Ο Ελληνισμός εορτάζει επίσημα και παλλαϊκά τη μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκατοντάδες οι πανηγυρίζοντες ναοί και τα προσκυνήματα, όπου υπάρχουν Έλληνες. Είναι το Πάσχα του καλοκαιριού. Εκατοντάδες επίσης είναι τα κείμενα, τα ποιήματα και οι μελέτες που γράφτηκαν για την Παναγιά μας. Μεταξύ αυτών είναι και του κληρικού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), μιας σημαντικής εκκλησιαστικής προσωπικότητας. Για τη Θεοτόκο έγραψε το σύγγραμμα «Υμνωδών ανέκδοτα. Εκ των απογράφων της βιβλιοθήκης του Μεγάλου Σπηλαίου» (Αθήναι, 1840). Ο Οικονόμος στο σπάνιο αυτό πόνημα του, το οποίο εξεδόθη με δαπάνη της Μονής σε 300 μόνον αντίτυπα, δημοσίευσε ανεκδότους κανόνες στην Θεοτόκο, που τους έγραψε ο Μανουήλ, Μέγας Ρήτορας της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο Οικονόμου έμεινε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου για έξι περίπου μήνες και πέραν της προηγουμένης εργασίας του έγραψε και το «Κτιτορικό ή προσκυνητάριον της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου» (Αθήνησι, 1840). Όταν αυτό κυκλοφορήθηκε γνώρισε την οξεία κριτική του ονομαστού αγωνιστή Αρχιμανδρίτη Θεοκλήτου Φαρμακίδη. Δυστυχώς η πλούσια σε παλαιούς κώδικες βιβλιοθήκη της Μονής έγινε παρανάλωμα του πυρός, το 1934. Το κακό της φυσικής καταστροφής συμπλήρωσαν οι Ναζί που λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή. Διεσώθη μέρος των σημαντικών κειμηλίων, των κωδίκων, των παλαιτύπων και των χαλκογραφιών. Το κυριότερο, διεσώθη η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας, η οποία θεωρείται έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Κάτι ακόμη που ένωσε τον Κωνσταντίνο Οικονόμο με τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου ήταν το ότι σκέφθηκε να ιδρυθεί σε αυτήν Θεολογική Σχολή, που να είναι η άλλη, η Ορθόδοξη άποψη αυτής, που ήταν μια από τις τέσσερις πρώτες– μαζί με τις Νομική, Ιατρική και Φιλοσοφική- που το 1837, με υπογραφή του Όθωνα, αποτέλεσαν το Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Η εν λόγω Θεολογική Σχολή οργανώθηκε κατά τα δυτικά – βαυαρικά – προτεσταντικά πρότυπα. Τελικά η επιδίωξη του Οικονόμου δεν ευοδώθηκε. Σε επιστολή του στον Ειρηνουπόλεως, γραμμένη το 1843, εξήγησε ότι η ίδρυση της Σχολής στο Μέγα Σπήλαιο είναι «ασύμφορος», τουλάχιστον «προς γε το παρόν». Οι λόγοι που επικαλέστηκε είναι «πολλοί και βαρείς». Ο Οικονόμος στάθηκε περισσότερο στη γενικότερη πνευματική κατάπτωση του τόπου («την περικεχυμένην εις την ταλαίπωρον Ελλάδα λύμην της διαφθοράς»), παρότι επικαλέστηκε και άλλες πιο απτές αντιξοότητες, όπως τις οικονομικές δυσκολίες, τη σπανιότητα ικανών καθηγητών και τον κίνδυνον αλλοιώσεως της Σχολής από τους «έξωθεν εισελευσομένους μαθητιώντας». Τέλος ο Οικονόμος δεν παράλειψε να υπογραμμίσει ακόμη μια φορά την αναγκαιότητα ιδρύσεως κατά τα Ορθόδοξα πρότυπα «ιερού καταστήματος» στην Ελλάδα. (Βλ.σχ. Παναγιώτη Υφαντή «Μέγα Σπήλαιο – Ιστορία Πνευματική και Εθνική Μαρτυρία», Έκδ. Ι. Μητρ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αθήναι, 1999, κεφάλαιο Ε΄). Τα γραφέντα από τον Οικονόμου για «την λύμη της διαφθοράς στην Ελλάδα» και για τη σπουδή της Ορθόδοξης Θεολογίας παραμένουν επίκαιρα…
Η ζωή του Οικονόμου χωρίζεται από τον Ιωάννη Δ. Μπουγάτσο σε πέντε μέρη: Το πρώτο από τη γέννησή του, το 1780, έως τη μετάβασή του στη Σμύρνη, το 1809, για να διδάξει και μετά να αναλάβει τη διεύθυνση του Φιλολογικού Γυμνασίου. Το δεύτερο από το 1809 έως το 1819, που κλείνει το Φιλολογικό Γυμνάσιο, λόγω φθόνου των υπευθύνων της Ευαγγελικής Σχολής. Το τρίτο από το 1821 έως το 1832, που διαμένει στη Ρωσία και επιτελεί σημαντικό εθνικό έργο. Το βραχύ τέταρτο, από το 1832 έως το 1834, που μεταβαίνει στα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης και γίνεται δεκτός με τιμές και το πέμπτο και τελευταίο, από το 1834 έως το 1857, που έρχεται και ζει στην Ελλάδα έως τον θάνατό του. (Ιωάν. Δ. Μπουγάτσου «Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων – Μια αληθινή φωνή του χθες και του σήμερα», Αδελφότης των εν Αθήναις Τσαριτσανιωτών «Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων», Αθήνα, 2003, σελ. 5). Στο διάστημα αυτό ο Οικονόμος ενεργεί ως ο άνθρωπος του Οικ. Πατριαρχείου και συμμετέχει στo σχέδιο για την φαλκιδευμένη αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εδόθη δια του «Συνοδικού Τόμου» του 1850.
Ο πατέρας του Κων. Οικονόμου ήταν επίσης ιερέας, όπως και οι πριν από αυτόν. Όλοι είχαν το οφίκιο του Οικονόμου. Γι’ αυτό και ο ίδιος έγραφε στο επώνυμό του «Οικονόμος ο εξ Οικονόμων». Γεννήθηκε το 1780 στην Τσαριτσάνη. Το 1802 παντρεύθηκε και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και μετά ιερέας, λαβών και αυτός το οφίκιο του Οικονόμου (Σημ. Ενδεικτικό του οφικίου του Οικονόμου είναι ότι φορά επιγονάτιο). Νεώτατος συμμετέσχε στο κίνημα του Παπά Ευθυμίου Βλαχάβα, συνελήφθη από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και αποφυλακίστηκε μετά την καταβολή γενναίων λύτρων. Ήταν ιδιοφυής και φιλομαθής. Εν πολλοίς αυτοδίδακτος ταχέως διέπρεψε στα ιερά και θύραθεν γράμματα, είχε δε και τα τάλαντα της γλωσσομάθειας, της συγγραφής και της ρητορείας.
Στη Σμύρνη διέπρεψε ως καθηγητής του Φιλολογικού Γυμνασίου. Δίδασκε Θρησκευτικά, Γραμματική, Ρητορική, Ποιητική, Αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Ήταν γνώστης της λογοτεχνίας και της επιστήμης της Δύσης. Στη λογοτεχνία διασκεύασε στα ελληνικά το θεατρικό έργο του Μολιέρου «Φιλάργυρος», που το ονόμασε « Ο Εξηνταβελόνης». Στην Επιστήμη αγόρασε για το Φιλολογικό Γυμνάσιο την Εγκυκλοπαίδεια των αθέων Ντιντερό και Νταλαμπέρ, διακρίνοντας πάντως την επιστήμη από την πίστη και θεωρώντας πως επιστήμη και πρόοδος χωρίς Πίστη στον Θεό είναι σκοτάδι παρά φως.
Ενδεικτικός της αγάπης του προς την Ελλάδα είναι ο «Προτρεπτικός Λόγος», που απηύθυνε προς τους Έλληνες, την 1η Οκτωβρίου 1821. Σε αυτόν, μεταξύ άλλων, ο Οικονόμος σημειώνει ότι οι άλλοι χριστιανοί Ευρωπαίοι χάιδευαν τον Τούρκο για το κατά την άποψή τους συμφέρον τους και δεν έβλεπαν ότι το Ισλάμ δεν του συγχωρεί να κάμει οποιαδήποτε συμφωνία μαζί τους. «Α ν α κ ω χ ά ς οι Τούρκοι ονομάζουν μόνον τις συναλλαγές τους με τους Χριστιανούς και όταν μπορέσουν θα διακόψουν δια της σπάθης κάθε σύνδεσμο μαζί τους…» τονίζει. (Κων. Οικονόμου του εξ Οικονόμων «Λόγοι», Επιμ. Θ. Σπεράντσα, Αθήναι, 1971, σελ. 284-285). Και σήμερα τα ίδια δεν συμβαίνουν;…
Η έκκληση που κάνει ο Κων. Οικονόμος προς τους Έλληνες στον «Προτρεπτικό» του είναι να πολεμήσουν τη μόλυνση τους από τη διχόνοια. Τους παρακαλεί να μην ικανοποιήσουν με τη διχόνοια τους την ευχή του τυράννου Τούρκου και των άλλων εχθρών της Ελλάδος. Τους συνιστά να έχουν ως πρότυπα ζωής τον Αριστείδη και τον Θεμιστοκλή και τονίζει: «Εις την κιβωτόν της πίστεως διεσώθητε από τοσούτων κλυδώνων και του τελευταίου της Μωαμεθανικής ασεβείας κατακλυσμού, διεσώσατε δε και την πατρώαν σας γλώσσαν, τους νόμους, τα έθιμα και τα ήθη τα χριστιανικά!…Προσέχετε τώρα μη χάσετε της πατροπαραδότου πίστεως τον θησαυρόν» (Αυτ. σελ. 319-320). Η έκκληση του Οικονόμου ισχύει σήμερα πολύ περισσότερο.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου