Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Ένα πέτρινο ακρωτήρι

 


«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.


Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά• κανόνας της είναι η δικαιοσύνη….


Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.


Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»



Το παραπάνω, είναι ένα μικρό απόσπασμα από τον μικρό λόγο που εκφώνησε ο μεγάλος ποιητής μας, Γιώργος Σεφέρης, στην Σουηδική Ακαδημία κατά την βράβευσή του στις 10 Δεκεμβρίου του 1963.


Ο πρώτος Έλληνας που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.


Ο Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900.


Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ο πατέρας του ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η δε μητέρα του διακρινόταν για την ευαισθησία και την καλλιέργειά της.




Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, από τότε σε ηλικία 14 χρονών γράφει, αναγκάζει την οικογένεια να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και να μετακομίσει στην Αθήνα όπου το 1917 τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1918 πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική.


Σύντομα στρέφεται ακόμα περισσότερο προς τη λογοτεχνία: «Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα. Καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω»


Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται στο διπλωματικό σώμα. Το Μάιο του 1931 κυκλοφορεί η πρώτη ποιητική του συλλογή «Στροφή», ενώ διορίζεται στο ελληνικό Γενικό Προξενείο του Λονδίνου. Ακολουθούν το 1935 το «Μυθιστόρημα», το 1936 η «Γυμνοπαιδία», το 1940 το «Τετράδιο γυμνασμάτων» και τα «Ημερολόγια καταστρώματος Α», το 1944 τα «Ημερολόγια καταστρώματος Β΄» και το 1947 η «Κίλχη».




Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ζάνου.

Λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας η ζωή του χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετακινήσεις. Έτσι ως ακόλουθος κι αργότερα ως πρέσβης, υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού γεγονός που καθόρισε σημαντικά το έργο του.


Η ποίηση του επηρεάστηκε από τον Έλιοτ, τον Κλωντέλ, το Βαλερί και τον Πάουντ. Το γεγονός όμως που τον σφραγίζει ανεξίτηλα είναι η εθνική καταστροφή του 1922 και ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού.


Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και η φήμη του ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά στη μικρή πατρίδα είναι σχεδόν άγνωστο το έργο του.




«Το 1963 ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ» γράφει ο Νίκος Καρύδης στο προσωπικό του ημερολόγιο. «Τη μέρα εκείνη έτρεξα στο σπίτι της οδού Άγρας με μια αγκαλιά κουμαριές. Όταν μπήκα μέσα με πιάσανε τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση.


Ο Σεφέρης ήτανε ήρεμος και η Μαρώ έλαμπε ολόκληρη. Ήμαστε λίγοι φίλοι κι ένα-δυο φωτογράφοι εφημερίδων. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα και φωτογραφίες με την είδηση. Κάναμε βιτρίνα στον Ίκαρο με τα βιβλία του και φωτογραφίες του και ο κόσμος στεκόταν και αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο Σεφέρης και κάμποσοι έλεγαν ότι είναι αυτός που γράφει τα λόγια στα τραγούδια του Θεοδωράκη.


Η κυβέρνηση που υπήρχε ήταν υπηρεσιακή και τηλεόραση δεν υπήρχε. Ο κόσμος πολύ λίγο ενδιαφέρθηκε και η πώληση των βιβλίων των ποιημάτων του ήταν μέτρια.


Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο.


Όταν γύρισε, στο αεροδρόμιο δεν ήρθε κανείς επίσημος να τον υποδεχθεί. Αυτόν τον άνθρωπο που έφερνε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το Νόμπελ. Τον περιμέναμε, οι δυο κόρες της Μαρώς και εγώ. Κανένας άλλος.»




Στην Ελλάδα, συνηθίζεται, η αναγνώριση να έρχεται πάντα καθυστερημένη και οι τιμές μετά θάνατον.


Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό η «διακήρυξη» του εναντίον της δικτατορίας και του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή καθώς και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του.


Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 μετά από εγχείρηση στο δωδεκαδάκτυλο, φεύγει από τη ζωή.


Η θριαμβευτική υποδοχή του Σεφέρη γίνεται οκτώ χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σουηδία. Το απόγευμα της κηδείας του (22 Σεπτεμβρίου 1971) αυτόκλητος, σύσσωμος ο ελληνικός λαός υποδέχεται τον ποιητή του, ενώ ο ίδιος είχε αναχωρήσει δυό μέρες πρίν. (απόσπασμα από το άρθρο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στην εφημερίδα το βήμα 26/10/2013).


Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος ποιητής της γενιάς του 30, ακολουθεί ο Ελύτης, που συγκλόνισε συθέμελα το οικοδόμημα του ελληνικού ποιητικού λόγου ανοίγοντας νέους αχαρτογράφητους δρόμους.




Το Men Exclusive σου παρουσιάζει 10 λόγια σοφίας από τον μεγάλο μας ποιητή που θα πρέπει να γίνουν “οδηγός” στη ζωή σου:

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.

Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.

Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι…

Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.

Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.

[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.

Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.

Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.