Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Κατάγομαι από την Αμμόχωστο

 

204389304af0086295ed30270cb98480

Μεγάλωσα σε έναν προσφυγικό συνοικισμό στη Λάρνακα, ο πατέρας πρόσφυγας από την Κώμα του Γιαλού και η μητέρα από την Αμμόχωστο. Σέβομαι και αγαπώ ιδιαίτερα την πόλη που με μεγάλωσε, αλλά ποτέ δεν θα αποτελέσει τον τόπο καταγωγής μου. Κατάγομαι από την Αμμόχωστο.

 

 

«Γεννηθήκαμε πρόσφυγες» και χαίρομαι πραγματικά όταν ακούω συνομήλικούς μου να απαντούν στον οποιονδήποτε ότι κατάγονται από ένα χωρίο ή μια πόλη που είναι κατεχόμενη. Αυτό αποτελεί και την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του άρθρου.

Πίνοντας, λοιπόν, τον καφέ μου σε ένα από τα μικρά καφενεία της πρωτεύουσας, άκουσα χωρίς να το θέλω μια μικρή συζήτηση μεταξύ ενός νέου και ενός επιχειρηματία γύρω στα εξήντα.

― Από πού είσαι; ρωτά ο επιχειρηματίας τον νεαρό.

― Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρνακα, του απαντά χωρίς καμιά σκέψη.

― Είσαι σκαλιώτικο δηλαδή;

― Όχι, κατάγομαι από την Αμμόχωστο.

― Πόσο χρονών είσαι;

― Είκοσι επτά, του απαντά ο νεαρός.

― Την Αμμόχωστο έχει σαράντα τρία χρόνια που την έπιασαν οι Τούρκοι.

Άλλο δεν άντεξα, άφησα τον καφέ μου και ξεκίνησα να περιφέρομαι στα στενά δρομάκια της παλιάς Λευκωσίας, χωρίς να μπορώ να βγάλω από το μυαλό τις τελευταίες λέξεις του επιχειρηματία. Τι ήθελε, δηλαδή, να ακούσει από τον νεαρό; Και στην τελική ποιο είναι το βαθύτερο νόημα που ήθελε να περάσει από την τοποθέτησή του;

Τον νεαρό τον γνώριζα καλά, μεγαλώσαμε μαζί, στον ίδιο δρόμο, μαζί ήμασταν και στον στρατό, τον βρήκα λίγες μέρες μετά. Με το που με είδε, με ρώτησε: «Τον άκουσες προχθές τι μου είπε;» Έσκυψα το κεφάλι, τι να του πω; «Ήμουν στην Λάρνακα χθες και το είπα στον πατέρα μου», συνέχισε. «Και αυτός μου είπε με ύφος σοβαρό: “Έπρεπεν να του πεις 143 να περάσουν, που τζειαμαί εν’ να ’μαστεν”». Τα λόγια του μάστρε Αντρέα ήρθαν στα μάτια μου σαν  βαριές δωρικές κολώνες που αντιστέκονται ακόμα και κρατάνε την αξιοπρέπεια σε τούτον τον τόπο. Ο πατέρας του φίλου μάς θύμισε ξανά το χρέος, όπως το διαβάσαμε στην Ασκητική του Καζαντζάκη και το ξεχάσαμε. Και ένιωσα ντροπή, ντροπή γιατί δεν υψώσαμε όσο έπρεπε το ανάστημά μας για να σταματήσουμε αυτήν την αλλοτρίωση που είναι διάχυτη στην κοινωνία μας.

Γεννηθήκαμε μακριά από την πόλη μας, γεννηθήκαμε αλλού, όχι στα σπίτια μας, καμιά γη δεν μπορέσαμε να τη φιλήσουμε σαν γη μας. «Γεννηθήκαμε πρόσφυγες», δεν έφεραν τίποτε από τη γη μας οι παππούδες μας, ούτε γιασεμί ούτε κυκλάμινο ούτε τον σταυρό τους ούτε οποιοδήποτε οικογενειακό κειμήλιο. Το μόνο που έφεραν, και αυτό αποτελεί τη μόνη κληρονομία μας, είναι τη μνήμη. Τη μνήμη του τόπου μας. Κατάγομαι από την Αμμόχωστο, δεν την είδα, δεν την έζησα, τελώ όμως εν οδύνη το ιερό καθήκον προς τους προγόνους μου να κρατήσω τη μνήμη της ζωντανή.

Σταύρος «Ππούνιος» Ζαχαρία

Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό