Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

«Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;»

 

Protest in Islamabad

Ακούγοντας κάποιος τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή εκ πρώτης όψεως ίσως του γεννηθεί ο θαυμασμός για το περπάτημα του Χριστού στα κύματα. Αυτό το θαύμα που ο Χριστός επιτέλεσε μπροστά στους μαθητές Του. Εξωτερικά μπορεί να φαίνεται απλώς ως ένα υπερφυσικό γεγονός και κάποιος μπορεί εύκολα να δει την «απιστία» του Πέτρου προς τη σωτηρία του Χριστού και γι’ αυτό ριψοκινδύνεψε τη ζωή του. Είναι, λοιπόν, η πίστη μια εξασφάλιση της ασφάλειάς μας; Της σωτηρίας μας; Ή μήπως αυτή η απιστία του Πέτρου –που είναι έλλειψη της εμπιστοσύνης στην αγάπη του Χριστού– είναι που μας συνθλίβει και μας βουλιάζει;

 

 

Αφ’ ενός λοιπόν οι μαθητές βλέπουν τον Χριστό να περπατά στα κύματα, αδυνατώντας στην αρχή να κατανοήσουν αν ήταν πραγματικά εκείνος, και αφ’ ετέρου ο Πέτρος επιθυμεί να συναντήσει τον Διδάσκαλό του σε αυτήν την υπέρβαση των νόμων της φύσεως.

Ο Χριστός από την άλλη τον καλεί. Αυτό το κάλεσμα του Χριστού μάς παραπέμπει στη σχέση αγάπης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, η οποία, επειδή είναι σχέση αγάπης, «νενίκηνται της φύσεως οι όροι». Η σχέση αυτή που χωρίς την ελευθερία του ανθρώπου, την ελευθερία του να θέλει να οικοδομήσει δεν γίνεται. Δεν είναι, δηλαδή, μια αναγκαστική σχέση. Ο άνθρωπος, με τη στροφή του προς τον Θεό, με την αναζήτηση του Θεού, γνωρίζει την αγάπη Του που ξεπερνά κάθε κτιστά όρια. Γίνεται, δηλαδή, όντως ελεύθερος.

Έτσι λοιπόν, όπως ο Πέτρος θέλησε να συναντήσει τον Χριστό, έτσι και ο Χριστός τον καλεί. Εκεί όμως που ο Πέτρος προσεγγίζει τον Χριστό, αναφέρει η περικοπή: «Βλέπων δε τον άνεµον εφοβήθη και αρξάµενος καταποντίζεσθαι έκραξεν λέγων, Κύριε, σώσον µε». Για να πάρει την απάντηση του Χριστού αφού τον σώζει πιάνοντάς τον απ’ το χέρι: «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» Είναι εδώ λοιπόν που η σχέση αγάπης καταλύεται: Όταν χάνεται αυτή η εμπιστοσύνη της αγαπητικής σχέσης. Όταν ο Πέτρος, φοβούμενος εξωτερικούς παράγοντες που δεν έχουν σχέση με το κάλεσμα του Χριστού στο κύμα, φοβούμενος μην πέσει στη θάλασσα και πνιγεί, χάνει την εμπιστοσύνη του στον Χριστό και επανέρχεται στην «κτιστή» του κατάσταση. Στην κατάσταση του να υπάρχεις ατομικά και όχι ως σχέση με το άλλο πρόσωπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον ίδιο τον Θεό.

Είναι πραγματικά φοβερό πως σε 200 περίπου λέξεις αυτή η περικοπή έχει να μας δείξει τόσα πολλά. Μας δείχνει αρχικά την ελευθερία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον Θεό, να εισέλθει δηλαδή στην αγάπη του Θεού, και έπειτα αυτήν την εμπιστοσύνη αγάπης –εξόδου δηλαδή του ανθρώπου από τις φυσικές του αναγκαιότητες– να χάνεται, γιατί ο άνθρωπος «ολιγοπίστησε», δηλαδή έχασε αυτήν ακριβώς την εμπιστοσύνη.

Είναι εδώ, λοιπόν, που αποκτά και νόημα η εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα χριστοκεντρικό σώμα σχέσεων των ανθρώπων. Εάν κάποιος άνθρωπος χάσει την εμπιστοσύνη του στο «σώμα» του Χριστού, τότε υποπίπτει στη θρησκεία, με λίγα λόγια θεωρεί τον εαυτό του άξιο να λυτρωθεί αφού τηρεί τις εντολές του Θεού. Όμως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την αγαπητική σχέση όταν μας καλεί ο Χριστός να εισέλθουμε πάνω στα κύματα. Αυτό χάνεται γιατί ακριβώς φοβόμαστε τα κύματα, το ρίσκο δηλαδή να μη χάσουμε την ακεραιότητά μας. Γεννιέται η ιδιοτέλεια και γεμίζουμε τον εαυτό μας με κουτάκια στα οποία βάζουμε συνεχώς καλές πράξεις και τήρηση εξωτερικών εντολών.

Ο Θεός, κατά την εκκλησία, επειδή είναι «πρόσωπο», ένας τρόπος υπάρχει για να τον γνωρίσει ο άνθρωπος: με την αγάπη. Αλλιώς, αυτό το «πρόσωπο» δεν υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει.

Σιλουανός Νικολάου

Ιδεολογιών Αμφισβήτησις