Ήταν μεγάλη υπόθεση για ένα λαό σαν τον κυπριακό, να είναι μέρος του αντιαποικιακού ξεσηκωμού, που άρχισε να προκαλεί προβλήματα στις αυτοκρατορίες εκείνα τα χρόνια. Η Βρετανική βρέθηκε απέναντι σε ανοιχτά μέτωπα στην Κένυα, στην Ινδία, στην Ιρλανδία και αλλού κι αυτό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμμαχία εναντίον του φασισμού-ναζισμού. Λίγα χρόνια μετά που τόσο οι ιθαγενείς στην Κένυα όσο και οι Ινδοί, οι Σκωτσέζοι και φυσικά οι Κύπριοι, στελέχωσαν τον βρετανικό στρατό για τον μεγάλο αγώνα της ανθρωπότητας, είχε τελειώσει η αντοχή των λαών που τους αφαίμαζε η αποικιοκρατία. Και όχι μόνο στις βρετανικές αποικίες.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν μεγάλη υπόθεση. Ήταν η προσφορά του κυπριακού Ελληνισμού στο παγκόσμιο αντιαποικιακό κίνημα, στο οποίο απέκτησε –με το ξέσπασμα της 1ης Απριλίου– ηγετική θέση. Το αντάρτικο εκείνο, που βασάνισε την κραταιά βρετανική αυτοκρατορία για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, δεν μπορεί να μην αποτελεί κεντρικό κεφάλαιο στην ιστορία των λαών που αντιστέκονται, πόσω μάλλον για τον ίδιο τον Ελληνισμό. Η ΕΟΚΑ δεν ήταν πρόσκαιρο ξέσπασμα, η φαεινή ιδέα του Διγενή για να μείνει στην ιστορία, το μέσο του Μακαρίου για την παντοτινή εξουσία. Η ΕΟΚΑ ήταν η εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης, η έκφραση των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης στη μικρή Κύπρο, στο μεταίχμιο ανατολής και δύσης, ήταν η φωνή ενός λαού που δεν του χαρίστηκε ποτέ κανένας, η προσφορά του Ελληνισμού στην κοσμοϊστορική αλλαγή της αντιαποικιακής έκρηξης.
Η κινητοποίηση δεν ήταν εύκολη. Η Λευκωσία δεν ήταν Παρίσι, με βιβλιοθήκες, αμφιθέατρα, θέατρα, συζητήσεις, φιλοσόφους, συνδικαλιστές, ακαδημαϊκούς, διανοούμενους, δεν ήταν καν Αθήνα. Η Λευκωσία ήταν μια μικρή πόλη σε κάποιο ξερονήσι της Μεσογείου, τίποτα δεν αναπτυσσόταν εδώ, εκτός από τον πόθο ενός λαού για την ελευθερία του. Πώς θα πείθονταν οι αγρότες να πάρουν τα όπλα, απέναντι στους παντοδύναμους Εγγλέζους, που αγνόησαν το Ενωτικό Δημοψήφισμα και αθέτησαν την υπόσχεση για παραχώρηση της λευτεριάς της Κύπρου; Πώς θα πείθονταν οι εργάτες να αμφισβητήσουν τους μαστόρους τους, που μια χαρά συζητούσαν με τους Εγγλέζους εμπόρους; Πώς θα πείθονταν οι γυναίκες, που η μοναδική επαναστατική πράξη που «διέπραξαν» ώς τότε, ήταν η υπογραφή στο δημοψήφισμα της Εθναρχίας και του ΑΚΕΛ;
Και όμως, δεν το σκέφτηκαν δυο και τρεις φορές όταν τους ζητήθηκε να απαντήσουν με έργα στην πρόσκληση της ιστορίας, έστω κι αν γνώριζαν πως ο αγώνας θα ήταν σκληρός. Μπήκαν στη φωτιά κουβαλώντας –εν αγνοία τους– ένα πανανθρώπινο μανιφέστο εναντίον της αποικιοκρατίας. Ούτε τους ένοιαξε ποιος ήταν αυτός που τους καλούσε στον αγώνα, δεν είχαν καιρό για φλυαρίες, μες στο χαμό του νέου κόσμου που συντίθετο σε όλες τις άλλες χώρες. Ούτε σκέφτηκαν τι θα πουν οι υστερινοί, οι αναλυτές και οι λασπολόγοι, οι εκφραστές του αποικιοκρατικού αφηγήματος. Έκαναν κτήμα τα τέσσερα γράμματα της ΕΟΚΑ και έσπευσαν να πολεμήσουν για την Ελλάδα, την Ένωση, την Ελευθερία. Απορρόφησαν τις ιδέες του Εικοσιένα, θυμήθηκαν τους εθελοντές, τα Οκτωβριανά, τον αντιφασιστικό αγώνα του Σαράντα, το Δημοψήφισμα και δεν παραχώρησαν σε κανέναν το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση, για εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Δεν θα περίμεναν τους Εγγλέζους, τη βασίλισσα, το Λονδίνο, που ακόμα αφαιμάζουν τις πρώην (και νυν) αποικίες τους. Και έτσι χάρισαν στον κυπριακό Ελληνισμό, την πιο όμορφη ιστορία του. Είμαστε όλοι παιδιά της ΕΟΚΑ.
του Αλέκου Μιχαηλίδη