Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

«Πόλεμος» ΗΠΑ - Κίνας στη Μέση Ανατολή


Η χρόνια αντιπαράθεση Ινδίας – Κίνας φαίνεται τελικά να παίζει το δικό της ρόλο και στη Μέση Ανατολή.


Πριν από αρκετά χρόνια, ερευνώντας μια φαινομενικά καταρρέουσα Κίνα, ο Μάο Τσε Τουνγκ παρατήρησε ψύχραιμα ότι υπήρχε «μεγάλη αταξία κάτω από τους Ουρανούς και η κατάσταση είναι εξαιρετική». Έκτοτε η φράση έμεινε να αναπαράγεται με τη σύντομη εκδοχή της, «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση», και να αποδίδεται ως το σύνθημα μιας επιθετικής πολιτικής σε καιρούς κρίσης.


Με τη φράση του αυτή, ο Μάο ουσιαστικά εννοούσε ότι η εξαφάνιση της παλιάς τάξης πρόσφερε την ευκαιρία να χτιστεί μια νέα. Από πολλές απόψεις, η γεωπολιτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόσμος μας σήμερα, βιώνοντας την πιο δύσκολη -ενδεχομένως- ιστορική στιγμή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του υποτιθέμενου «τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα, τονίζει την άτακτη αποσύνθεση των δεδομένων του χθες. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σχεδόν αμέσως μετά την οικονομική και κοινωνική κρίση που δημιούργησαν στη Δύση τόσο το μεταναστευτικό ζήτημα όσο και η πανδημία, έφερε μια εποχή όπου οι παγκόσμιες ισορροπίες μεταβλήθηκαν.

Ως γνωστόν, οι μεταβολές φέρνουν κενά. Η φύση απεχθάνεται τα κενά, πόσο μάλλον η γεωπολιτική. Αν και ελάχιστοι στις μέρες μας τείνουν να αποκαλούν την κατάσταση εξαιρετική, η Κίνα άδραξε την ευκαιρία να αξιοποιήσει το κενό γεωπολιτικής ισχύος που αναδύθηκε στη Μέση Ανατολή. Ένα κενό που είχε εμφανιστεί με τη σταδιακή απομάκρυνση των ΗΠΑ τα προηγούμενα χρόνια και επιδεινώθηκε, καθώς η Ρωσία αδυνατεί να ισορροπήσει το ενδιαφέρον της για την περιοχή, ενώ ο ρωσοουκρανικός πόλεμος συνεχίζεται. 

Την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες μετατοπίζουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα και τους αμυντικούς πόρους τους προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες απειλές της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την Ταϊβάν, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να ενισχύσουν τις συμμαχίες τους με Ιαπωνία και Ινδία, η Κίνα αυξάνει την πολιτική της επιρροή και παρουσία στη Μέση Ανατολή.  Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας και Ιράν τον περασμένο Μάρτιο, με τη μεσολάβηση της Κίνας, ήταν μόνο η αρχή, δείχνοντας ξεκάθαρα τις επιδιώξεις του Πεκίνου. Ακολούθησε  η αραβοκινεζική επιχειρηματική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Σαουδική Αραβία τον Ιούνιο και είχε ως αποτέλεσμα περισσότερες από 30 επενδυτικές συμφωνίες αξίας άνω των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εξόρυξη, η γεωργία, ο τουρισμός και η τεχνολογία.

Η επιλογή της Κίνας να «εισβάλει» ουσιαστικά στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής επισφραγίστηκε από δύο επισκέψεις, του Παλαιστίνιου ηγέτη Μαχμούντ Αμπάς και του προέδρου της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ.  Η επίσκεψη Αμπάς ήρθε ως αποτέλεσμα της δημόσιας προσφοράς του Πεκίνου να αναλάβει ρυθμιστικό ρόλο στο παλαιστινιακό ζήτημα.  Στον αντίποδα, η επίσκεψη Άσαντ ήταν μια ευκαιρία για τον πρόεδρο της Συρίας να διεκδικήσει πολύτιμες επενδύσεις στο πλαίσιο της ένταξης της χώρας του στο φιλόδοξο κινεζικό πρόγραμμα Belt and Road. 

Από την πλευρά της η Ουάσινγκτον δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη απέναντι σ’ αυτές τις κινήσεις του Πεκίνου, θεωρώντας τον εαυτό της παραδοσιακό ρυθμιστή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι οι ΗΠΑ έχουν ελάχιστο έρεισμα πλέον στη Συρία, η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ενεργοποίησε τις σχέσεις της με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία για να επιτύχει τη «γεωπολιτική ρελάνς» στη περιοχή.  Η Ουάσινγκτον ανέλαβε πρωτοβουλία για τη σύσφιξη των σχέσεων των δυο χωρών, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας νέας Μέσης Ανατολής, αλλά και ως συνέχεια των Συμφωνιών του Αβραάμ του προέδρου Τραμπ. Αν και οι αναφορές για το καθεστώς των συνομιλιών ανάμεσα στις δυο χώρες παραμένουν ασαφείς και συχνά αντικρουόμενες, δύο γεγονότα έρχονται να καταδείξουν τη σοβαρότητα των εξελίξεων: Η συνάντηση Μπάιντεν – Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, ενώ ο πρωθυπουργός του Ισραήλ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, και η θερμή χειραψία Μπάιντεν – Σαλμάν στη Σύνοδο Κορυφής της ομάδας G20 στο Νέο Δελχί.

Από τα δύο αυτά γεγονότα, η χειραψία Μπάιντεν – Σαλμάν, η οποία αντικατέστησε τη γροθιά του προηγούμενου έτους -κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Αμερικανού προέδρου στη Σαουδική Αραβία- κρίνεται ως πιο σημαντική, καθώς ήρθε μαζί με την ανακοίνωση για τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής και Ευρώπης. Λέγεται ότι τον δικό του ρόλο σ’ αυτή τη συμφωνία έπαιξε ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, στενός σύμμαχος και των δύο ηγετών. Επίσης, κρίνεται ως άξιο αναφοράς το γεγονός ότι ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ απουσίαζε για πρώτη φορά από σύνοδο κορυφής της ομάδας G20. Μια απουσία που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως και ιδιαίτερα όχι μόνο για την τροπή των σχέσεων της Κίνας με τις ΗΠΑ, αλλά κυρίως για τη χρόνια αντιπαράθεση Ινδίας – Κίνας, η οποία φαίνεται τελικά να παίζει τον δικό της ρόλο και στη Μέση Ανατολή.

Αν και υπάρχουν πολλά που ακόμη δεν γνωρίζουμε για τον νέο οικονομικό διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης, η εικόνα που βλέπουμε στους χάρτες που δόθηκαν στη δημοσιότητα και παρουσιάζουν τη σύνδεση της Ινδίας με την Ευρώπη μέσω της Μέσης Ανατολής (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) είναι αποκαλυπτική για τη μεταμόρφωση της περιοχής. Επίσης, η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης, το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023, δέκα χρόνια μετά την 7η Σετεμβρίου 2013, όταν ανακοινώθηκε το φιλόδοξο κινεζικό σχέδιο Belt and Road, μόνο τυχαίο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί.

«Το νερό ρέει μόνο για να ρέει έξω», αναφέρει μια παλιά κινέζικη παροιμία, πριν από την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης της Κίνας υπό τον Μάο. Φαίνεται λοιπόν πως στο αυλάκι της Μέσης Ανατολής ρέει αρκετό νερό, από πολλές κατευθύνσεις. Το ερώτημα είναι ποιος από τους νεροκουβαλητές θα προλάβει να χρησιμοποιήσει το αυλάκι.

* Η Γιώτα Χουλιάρα είναι διευθύντρια σύνταξης στο Geopolitics & Daily News -(geopolitics.iisca.eu)