Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Δ. Πικιώνης: Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας

 

Οικισμός Αιξωνής στη Γλυφάδα

Διάλεξη του Δημήτρη Πικιώνη, καθηγητή τότε του Πολυτεχνείου, που δόθηκε στις 20 Μαρτίου 1928, στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος – Νέος Λόγιος Ερμής τ. 27.


Μένει ἀκόμα κάτι ἄλλο νὰ προασπίσωμεν. Ἡ Λαϊκή μας Ἀρχιτεκτονική.
Εἶνε παρήγορον σημεῖον, μέσα εἰς μίαν κατάστασιν ὅπου ὁ πραγματικὸς πόθος τέχνης ἔχει καταπνιγεῖ μέσα εἰς τὸ ἐπαγγελματικὸν συμφέρον, πόσον τὸ γεγονὸς ὅτι τώρα τελευταῖα εἰς τὸν τόπον μας ἤρχισε νὰ γεννᾶται ἕνα θερμὸν ἐνδιαφέρον διὰ τὴν μελέτην τῆς λαϊκῆς μας τέχνης. Μία προσπάθεια καταβάλλεται νὰ γνωρίσωμεν μὲ ἐκθέσεις, μὲ μελέτας τὸ ἄμεσον παρελθόν μας. Δὲν ἐξετάζω τὸ βάθος τῆς προσπαθείας αὐτῆς. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ καταβαλλομένη ἐργασία ἀποτελεῖ τὸν δρόμον ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ μᾶς φέρῃ εἰς τὸ βάθος αὐτό. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴν χαιρετίζομεν ἐδῶ τὴν ἀπαρχὴν μιᾶς ὡραίας προσπαθείας εἰς τὴν ὁποίαν βλέπομεν μὲ συγκίνησιν νὰ λαμβάνουν μέρος –ὄχι δευτερεῦον– καὶ αἱ Ἑλληνίδες.



Ἡ Πολιτεία ὀφείλει νὰ ἐνισχύσῃ τὴν προσπάθειαν αὐτήν. Εἶνε καιρὸς νὰ πράξῃ διὰ τὴν Λαϊκὴν τέχνην τοὐλάχιστον ὅ,τι πράττει ἤδη ὑπὸ τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ μεγάλου Ν. Πολίτη διὰ τὴν μελέτην τῶν ἄλλων καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Ἑλλ. Λαοῦ, τῆς ποιήσεως, τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθίμων. Τὸ ὑλικὸν εἶνε ἀπέραντον. Αἱ προσπάθειαι τῶν ἀτόμων δὲν ἐπαρκοῦν. Τὰ μνημεῖα ἀφ’ ἑτέρου τῆς Λαϊκῆς τέχνης ὥρα μὲ τὴν ὥρα ἐκλείπουν. Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί. Ποία εἶνε ἡ σημασία τῆς περισυλλογῆς καὶ ἐκδόσεως τοῦ ὑλικοῦ τούτου ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, εἶνε νομίζω περιττὸν νὰ εἴπωμεν.
Εἰς τὰς μορφὰς τῆς Λαϊκῆς τέχνης θὰ ἴδωμεν τὴν ἀπόλυτον ἀλήθειαν· τὴν ἀλήθειαν ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ κάθε ἀληθινὴν τέχνην. Θὰ γνωρίσωμεν καλλίτερα τὸν ἰδικόν μας ἐσωτερικὸν κόσμον. Θὰ μᾶς ἀποκαλυφθῇ ἡ ἑνότης τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερον.
Ὅταν θὰ γνωρίσωμεν πραγματικὰ τὴν λαϊκήν μας τέχνην καὶ τὴν ἀγαπήσωμεν θὰ εὕρωμεν μέσα μας τὴν θέλησιν νὰ τὴν ὑπερασπίσωμεν ἀπὸ τὰς προσβολὰς τοῦ ψεύδους. Ἡ θέλησις αὐτὴ θ’ ἀνεύρῃ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ τὸ κάμωμεν.
Εἶνε ἀπαραίτητον, εἶνε ἐπεῖγον διὰ τὰ μέρη ὅπου ἡ Ἀρχιτεκτονικὴ αὐτὴ διατηρεῖται ἀκόμη, εἰς τὸ Πήλιον καὶ τὴν Ἄρταν, εἰς τὰ Νησιά, εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα νὰ θεσπίσωμεν τοὺς περιορισμοὺς ἐκείνους ποὺ θὰ θεωρήσωμεν ἀναγκαίους διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ αὐτόχθονος χαρακτῆρος.
Τὸ σχέδιον ἑνὸς Ξενοδοχείου λ.χ. ἐπάνω εἰς τὸ Πήλιον, ἢ εἰς ἕνα Νησί, τοῦ Δημαρχείου ἢ τοῦ Σχολείου ἢ τοῦ Ὑποκαταστήματος μιᾶς Τραπέζης, ὀφείλει νὰ συνταχθῇ εἰς τὸν ρυθμὸν τοῦ τόπου διὰ τὸν ὁποῖον προορίζεται.
Νόμοι ποὺ θὰ καθώριζον ὅτι εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, ἡ μίμησις λ.χ. τῶν ξενικῶν ρυθμῶν ἀπαγορεύεται, ὅτι αἱ ἐπικλινεῖς στέγαι χαρακτηριστικαὶ ἄλλων κλιμάτων ἀποκλείονται κ.τ.λ., εἶνε νομίζω ἀναγκαῖοι καὶ δυνατοί.
Γνωρίζω ὅτι οἱ περιορισμοί, τὰ ἀρνητικὰ μέτρα δὲν γεννοῦν ποτὲ τὴν πραγματικὴν ἀρετὴν καὶ τὴν δημιουργικότητα. Γνωρίζω ἐπίσης ὅτι ἡ μίμησις τῆς Λαϊκῆς τέχνης δὲν ἀρκεῖ διὰ νὰ γεννήσῃ τὴν ἀλήθειαν. Εἶνε ἐπίσης ἀναντίρρητον ὅτι ἓν ἔργον νοημένον σύμφωνα μὲ τοὺς ἰδίως πλαστικοὺς νόμους τῶν σχημάτων καὶ τοῦ φωτός, λογικὸν ὡς πρὸς τὰς ἀνάγκας καὶ τὸ ὑλικὸν «τοποθετημένον» ὄχι μόνον εἰς τὴν «φυσικὴν» ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ψυχικὴν ἀτμοσφαῖραν μας, εἶνε Ἑλληνικόν.
Εἶνε μία νέα μορφὴ Ἑλληνικὴ ἡ σωστὴ συνέχεια τῆς παραδόσεως καὶ ὄχι μίμησις παρωχημένων μορφῶν.
Ἀλλ’ ἕως ὅτου γίνωμεν ἱκανοὶ διὰ τοιαῦτα ἔργα ἂς δεχθῶμεν τοὺς περιορισμοὺς ποὺ θὰ περιορίσουν τὰς ὑπερβασίας τῆς ἀμαθείας καὶ ἰδίως εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου ἡ λαϊκὴ παράδοσις ὑφισταμένη καθιστᾶ τὴν ἀνάγκην τῶν περιορισμῶν αὐτῶν ἐπιτακτικωτέραν.
Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ποία εἶνε ἡ ἐξέλιξις τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς μας; Ποῖαι αἱ πρόοδοί μας;
Μία γενεὰ ἠκολούθησε, κατ’ ἐπίδρασιν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀρχιτεκτονικῆς τῆς ἐποχῆς της, τὸν ψευδοκλασσικὸν δρόμον. Γνωρίζομεν ποῦ ἠδύνατο νὰ μᾶς ὁδήγησῃ ὁ δρόμος αὐτός. Τί ἠδύνατο νὰ μᾶς δώσῃ.
Μᾶς ἄφησε μολαταῦτα ἔργα σεμνά. Μελετημένα εἰς τὴν μορφήν (Πολυτεχνεῖον Καυταντζόγλου, Μέγαρον Ἀγγλ. Πρεσβείας Κλεάνθη κ.ἄ. διὰ νὰ μιλήσω μόνον διὰ τοὺς ἰδικούς μας). Ἕνας Ἀττικισμὸς ὅπως εἰς τὴν γλῶσσαν. Τάσις ψευδὴς κατὰ τὴν βάσιν. Σεβαστὴ ὅμως διὰ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεων καὶ διὰ τὴν καλλιτεχνικὴν εὐσυνειδησίαν καὶ τιμιότητα.
Ἔκτοτε τὸ κλασσικὸν διεδέχθη τὸ μεσαιωνικόν. Τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ἴδιον. Ἡ βάσις εἶνε ἐσφαλμένη. Ἀπείρως μάλιστα κατώτερον. Ἦτο φυσικόν. Ὁ ἀρχόμενος Βιομηχανισμός, ὁ αὔξων ἐπαγγελματικὸς ἀνταγωνισμὸς καὶ ἐπιστήμη καὶ τέχνη εἶνε πράγματα ἀσυνδιάλλακτα.
Ὁ συγχρονισμός; Εἰσαγωγὴ ξενικῶν μορφῶν. Παρακολούθησις τῆς μόδας! Louis XV καὶ Louis XVI μέσα εἰς τὴν Πλάκαν! Γερμανισμὸς εἰς ὅλους μας τοὺς δρόμους.
Ἡ τελευταία λέξις. Αἱ τάσεις τῆς ἐκθέσεως τῶν διακοσμητικῶν τεχνῶν τῶν Παρισίων εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ εἰς τὰς ἐξοχάς μας!
Μέσα εἰς τὴν πόλιν ἡ σύγκρισις γίνεται μεταξὺ τῶν ἰδίων μας ἔργων. Εἰς τὴν φύσιν τὸ κριτήριον γίνεται αὐτὴ ἡ ἰδία μὲ τὴν γραμμήν της, μὲ τὸν οὐρανόν της. Ἐδῶ ἡ σύγκρισις εἶνε ἀλάνθαστος. Ὁ δικαστὴς ἀδέκαστος. Ἡ ποινὴ εἶνε ἡ καταδίκη. Τὸ ἑλληνικὸν τοπεῖον ἀγνοούμενον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὅμως ὁ τελευταῖος τῶν ξένων –Ἀρχιτέκτων ἢ Ζωγράφος ἢ συγγραφεύς– ἔχει τοῦ Ἑλληνικοῦ τοπείου μίαν ἔννοιαν ὁπωσδήποτε. Τὴν εἶχεν ὁ Klenze καὶ οἱ ρωμαντικοὶ ζωγράφοι τῆς ἐποχῆς του. Καὶ οἱ Γάλλοι Ἀρχιτέκτονες δείχνουν ὅταν κάμνουν τὰς ἀναπαραστάσεις τῶν ἀρχαίων μνημείων πὼς ἡ συγκίνησι αὐτὴ δὲν τοὺς λείπει. Κύτταξε: Nicod (Ἀναπαράστασις τῆς Ἀκροπόλεως), Hulot (Συρακοῦσαι), Bonnet (Πριήνη) καὶ ἄλλους· ἀδιάφορον ἂν αὐτὸ τὸ αἴσθημα ποὺ ὁδήγησε τοὺς καλλιτέχνας αὐτοὺς ἔχει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἕνα ὕφος ρωμαντικόν. Πάλιν ὁ ρωμαντισμὸς αὐτὸς ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας παντελῆ ἔλλειψιν αἰσθήματος. Φάληρα, Γλυφάδα, Ψυχικό, Καστρί, Ἐκάλη, στὰ βουνὰ καὶ σ’ ὅλα μας τὰ ἀκρογιάλια, δὲν θὰ βρῇς μιὰ κἂν γραμμὴν ποὺ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ τοπεῖον. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ εἶνε πρᾶγμα ἄγνωστον. Ἡ «τελευταία ἀνάλυση τοῦ ἔργου» ποὺ τὴν ἐπεχείρησεν ὁ μεγάλος Rodin ἐπάνω εἰς τὸ ἄγαλμα (Μπαλζάκ) διὰ νὰ τὸ ἑνώσῃ μὲ τὴν ἀτμοσφαῖραν του γύρω, μὲ τὸ φόντο του! Οὔτε αὐτὴ ἡ προσπάθεια νὰ τοποθετηθῇ τὸ ἔργον μέσα εἰς τὸν φυσικόν του κόσμον. Οὔτε ἡ ἄλλη προσπάθεια νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὸν «ἐξωτερικὸν» κόσμον τοῦ Ἕλληνος, ἴσως διότι αὐτὸς δὲν ὑπάρχει πλέον! Μορφαὶ ἀτομικαί, ἀνταποκρινόμεναι εἰς τὰ αὐθαίρετα γοῦστα τῶν ἀτόμων. Πουθενὰ ἡ γενικὴ μορφὴ ποὺ κλείνει μέσα της ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἡ ψυχή, «ψυχὲς» ὅλη-ὅλη γεμάτη! τοῦ Σολωμοῦ! Ὀλίγον ἀκόμα καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκλαιε ὅτι δὲν ἐσώζετο «φωνὴ ἀνθρώπου νὰ ξανακάνῃ στὴ γλῶσσά μας ὅρκο» ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ κλαῖμε ὅτι δὲν εὑρίσκεται «γραμμὴ» καμμιὰ διὰ νὰ ἰδοῦμε μέσα της τὸν ἑαυτόν μας!
Ἂν ἡ κάτοψις εἶνε ἡ γενικωτέρα [ἔκφανσις], νὰ ποῦμε, τοῦ κτιρίου, ἄλλο τόσον τὸ ρυμοτομικὸν σχέδιον μιᾶς πόλεως, ἑνὸς χωρίου, ἑνὸς συνοικισμοῦ κυριαρχεῖ ἀπόλυτα τὴν ἀρχιτεκτονικὴν ποὺ μέλλει νὰ ἱδρυθῇ ἐπ’ αὐτοῦ. Αἱ γραμμαὶ τοῦ ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶνε αἱ γενικώτεραι συνθετικαὶ γραμμαὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς αὐτῆς.


Ἡ σύνθεσις τοῦ βασικοῦ τούτου σχεδίου εἶνε ἀντικείμενον τῆς πλέον εὐσυνειδήτου ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως τῶν δεδομένων τοῦ προβλήματος, μαζὺ καὶ τῆς βαθυτέρας πλαστικῆς αἰσθήσεως, καὶ γνώσεως (ἔδαφος, πρακτικὴ κ.λπ.).
Καὶ ἡ ὑψηλὴ αὐτὴ ἐργασία θεωρεῖται εἰς τὸν τόπον μας ὄχι μόνον χωρὶς κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ διαμαρτύρεται, ὄχι μόνον χωρὶς κανεὶς νόμος νὰ γίνεται ἐμπόδιον πρὸς τοῦτο ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ τὴν τυπικὴν ἔγκρισιν τῆς ἐπισήμου ὑπηρεσίας, ἡ ἐργασία αὐτὴ θεωρεῖται νομίμως καὶ δικαιωματικῶς δυναμένη νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς τὰ χέρια τῶν ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἀμαθῶν τοπογράφων μηχανικῶν καὶ ἀξιωματικῶν. Δὲν εἶνε δὲ ἀσύνηθες εἰς τὸν τόπον μας ἡ τοπογράφησις μιᾶς πόλεως ἀλλὰ καὶ ἡ σύνταξις τοῦ σχεδίου τῆς ρυμοτομήσεώς της ν’ ἀνατίθεται ὁμοῦ κατόπιν μειοδοτικοῦ συναγωνισμοῦ (!) εἰς ἀνιδέους τοπογράφους. Αἱ ἀγγελίαι αἱ δημοσιευόμεναι εἰς τὰς ἐφημερίδας ὑπὸ τῶν δήμων καὶ κοινοτήτων ἀποδεικνύουν καθημερινῶς τὴν ἐπίσημον αὐτὴν σύγχυσιν δύο ἐργασιῶν ἄκρως διαφόρων.
Τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῶν χωρίων καὶ τῶν πόλεων εὑρίσκονται οὕτω ἕρμαιον εἰς τὰς χεῖρας τῆς ἀμαθείας.
Τὸ παρελθόν, αἱ γραφικότητές του, τὰ χαρακτηριστικά του σημεῖα, ἱστορικῶς, καλλιτεχνικῶς, δὲν εὑρίσκουν βεβαίως εἰς τὰ μάτια τῶν ἐπιστημόνων αὐτῶν κανένα σεβασμόν. Θὰ ἦτο πολύ.
Τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον καταδικάζεται εἰς τὴν ὁμοιομορφίαν ἑνὸς ἠλιθίου πληκτικοῦ τετραγωνισμοῦ τῶν πάντων, παρὰ πάντα νόμον ζωῆς, ἐπιστήμης, τέχνης. Καὶ καταδικάζονται διὰ πολλὰς γενεάς, ἐσαεί.
Ἡ Αἴγινα, ἡ Σαλαμίς, τὰ χωρία τῆς Ἀττικῆς, γιὰ νὰ μιλήσω μόνον γιὰ ὅ,τι ξεύρω, ἀπειλοῦνται ἄμεσα ἀπὸ τὴν καταστροφήν.
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ συνοικισμοὶ ἐχαράχθησαν ἀπὸ ἀρχιτέκτονας ἢ ἀπὸ τὰς ὑπηρεσίας οἰκοδομικῶν ἑταιριῶν. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἐδῶ διαβλέπεις ἀρχὰς ἐπιστημονικὰς ἢ ἀρχὰς πλαστικάς; Ἢ μόνον μίμησιν καὶ ἀστόχαστον δεξιοτεχνίαν;
Οὔτε μιᾶς ρυμοτομίας, οὔτε μιᾶς πλατείας ἢ ἑνὸς πάρκου ἢ κήπου ἔχομεν σχηματίσει μίαν ἔννοιαν Ἑλληνικήν. Χωρὶς καμμίαν ἐσωτερικὴν ἀντίστασιν δεχόμεθα μέσα μας εἰκόνας ἑτοίμους, ποὺ ὁ Ἀγγλικὸς καὶ ὁ Γαλλικὸς πολιτισμὸς ἐμόρφωσαν. Ἀκατανόητοι καὶ μυστηριώδεις ἀντιλήψεις ἐπικρατοῦν ὡς πρὸς τὰ δένδρα τῶν πάρκων μας. Σύμφωνα μ’ αὐτὲς ἡ Ἰαπωνικὴ πιπεριά, τὸ Γερμανικὸ πεῦκο, ἡ Μεξικανικὴ Ἀγαύη, ὁ Αἰγυπτιακὸς Φοῖνιξ, ὁ εὐκάλυπτος εἶνε τὰ δένδρα ποὺ ἀπεδείχθησαν τὰ καταλληλότερα διὰ τὴν Ἑλληνικὴν γῆν!!!
Μάταια θὰ ζητήσῃς καὶ ἐδῶ τὸν ἑαυτόν μας (Καστρί, Ἐκάλη, Ψυχικό, Βούλα, Βουλιαγμένη κ.ἄ.). Τὸ τελευταῖον τοπεῖον ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικώτερα τί καταστροφὴ τὸ περιμένει!
Ἐὰν ἄφισα εἰς τὸ τέλος τὴν καταστροφὴν αὐτὴν ποὺ γίνεται εἰς τὴν Ἀρχιτεκτονικήν μας ἀπὸ τὴν ἀνεπιστημονικότητα ἢ τὴν ἔλλειψιν καλλιτεχνικῶν ἀρχῶν εἰς τὴν χάραξιν ρυμοτομικῶν σχεδίων, τοῦτο τὸ ἔκαμα διότι θεωρῶ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν τὴν βασικωτέραν ἢ πλέον θεμελιακήν. Εἶνε ἐπίσης ἡ χρονικῶς ἔχουσα τὴν μεγαλειτέραν βαρύτητα. Ἡ ζωὴ ἑνὸς ρυμοτομικοῦ σχεδίου εἶνε ἀπείρως μακροτέρα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀρχιτεκτονικοῦ ἔργου. Αἱ συνέπειαί των βαρύνουσιν ἐπὶ αἰῶνας. Περιττὸν νὰ ὁμιλήσω ἐπὶ τῶν συνεπειῶν τῆς μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἐκπονηθέντος ὑπὸ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μας Κλεάνθους. Ὁ καθεὶς εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὰς κρίνῃ. Τὸ λυπηρὸν εἶνε ὅτι ἔκτοτε ἡ αἴσθησίς μας εἰς τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν ἀνῆλθεν οὔτε μίαν βαθμίδα. Ἀλλ’ ἐπίσης καὶ δι’ ἕνα ἄλλον λόγον.
Ἡ ἔκτασις νὰ ποῦμε τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως τῶν δεδομένων ἑνὸς ρυμοτομικοῦ προβλήματος εἶνε μεγίστη. Δὲν ὁμιλῶ διὰ «πλαστικὰς» ἀρχὰς καὶ δι’ αὐτὸ νομίζω ὅτι ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς κανονισμῶν διεπόντων τὴν ρυμοτόμησιν τῶν πόλεών μας ἀπὸ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως εἶνε μεγαλυτέρα ἢ δι’ ἄλλα ζητήματα καθαρᾶς νὰ ποῦμε πλαστικῆς αἰσθήσεως (ὅπως εἶνε ὁ ρυθμὸς τῆς ἀρχιτεκτονικῆς).
Ἡ μελέτη αὐτὴ δὲν ἐπάσχισε νὰ συστηματοποιήσῃ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα θίγει. Δὲν ἐπέμεινεν ἀκόμη εἰς τὸ νὰ προτείνῃ συγκεκριμένα μέτρα, ποὺ νὰ περιορίζουν ἢ θεραπεύουν τὸ κακόν. Ὑπέδειξε μόνον τὴν ἀνάγκην των, τὴν δυνατότητά των ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην τῆς δικαιωματικῆς διαχειρίσεως τοιούτων ζητημάτων μόνον ἀπὸ τοὺς κεκτημένους πραγματικὰ δικαιώματα πρὸς τοῦτο.
Θεωρῶ ἀναγκαῖον ὅπως μία συστηματικωτέρα ἐργασία ἐπὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν στηριχθῇ ἐπὶ τῆς συνεργασίας πολλῶν. Ὁ σκοπὸς ἐδῶ ἦτο μᾶλλον νὰ ζωγραφισθῇ καὶ νὰ συγκεφαλαιωθῇ μία κατάστασις. Ὅπως εἰς τὴν ζωήν μας ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἡ συγκεφαλαίωσις αὐτὴ δυνατὸν νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς ἕνα βαθύτερον «γνῶθι σ’ αὐτόν».
Εἶνε αὐτὸ προϋπόθεσις ἀναγκαία διὰ τὴν ἐπιδίωξιν τῆς θεραπείας τῶν κακῶς κειμένων.