοῦ στόλου κι ὁ Ἠγησίστρατος ἔκανε ἔκκληση μὲ κάθε εἴδους ἐπιχειρήματα, δηλώνοντας ὅτι ἡ θέα καὶ μόνο του ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ θὰ ἦταν ἀρκετὴ ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ἐξεγερθοῦν οἱ Ἴωνες καὶ οἱ Πέρσες δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν, ἢ ἂν τὸ ἔκαναν, θὰ ἔδιναν στοὺς Ἕλληνες ἕνα ἔπαθλο πιὸ πολύτιμο ἀπ’ ὁποιοδήποτε εἶχαν ἐλπίδα νὰ κερδίσουν ποτέ. Κατόπιν στὸ ὄνομα ὅλων των κοινῶν θεῶν, τοὺς παρότρυνε νὰ σώσουν τοὺς Ἴωνες, ποὺ εἶχαν ἴδιο αἷμα μ’ αὐτούς, ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ καὶ νὰ διώξουν τὸν ξένο. Καὶ πρόσθεσε: «Θὰ εἶναι ἀρκετὰ εὔκολο, διότι τὰ περσικὰ πλοῖα εἶναι ἀδέξια καὶ πολὺ κατώτερα ἀπὸ τὰ δικά σας. Ἐπιπλέον, ἂν μᾶς ὑποψιάζεστε γιὰ προδότες, εἴμαστε πρόθυμοι νὰ σᾶς παραδοθοῦμε ὡς ὅμηροι καὶ νὰ πλεύσουμε μαζί σας».
Καθὼς ὁ ξένος ἀπὸ τὴ Σάμο ἐξακολουθοῦσε νὰ τοὺς πιέζει μὲ τὴν ἔκκλησή του, ὁ Λεωτυχίδης, εἴτε ἀπὸ θεϊκὴ συντυχία, εἴτε ἐπειδὴ πραγματικὰ περίμενε ὅτι ἡ ἀπάντηση μπορεῖ νὰ ἦταν κάποιος οἰωνός, τὸν ρώτησε τὸ ὄνομά του. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε «Ἠγησίστρατος». Ὁπότε ὁ ναύαρχος δὲν τὸν ἄφησε νὰ συνεχίσει καὶ φώναξε: «Σάμιε φίλε μου, δέχομαι τὸν οἰωνό. Καὶ τώρα, πρὶν φύγεις ἐσὺ καὶ οἱ δύο σύντροφοί σου, δῶστε μᾶς μιὰ ἐγγύηση ὅτι θὰ ἔχουμε τὴν ἀμέριστη ὑποστήριξη τοῦ λαοῦ τῆς Σάμου».
Ἀμέσως μὲ τὰ λόγια προχώρησε στὶς πράξεις. Ἔτσι ὑπαγορεύτηκε ὁ ὅρκος· οἱ Σάμιοι τὸν ἔδωσαν ἀμέσως κι ἔγινε μιὰ προφορικὴ συμφωνία ἀμοιβαίας ὑποστήριξης. Οἱ δύο ξένοι ἔφυγαν καὶ μετὰ ὁ Ἠγησίστρατος, διατάχθηκε νὰ πλεύσει μὲ τὸν ἑλληνικὸ στόλο, ἀφοῦ ὁ Λεωτυχίδης πίστευε ὅτι τὸ ὄνομά του ἦταν καλὸς οἰωνός.
Ἐδῶ τα πλοῖα ἄραξαν κοντὰ στοὺς Καλάμους κι ἄρχισαν νὰ προετοιμάζονται γιὰ τὴ ναυμαχία. Οἱ Πέρσες, μόλις πληροφορήθηκαν τὴν προσέγγισή τους, ἔδιωξαν τοὺς Φοίνικες κι οἱ ἴδιοι τράπηκαν μὲ τὰ πλοῖα σὲ φυγὴ πρὸς τὴν ἀσιατικὴ ἀκτή, διότι εἶχαν ἀποφασίσει μετὰ ἀπὸ συζήτηση, ὅτι ἀφοῦ δὲν ἦταν ἀντάξιος ἀντίπαλός του ἑλληνικοῦ στόλου, τὸ καλύτερο ποὺ εἶχαν νὰ κάνουν ἦταν ν’ ἀποφύγουν τὴν ἀναμέτρηση. Ἔτσι ἔπλευσαν στὴ Μυκάλη, ὅπου θὰ εἶχαν τὴν ὑποστήριξη τῶν στρατευμάτων ποὺ σύμφωνα μὲ διαταγὲς τοῦ Ξέρξη, εἶχαν ἀποσπαστεῖ ἀπὸ τὸ κύριο σῶμα τοῦ στρατοῦ γιὰ νὰ φρουροῦν τὴν Ἰωνία. Αὐτὴ ἡ δύναμη εἶχε ἑξήντα χιλιάδες ἄνδρες καὶ εἶχε στρατηγὸ τὸν Τιγράνη, τὸν πιὸ εὐπαρουσίαστο ἄνδρα στὸν περσικὸ στρατό. Τὸ σχέδιό τους ἦταν νὰ σύρουν τὰ πλοῖα στὴν ἀκτή, ὑπὸ τὴν προστασία αὐτοῦ του στρατεύματος, καὶ νὰ χτίσουν ἕνα ἀμυντικὸ ὀχυρὸ γύρω τους, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ κατέφευγαν κι οἱ ἴδιοι ἐφόσον ὑποχρεώνονταν ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν αὐτὸ τὸ σχέδιο ἀπέπλευσαν.
Ἀφοῦ πέρασαν τὸν ναὸ τῶν Ποτνίων, ἔφτασαν στὴ Γαίσωνα καὶ στὸν Σκολοπόεντα τῆς Μυκάλης ὅπου ὑπάρχει ναὸς ἀφιερωμένος στὴν Ἐλευσίνια Δήμητρα. Ὁ ναὸς εἶχε χτισθεῖ ἀπὸ τὸν Φίλιστο, υἱὸ τοῦ Πασικλῆ, ὅταν συνόδευσε τὸν Νειλέα, υἱὸ τοῦ Κόδρου, στὴν ἐπιχείρηση γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μιλήτου. Ἐκεῖ ἔσυραν τὰ πλοῖα τους στὴν ξηρὰ κι ὕψωσαν τεῖχος ἀπὸ πέτρες καὶ ξύλα γύρω τους, κόβοντας τὰ ὀπωροφόρα δέντρα τῆς περιοχῆς προσθέτοντας γύρω καὶ πασσάλους καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν πολιορκία.
Οἱ Ἕλληνες θύμωσαν, ὅταν ἀνακάλυψαν ὅτι οἱ Πέρσες εἶχαν φύγει γιὰ τὰ ἠπειρωτικά, καὶ δίστασαν γιὰ λίγο ν’ ἀποφασίσουν ἂν ἔπρεπε νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους ἢ νὰ πλεύσουν πρὸς τὸν Ἑλλήσποντο. Τελικὰ κατέληξαν νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὴν ἤπειρο. Ὅλα τα ἀπαραίτητα γιὰ ναυμαχία καὶ οἱ ἀποβάθρες ἦταν σὲ ἑτοιμότητα καὶ ὁ Ἑλληνικὸς στόλος κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Μυκάλη. Κανένα ἐχθρικὸ πλοῖο βγῆκε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει καθὼς πλησίαζαν τὸ στρατόπεδο. Λίγο μετὰ εἶδαν ὅτι ὅλα τα πλοῖα ἦταν ἀραγμένα στὴν παραλία, προστατευμένα μέσα σὲ τεῖχος, καὶ ὅτι ἰσχυρὴ δύναμη στρατοῦ περίμενε συγκεντρωμένη στὴν ξηρά. Κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ὁ Λεωτυχίδης πλησίασε ὅσο μποροῦσε μὲ τὸ πλοῖο του στὴν παραλία καὶ καθὼς περνοῦσε, ἔβαλε ἕναν κήρυκα νὰ φωνάξει τὴν ἀκόλουθη ἔκκληση στοὺς Ἴωνες: «Ἄνδρες τῆς Ἰωνίας, ἂν μ’ ἀκοῦτε, προσέξτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ. Οἱ Πέρσες ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν θὰ καταλάβουν τίποτα. Ὅταν ἀρχίσει ἡ μάχη θυμηθεῖτε ὅλοι σας τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ σύνθημά μας……….“Ήρα”. Ὅσοι μ’ ἀκούσατε πρέπει νὰ μεταφέρετε τὸ μήνυμά μου σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἄκουγαν». Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶχε ὡς σκοπό, εἴτε οἱ Πέρσες νὰ μὴν μάθαιναν τί τοὺς εἶπε καὶ οἱ Ἴωνες νὰ τολμοῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴ συμβουλή του, ἢ τὰ λόγια του νὰ μεταφράζονταν στοὺς Πέρσες, ποὺ μοιραία θὰ γίνονταν καχύποπτοι ἀπέναντι στοὺς Ἴωνες.
Ἡ μάχη
Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκληση τοῦ Λεωτυχίδη, οἱ Ἕλληνες προσάραξαν τὰ πλοῖα τους στὴν ἀκτὴ κι οἱ ἄνδρες παρατάχθηκαν στὴν παραλία. Ἡ πρώτη ἐνέργεια τῶν Περσῶν, ὅταν εἶδαν τοὺς Ἕλληνες νὰ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴ μάχη μὲ παραινέσεις μάλιστα πρὸς τοὺς Ἴωνες, ἦταν νὰ ἀφοπλίσουν τοὺς Σαμίους, τοὺς ὁποίους ὑποπτεύονταν γιὰ συμπάθεια πρὸς τὸ Ἑλληνικὸ ζήτημα· πράγματι, ὅταν μερικοὶ Ἀθηναῖοι, πιάστηκαν ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τοῦ Ξέρξη, καὶ μεταφέρθηκαν στὰ Περσικὰ πλοῖα αἰχμάλωτοι, οἱ Σάμιοι τοὺς ἐλευθέρωσαν καὶ τοὺς ἔστειλαν πίσω στὴν Ἀθήνα μὲ προμήθειες γιὰ τὸ ταξίδι τους. Τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν σώσει πεντακόσιους ἐχθρούς του Ξέρξη ἦταν ὁ κυριότερος λόγος τῆς καχυποψίας τῶν Περσῶν. Μετὰ ὁ Πέρσης διοικητὴς διέταξε τοὺς Μιλησίους νὰ φρουροῦν τὰ περάσματα ποὺ ὁδηγοῦν στὰ βουνὰ τῆς Μυκάλης — φαινομενικὰ ἐπειδὴ οἱ Μιλήσιοι γνώριζαν τὴν περιοχὴ τῆς χώρας τοὺς ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ὅσο γινόταν ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης. Κατόπιν ἀφοῦ ἔλαβαν αὐτὲς τὶς προφυλάξεις ἔναντι στοὺς Ἴωνες ποὺ ὑποψιάζονταν, ἄρχισαν νὰ παίρνουν θέσεις μάχης —σὲ ἀμυντικὴ παράταξη προστατευόμενοι πίσω ἀπὸ φράγμα ἀπὸ ἀσπίδων.
Οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὴν πλευρά τους, κινήθηκαν ἐνάντια στὸν ἐχθρὸ ἀμέσως μόλις ὁλοκλήρωσαν τὶς προετοιμασίες τους. Στὴ διάρκεια τῆς προέλασής τους, βρῆκαν στὴν παραλία τὸ σκῆπτρο ἑνὸς κήρυκα καὶ ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε στὶς γραμμὲς ἡ φήμη ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶχαν νικήσει τὸν Μαρδόνιο στὴ Βοιωτία. Εἶναι πολλά τα γεγονότα ποὺ μὲ ὠθοῦν νὰ πιστέψω ὅτι θεϊκὸ χέρι ἐπεμβαίνει συχνὰ στὶς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, διότι πῶς ἀλλιῶς ἐξηγεῖται ὅτι ἡ ἥττα τῶν Περσῶν στὴ Μυκάλη συνέβη τὴν ἴδια ἀκριβῶς μέρα μὲ τὴν πανωλεθρία τους στὶς Πλαταιές, ἢ ὅτι μιὰ τέτοια φήμη κυκλοφόρησε στοὺς Ἕλληνες, δίνοντας σὲ ὅλους τους ἄνδρες διπλάσιο θάρρος καὶ ἀποφασιστικότητα νὰ διακινδυνεύσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πατρίδα τους.
Ἄλλη μιὰ παράξενη σύμπτωση συνέβη……..καὶ οἱ δύο μάχες δόθηκαν κοντὰ σὲ ναοὺς τῆς Ἐλευσίνιας Δήμητρας — ἀφοῦ ὅπως ἀνέφερα ἤδη καὶ ἡ μάχη τῶν Πλαταιῶν ἔγινε πολὺ κοντὰ στὸ Δημήτριο καὶ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὴ Μυκάλη. Ἐπιπλέον, ἡ φήμη ὅτι οἱ ἄνδρες τοῦ Παυσανία εἶχαν νικήσει στὶς Πλαταιὲς ἦταν ἀπόλυτα ὀρθή, διότι ἡ μάχη τῶν Πλαταιῶν ἔγινε νωρὶς τὸ πρωί, ἐνῶ ἡ συμπλοκὴ στὴ Μυκάλη δὲν ἔλαβε χώρα παρὰ τὸ ἀπόγευμα. Ἡ σύμπτωση τῆς ἡμερομηνίας καὶ τοῦ μήνα ἀποδείχθηκε, ὅταν ὑπολόγισαν τὶς ἡμέρες πρὸς τὰ πίσω λίγο ἀργότερα. Προτοῦ πάρουν τὴν ἀναφορὰ ἀπὸ τὶς Πλαταιές, οἱ ἄνδρες ἀνησυχοῦσαν πολύ, ὄχι τόσο γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ὅσο γιὰ τὴν τύχη τῶν συμπατριωτῶν τους ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζαν τὸ Μαρδόνιο· μόλις, ὅμως ἔμαθαν τὰ εὐχάριστα νέα, ἄρχισαν τὴν ἐπίθεση μὲ πολὺ ὑψηλότερο ἠθικὸ καὶ ζωηρὸ βηματισμό. Ἔτσι καὶ οἱ δύο ἀντίπαλοι ἀνυπομονοῦσαν νὰ συγκρουσθοῦν, γνωρίζοντας ὅτι ἀντικειμενικὸς σκοπὸς τῆς ἀναμέτρησης ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου.
Οἱ Ἀθηναῖοι μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἦταν παραταγμένοι δίπλα τους, σχεδὸν μέχρι τὸ κέντρο, βάδιζαν κατὰ μῆκος τῆς παραλίας, σὲ ἐπίπεδο ἔδαφος, ἐνῶ ὁ δρόμος τῶν Λακεδαιμονίων κι αὐτῶν δίπλα τους ἀνέβαινε κι ἔκλεινε ἀπὸ ψηλὰ βουνά. Κατὰ συνέπεια, οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν ἐμπλακεῖ ἤδη στὴ μάχη, ὅσο οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔκαναν ἀκόμα τὸν κύκλο. Οἱ Πέρσες, ὅσο ἔμεναν ἀνέπαφά τα ἄκρα, ἀπωθοῦσαν μὲ ἐπιτυχία ὅλες τὶς ἐπιθέσεις καὶ δὲν ἦταν σὲ τόσο δύσκολη θέση· ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ μονάδες ποὺ πολεμοῦσαν μαζί τους, προτιμώντας νὰ ἀποσπάσουν οἱ ἴδιοι τὴ δόξα τῆς μάχης παρὰ νὰ τὴν παραχωρήσουν στοὺς Σπαρτιάτες, ἔδωσαν τὸ σύνθημα κι ἔγιναν πιὸ τολμηροί, ὅλα ἄλλαξαν. Ἔσπασαν τὴν ἀμυντικὴ γραμμὴ τῶν ἀσπίδων καὶ ξεχύθηκαν πάνω στὸν ἐχθρὸ μὲ μιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πρὸς στιγμὴ οἱ Πέρσες κατάφεραν νὰ συγκρατήσουν τὴν ἐπίθεση, ἀλλὰ στὸ τέλος ἀναγκάστηκαν νὰ ὑποχωρήσουν πίσω ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τοῦ ὀχυροῦ τους. Οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μὲ τὴ σειρὰ ποὺ ἦταν παρατεταγμένοι οἱ ἄνδρες τῆς Κορίνθου, τῆς Σικυώνας καὶ τῆς Τροιζήνας, κατόρθωσαν νὰ εἰσβάλουν πίσω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος – διότι μόλις ἔπεσε τὸ τεῖχος, ὁ ἐχθρὸς δὲν προέβαλε ἄλλη ἀξιόλογη ἀντίσταση – ἀντίθετα ὅλοι τράπηκαν σὲ ἄτακτη φυγή, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους Πέρσες, οἱ ὁποῖοι σὲ ἄτακτες ὁμάδες, συνέχισαν νὰ πολεμοῦν ἐνάντια στοὺς Ἕλληνες ποὺ ἀκόμα εἰσέρρεαν στὸ ὀχυρὸ ἀπὸ τὴν παραλία. Ἀπὸ τοὺς Πέρσες ναυάρχους σώθηκαν μόνο δύο, ὁ Ἀρταΰντης, καὶ ὁ Ἰθαμίτρης, ἐνῶ ὁ Μαρδόντης κι ὁ διοικητὴς τοῦ στρατοῦ, Τιγράνης, σκοτώθηκαν στὴ μάχη.
Οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔφτασαν μὲ τὸ ὑπόλοιπο στράτευμα ποὺ τοὺς συνόδευε, ἐνῶ οἱ Περσικὲς μονάδες ἀντιστέκονταν ἀκόμα, δίνοντάς τους ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ συμμετάσχουν κι αὐτοὶ στὴν ὑπόλοιπη μάχη. Οἱ ἀπώλειες τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἐπίσης σημαντικές, κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Σικυωνίους, τῶν ὁποίων ὁ στρατηγὸς Περιλεως σκοτώθηκε. Οἱ Σάμιοι, ποὺ ὑπηρετοῦσαν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Μήδων καὶ εἶχαν ἀφοπλιστεῖ νωρίτερα, βλέποντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ ἔκβαση τῆς μάχης ἦταν ἀμφίβολη ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν, γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς Ἕλληνες – οἱ ὑπόλοιποι Ἴωνες, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοὺς στράφηκαν ἐναντίον τῶν Περσῶν διοικητῶν τους.
Οἱ Μιλήσιοι, ὅπως ἀνέφερα εἶχαν διαταχθεῖ νὰ φρουροῦν τὰ ὀρεινὰ περάσματα, ὡς μέτρο προφύλαξης τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἔχουν ὁδηγοὺς ποὺ θὰ τοὺς πήγαιναν σὲ ἀσφαλέστερα ἐδάφη, στὴν περίπτωση ποὺ θὰ εἶχαν μιὰ κακοτυχία ὅπως αὐτὴ ποὺ τοὺς συνέβη. Παράλληλα, τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ αὐτὸς ὁ ρόλος καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο, δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ προκαλέσουν προβλήματα στὸν περσικὸ στρατό· αὐτὸ ποὺ ἔκαναν στὴν πράξη ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι τοὺς εἶχαν διατάξει· διότι ὅταν οἱ Πέρσες προσπαθοῦσαν νὰ διαφύγουν, τοὺς ὁδήγησαν σὲ λάθος δρόμο, ἀπὸ μονοπάτια ποὺ τοὺς ἔφερναν ξανὰ ἀντιμέτωπους μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ τελικὰ πῆραν μέρος στὴ σφαγὴ καὶ ἀποδείχτηκαν οἱ χειρότεροι ἐχθροί τους. Ἔτσι αὐτὴ ἡ μέρα ἔφερε τὴ δεύτερη στάση τῶν Ἰώνων ἐνάντια στὴν Περσικὴ κυριαρχία.
Σ.Σήμ. Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων στὴ Μυκάλη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἰωνίας ἀπὸ τὸν Περσικὸ ζυγὸ καὶ τὴν προστασία τῶν ἔναντί της Ἰωνίας νήσων τῶν Αἰγαίου.
Πηγές:
- Ἡροδότου Ἱστορίαι, βιβλίο Θ’ Καλλιόπη
- http://users.sch.gr//ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/maxes.htm
- Ἀπόδοση στὰ νεοελληνικὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο “Οἱ Ἕλληνες” τῶν ἐκδόσεων Ὀδυσσέα Χατζόπουλου.