Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

12 ναυτικά μίλια: ο εκφυλισμός ενός εθνικού δικαιώματος

Δημήτρης Μάρτος

Έχουμε κορεστεί από την επανάληψη διακηρύξεων 
για τα εθνικά μας δικαιώματα στις θάλασσες, του τύπου 
της πρόσφατης δήλωσης του υπουργού Άμυνας από τη Λέρο 
ότι «…τα νησιά της Δωδεκανήσου έχουν δικαίωμα
 σε υφαλοκρηπίδα, σε ΑΟΖ και σε χωρικά ύδατα έως 12 μίλια, όπως ακριβώς προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία αποτελεί και εθιμικό Δίκαιο και δεσμεύει τους πάντες…». 
Το ζήτημα δεν είναι να διακηρύττεις συνεχώς και 
με σθένος ένα εθνικό σου Δικαίωμα αλλά να το εφαρμόζεις.



Μήπως, αντί για την εφαρμογή του «εθιμικού Δικαιώματος, που δεσμεύει τους πάντες», η κυβέρνηση προσχωρεί, έστω και ακούσια, στο εθιμικό δικαίωμα που προσπαθεί να επιβάλλει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο το Τουρκικό κράτος;

Ως αντίλογο σε αυτήν την κατηγορία η κυβέρνηση, όταν δεν προβάλλει την εκφυλιστική θέση ότι τα «12 μίλια είναι ένα ισχυρό διπλωματικό χαρτί», τότε διαβεβαιώνει ότι η εφαρμογή θα γίνει στον κατάλληλο χρόνο όταν κρίνει αυτή και πάντοτε στο πνεύμα του διαλόγου.

Ο χρόνος, όμως, δεν είναι ουδέτερος
 σχετικά με την εφαρμογή των δικαιωμάτων σου, γιατί η αργοπορία μπορεί να δημιουργήσει νέο εθιμικό Δίκαιο, όπως προσπαθεί να κάνει η Τουρκία και με την κατοχή της Κύπρου. Και, επιπλέον, οι ευκαιρίες όταν παρουσιάζονται δεν αξιοποιούνται, όπως δεν αξιοποιήθηκε η πρόσφατη ευκαιρία ‘’Μενέντεζ’’.

Η εφαρμογή του Δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων οφείλει να γίνει μονομερώς και όχι σε συμφωνία με την Τουρκία, όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες του κόσμου και όπως έγινε και με την εφαρμογή αυτού του Δικαιώματος στην πλευρά του Ιονίου πελάγους.

Έτσι και στο Αιγαίο, αφού εφαρμόσει η Ελλάδα τα 12 ν.μίλια, θα ενημερώσει τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς αλλά και τα παράκτια κράτη (Τουρκία), για να συμφωνήσουν ως προς τη «μέση γραμμή», δηλαδή, για τα τεχνικά ζητήματα της διευθέτησης του συνόρου, σε περιοχές που η απόσταση δύο εθνικών ακτών είναι κάτω από 24 ν.μ. Επόμενα, δεν καλείς, την Τουρκία να συμφωνήσει για το εύρος της επέκτασης των 12 ν.μιλίων, όπως δολίως αφήνουν να υπονοηθεί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, με το «έως και 12 μίλια», αλλά μόνον και όχι υποχρεωτικά, για τη «μέση γραμμή».

Η απεμπόλιση του δικαιώματος για τα 12 ν.μίλια

Όταν απεμπολείς το δικαίωμα μονομερούς εφαρμογής ενός εθνικού δικαιώματος, είτε λόγω φοβικού συνδρόμου που προκαλεί το «casus belli» είτε επειδή το μεταθέτεις σε διεθνές δικαστήριο, είτε επειδή θέλεις να το χρησιμοποιήσεις ως «ισχυρό διπλωματικό χαρτί», τότε όχι μόνον ασκείς μια πολιτική εκφυλισμού των δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο αλλά αναγνωρίζεις και ενδίδεις στην αυθαίρετη άποψη για «ειδικό καθεστώς» στο Αιγαίο που έχει επιβάλλει από τη δεκαετία του 1980 η Τουρκία.

Ο εκφυλισμός του εθνικού δικαιώματος στο Αιγαίο είναι μια παλαιά ιστορία, από τότε που ένας υφυπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη (1996-7), θεωρούσε αφενός μεν ότι η επέκταση στα 12 μίλια των χωρικών μας υδάτων είναι «αντικείμενο διαλόγου» με την Τουρκία, αφετέρου πρόσφερε, για να εξευμενίσει την Τουρκική αδηφαγία, μια έκπτωση, από 12 σε 10 μίλια και επιπλέον πρόσφερε τη δυνατότητα ελεύθερης ναυσιπλοΐας των Τουρκικών πλοίων στο Αιγαίο.

Ακόμη πρόβαλλε ως σχέδιο Β΄, κατευνασμού της Τουρκίας, την επέκταση στα 12 μίλια μόνο για την ηπειρωτική χώρα και τα 6 για τα νησιά, ξεχνώντας ότι ο «καρκίνος», όπως ο ίδιος αποκαλούσε την ‘’εκκρεμότητα’’ του Αιγαίου, έχει δύο γονείς:
 την επεκτατικότητα του τουρκικού κράτους και 
την ενδοτικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ευτυχώς, ο αξιωματούχος αυτός παύτηκε μετά από πιέσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ και με κατηγορίες για εθνική μειοδοσία.

Και επειδή τα «12 ν.μίλια» δεν συνιστούν απλά κυριαρχικό δικαίωμα, όπως η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, αλλά εθνική κυριαρχία και επιπλέον επαναφέρουν, αν και τραυματισμένο, το καθεστώς του Αιγαίου που ίσχυε πριν το 1974, είναι το καθοριστικότερο πεδίο εθνικής αξιοπρέπειας. Επιπλέον το καθεστώς του Αιγαίου προσδιορίστηκε, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), ως θάλασσα ενιαία, ανήκουσα εξολοκλήρου στην Ελλάδα, ως Αρχιπέλαγός της. Η Συνθήκη αναγνώριζε στην Τουρκία μόνον μια θαλάσσια ζώνη 3 μιλίων από την ακτή της. Αυτή η ρύθμιση επεκτάθηκε και στα Δωδεκάνησα συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλόριζου, από τους Ιταλούς που τα κατείχαν τότε.

Η Τουρκία αποδέχτηκε αυτό το σύνορο με τη σύμβαση του Σικάγου του 1944 και, μάλιστα, με μεγάλη ανακούφιση. Και με την αποδοχή της Συνθήκης του Παρισιού (1952) δέχτηκε ότι τα FIR (Περιοχή Πληροφοριών Πτήσης) Αθηνών και Άγκυρας τελείωναν ακριβώς σε αυτό το θαλάσσιο σύνορο και επόμενα η Ελλάδα είχε τον έλεγχο και του εναέριου χώρου μέχρι εκεί.

Μέχρι το 1974 οι αναρτώμενοι χάρτες στα ελληνικά αλλά και στα Τουρκικά σχολεία έδειχναν το σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας με μια ενιαία γραμμή που άρχιζε από το βορειότερο άκρο του Έβρου και διέσχιζε ολόκληρο το Αιγαίο ανατολικά της Σαμοθράκης, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου. Αυτοί οι χάρτες φαίνεται ότι κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο αποκαθηλώθηκαν και λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής της Κύπρου, που οδήγησε και στην αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου, με πρώτο σταθμό τη μη αναγνώριση του FIR Αθηνών (1974), αλλά και λόγω της περίφημης οδηγίας του τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας, Οζάλ (1985), για τη διόρθωση όλων των χαρτών του Αιγαίου, οδηγώντας σταδιακά ακόμη και πρωθυπουργούς της Ελλάδας να μη γνωρίζουν ότι υπάρχει θαλάσσιο σύνορο στο Αιγαίο.

Σιωπηρές παραχωρήσεις

Ακολούθησε, έπειτα από αβάστακτης ελαφρότητας ελληνο-τουρκικές Συμφωνίες, η χρήση από τους Τούρκους της ανοιχτής θάλασσας και του διεθνούς εναέριου χώρου του Αιγαίου (Νταβός, 1987, σύμφωνο Γιλμάζ-Παπούλια, 1989), η αναγνώριση γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο (Ίμια, 1996), η αναγνώριση στην Τουρκία «νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων» (Μαδρίτη, 1997), «συνοριακές διαφορές και συναφή ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών», όπως γκρίζες ζώνες, βραχονησίδες, αποστρατικοποίηση νησιών κλπ (Ελσίνκι, 1999). Και με την ωρίμανση αυτών των παραχωρήσεων, μέσω των διπλωματικών χαριεντισμών, αποκόπηκαν τα νησιά από τον ενιαίο εθνικό χώρο, γιατί πλέον μεταξύ τους μπορούσαν να κυκλοφορούν τουρκικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα.

Και ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να διορθώσουν αυτήν την εθνική μειοδοσία, αξιοποιώντας τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας (1994), απεμπόλησαν, περιέργως, αυτή τη δυνατότητα που θα έκανε ημίκλειστη θάλασσα το Αιγαίο και θα έλεγχε τη ναυσιπλοΐα στα λεγόμενα ελεύθερα ύδατά του.

Και υπό το πρίσμα παραπειστικών διλημμάτων, ότι ο «διάλογος», η «φιλία» και η «ειρήνη» προηγούνται των εθνικών μας δικαίων, η εθνική μας άμυνα διάγει, εδώ και τέσσερεις τουλάχιστον δεκαετίες, σε καθεστώς του ‘’εχθρού εντός των τειχών’’, δηλαδή της διάβρωσης του ενιαίου αμυντικού χώρου του Αιγαίου, που μπορεί να επουλωθεί μόνο με τη μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.

Και εξαιτίας του καθεστώτος ασάφειας, σχετικά με τα εθνικά και κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, η Τουρκία φαίνεται να αισθάνεται δικαιωμένη σήμερα. Γι’ αυτό και ο Τύπος της πανηγυρίζει για το «διάλογο για τα θαλάσσια σύνορα στο Αιγαίο» (Yeni Safak) για τη «ζεστή κουβέντα για το Αιγαίο» (Huriyet), για το «συνεχή διάλογο για τη διευθέτηση της κυριαρχίας του Αιγαίου» (Milliyet).

Σε συνδυασμό με θεωρίες Δυτικών γεωπολιτικών αναλυτών περί «περίπλοκης φύσης του θαλάσσιου τοπίου του Αιγαίου» και περί «ασάφειας των ορίων των θαλάσσιων ζωνών», έχει πλέον εκφυλιστεί μια μεγάλη ιστορική αλήθεια. Ότι το Αιγαίο είναι μια ελληνική θάλασσα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ότι η εθνική κυριαρχία στα νερά του είναι η απαραίτητη συνθήκη για να επιβιώσουν τα νησιά του. Ότι δεν είναι μόνο ένας νομικός ή διοικητικός όρος της ελληνικής επικράτειας, αλλά και το πλέον αναγνωριστικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας της, η αφετηρία μιας ιστορικής διαδρομής, του υψηλότερου πολιτισμού, μιας κοσμοαντίληψης και μιας αισθητικής και ως τέτοιο πρέπει να υπάρχει σαν Όλο, ενιαίο. 

Το Αιγαίο είναι πρωτίστως ένα μνημείο του ελληνισμού, που δεν ακρωτηριάζεται, πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να μοιραστεί ή να συνδιαχειριστεί με τους Τούρκους.