Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ κάθε Ἅγιος ἀνήκει σ᾿ ὁλόκληρη τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν τόπο πού γεννήθηκε ἤ καί δραστηριοποιήθηκε. Μπορεῖ ἕνας Ἅγιος νά μήν εἶναι καί τόσο γνωστός κάπου. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εὐλογεῖ καί δέν προστατεύει τούς πιστούς ἐκείνου τοῦ τόπου. Πολλές φορές ἐμφανίζεται καί κάνει θαύματα ἐκεῖ, ἀποκαλύπτοντας στοιχεῖα ἀπό τή ζωή του γιά τήν πνευματική ἐνίσχυση τοῦ εὑρύτερου κοινοῦ. Εἶναι ὅμως πολύ πιό αἰσθητή ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου στά μέρη πού εὐλογήθηκαν ἀπό τό πέρασμά του ἐν ζωῇ ἤ ἀπό τό πέρασμα τῶν Λειψάνων του, μετά τήν κοίμηση Αὐτοῦ. Μία τέτοια περίπτωση εἶναι τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς τῆς Ἐπιβατηνῆς. Ἀπό τόν Βίο της βλέπουμε ὅτι ὅταν ζοῦσε διέσχισε τήν χριστιανική γῆ ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη μέχρι τούς Ἁγίους Τόπους, καί μετά τόν θάνατο εὐλόγησε τά Βαλκάνια διά μέσου τῶν Λειψάνων Αὐτῆς. Γι᾿ αὐτό, θεωρῶ ὅτι μπορεῖ εὐστόχως νά ὀνομαστῆ «Ὁσία Παρασκευή τῶν Βαλκανίων».
Ἡ Ὁσία Παρασκευή ἡ Ἐπιβατηνή (14 Ὀκτωβρίου) γεννήθηκε στούς Ἐπιβάτες Ἀνατολικῆς Θράκης (σημερινή Selimpasa), περίπου 40 χλμ. δυτικά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Γνωρίζουμε ἀκόμα δύο ὀνόματα ἀπό τήν οἰκογένειά της. Ὁ πατέρας της λεγόταν Νικήτας. Ὁ ἀδελφός της Εὐθύμιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Μαδύτου. Γιά τήν χρονολογία γεννήσεως οἱ ἀπόψεις διαφέρουν. Τοποθετεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος μέχρι τό πρῶτο μισό τοῦ 12ου αἰῶνος.
Ἡ Ὁσία μεγάλωσε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Στήν ἡλικία 10 χρονῶν μία Εὐαγγελική περικοπή (Μᾶρκος 8,34) πού ἄκουσε στήν Ἐκκλησία, τήν κάνει νά προσφέρη συστηματικά ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς, πρᾶγμα πού θά τῆς γίνη βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα, ἄν καί γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίζη τίς ἀπαγορεύσεις τῆς μητέρας της.
Ὁ πόθος γιά ἀσκητική ζωή τήν κάνει νά ἐγκαταλείψη κρυφά τό σπίτι καί νά ξεκινήση μία μακρινή περιοδεία. Ἐπισκέπτεται τήν Κωνσταντινούπολη ὅπου προσκυνεῖ τά πολλά Λείψανα πού φυλάσσονταν στούς ναούς της καί συμβουλεύεται τούς πιό γνωστούς Γεροντάδες. Μετά, πηγαίνει στήν Χαλκηδόνα (σημερινή Kadikoy) γιά νά προσκυνήση τά Λείψανα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας. Ἑπόμενη στάση εἶναι ἡ Ἡράκλεια τοῦ Πόντου (σημερινή Eregni) ὅπου ἡ Ὁσία θά ὑπηρετήση γιά πέντε χρόνια σ᾿ ἕνα ναό τῆς Παναγίας μέ κάθε εἴδους ἀσκήσεις. Ἀπό δῶ φεύγει στήν Ἱερουσαλήμ καί ἀφοῦ προσκυνεῖ ὅλα τά προσκυνήματα τῆς Ἱερᾶς Πόλης ἐγκαθίσταται σ᾿ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τήν ἀναγγέλλει νά γυρίση στήν πατρίδα της ὅπου θά ἔφευγε στήν αἰώνια ζωή, στόν ἀγαπημένο της Νυμφίο.
Στόν γυρισμό ἐπισκέπτεται δεύτερη φορά τήν Κωνσταντινούπολη καί μετά ἐγκαθίσταται στήν Καλλικράτεια (σημερινή Mimar Sinan), μία κωμόπολη πού βρισκόταν μόλις 17 χλμ. ἀπό τή γενέτειρά της, τούς Ἐπιβάτες. Ἀφοῦ ὑπηρετεῖ δύο χρόνια στό ναό τῶν 12 Ἀποστόλων, ἀναπαύεται στήν ἡλικία 27 χρονῶν καί ἐνταφιάζεται σάν ξένη κοντά στή θάλασσα. Ὁ Θεός ὅμως ἤθελε νά δοξάση τήν πιστή δούλη Του. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἐνταφιάστηκε κοντά της τό πτῶμα ἑνός ναύτη. Ἡ Ὁσία ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο σέ δύο εὐλαβεῖς ἀνθρώπους καί τούς προέτρεπε νά ξεχωρίζουν τά Λείψανά της ἀπό τό πτῶμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ ναύτη. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔγινε γνωστή ὅλη ἡ ζωή τῆς Ὁσίας. Τά Λείψανά της μεταφέρθηκαν μέ πομπή στό ναό τῆς Καλλικράτειας ὅπου ξεκίνησαν νά κάνουν πάρα πολλά θαύματα.
Ἀργότερα ὅμως οἱ ἱστορικές συνθῆκες ἔκαναν τά Λείψανα νά μεταφέρονται σέ διάφορα μέρη. Κατόπιν διαπραγματεύσεων τοῦ Τσάρου Ἰωάννου Ἀσᾶν ΙΙ, βρέθηκαν στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας μεταξύ περίπου 1230 καί 1393. Στή συνέχεια, οἱ Τοῦρκοι θά εἶναι ἡ αἰτία ἄλλων περιοδειῶν τῶν Λειψάνων. Γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τους, μεταφέρθηκαν γιά πέντε χρόνια στή Βουλγαρική πόλη Βυδύνιο, κοντά στόν ποταμό Δούναβη. Ἡ ἑπόμενη πορεία θά εἶναι στό Βελιγράδι τῆς Σερβίας, μέχρι τό 1521, καί μετά στήν Κωνσταντινούπολη γιά 120 χρόνια. Ἐδῶ μεταφέρθηκαν σέ διάφορους ναούς: Παμμακάριστο, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ξυλόπορτας καί τελικά στό σημερινό Πατριαρχεικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στόν τελευταῖο ναό φυλάσσονται καί τώρα τρία Λείψανα: Τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, τῆς Ἁγίας Σολομωνῆς καί τῆς Ἁγίας Θεοφανοῦς, πρώτης συζύγου τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ.
Τό 1641, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χάρισε τά Λείψανα τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς στόν ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας, Βασίλειο Λούπου, ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιά τήν ἐπανειλημμένη οἰκονομική βοήθειά του. Ἀπό τότε φυλάσσονται στό Ἰάσιο καί προστατεύουν τόσο τούς ὁμόδοξους Ρουμάνους ὅσο καί ὅλους τούς προσκυνητές πού ἀνατρέχουν στή χάρη Της. Ἡ προκήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως πού ἔκανε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης στήν αὐλή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Ἰασίου στίς 23 Φεβρουαρίου 1821 ἔγινε μετά τήν προσκύνηση στά Λείψανα τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς πού φιλοξενοῦνταν ἐκεῖ.
Τό 1888 τά Λείψανα σώθηκαν μέ θαυμαστό τρόπο ἀπό μία μεγάλη πυρκαγιά. Μεταφέρθηκαν ἀμέσως στό καινούργιο Καθεδρικό ναό τοῦ Ἰασίου, τό μεγαλύτερο τῆς χώρας. Μέχρι σήμερα ἡ γιορτή τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς ἀποτελεῖ τό πιό γνωστό καί μεγάλο πανηγύρι τῆς Ρουμανίας. Εἰδικοί πού ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, διαπίστωσαν ὅτι πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πανηγύρια τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη τόν ἀριθμό τῶν προσκυνητῶν πού πᾶνε στό Ἰάσιο ἀπό ὅλη τή χώρα καί ἀπό τό ἐξωτερικό, καθώς καί τίς θρησκευτικές καί πολιτιστικές ἐκδηλώσεις πού γίνονται μέ τήν εὐκαιρία τοῦ πανηγυριοῦ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σειρά τῶν πιστῶν πού ἐπιθυμοῦν νά προσκυνήσουν τά ἱερά Λείψανα ἐπεκτείνεται καί 3-4 χλμ, καί ὅτι αὐτοί περιμένουν μέ ὑπομονή ἕως καί 30 ὧρες καί παραπάνω. Κατά τή διάρκεια τοῦ πανηγυριοῦ, ὅλη ἡ πόλη ζωντανεύει μέ μοναδικό τρόπο. Πέρα ἀπό τήν προσπάθεια τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τῶν ἐνοριῶν τῆς πόλης νά ἐξασφαλίσουν τίς πνευματικές ἀλλά καί τίς ὑλικές ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν (χιλιάδες πακέτα μέ φαγητό, ζεστά τσάγια κ.τ.λ.), γίνεται μεγάλος ἀγῶνας καί ἐκ μέρους πολλῶν ἄλλων φορέων πού βοηθᾶνε ὁ καθένας μέ τόν δικό του τρόπο. Ὁ Δῆμος Ἰασίου, ὁ Στρατός, ἡ Ἀστυνομία, τά Νοσοκομεῖα, ἡ Πυροσβεστική βάζουν στή διάθεση τῆς Ἐκκλησίας ἑκατοντάδες ὑπαλλήλους γιά νά πραγματοποιηθῆ μέ τίς καλύτερες συνθῆκες τό πέρασμα τῶν 1,5 ἑκατομμυρίων προσκυνητῶν πού βρίσκουν τήν μόνη αἰτία τῆς παρουσίας τους στό Ἰάσιο ἐκεῖνες τίς μέρες τήν Ὁσία Παρασκευή πού εὐλαβοῦνται πολύ βαθειά.
Ἡ Ὁσία Παρασκευή καί ἡ Ἑλλάδα
Γιά νά διατηρήση καί νά ἐμπλουτίση τήν κοινή ἱστορία καί τήν πνευματική κοινωνία τῶν Βαλκανικῶν λαῶν, ἡ Ἱερά Μητρόπολη Μολδαβίας καί Μπουκοβίνας μέ ἕδρα τό Ἰάσιο προσκαλεῖ συστηματικά στό πανηγύρι τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς ἐκπροσώπους τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν Ἐκκλησιῶν πού συσχετίζονται μέ τήν ἀναφερόμενη Ἁγία προστάτιδα.
Ἡ σχέση μεταξύ τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτήρα. Τά Λείψανά της δέν πέρασαν ἀπό δῶ, ἀλλά ἡ μνήμη της εἶναι πολύ ζωντανή σέ διάφορα Ἑλληνικά μέρη. Πρόκειται γιά τρεῖς ἐνορίες πού τήν ἔχουν προστάτιδα. Μέ τήν Ἀνταλλαγή τοῦ πληθυσμοῦ, οἱ πρόσφυγες ἀπό τούς Ἐπιβάτες ἵδρυσαν ἕνα καινούργιο χωριό κοντά στή Θεσσαλονίκη, τούς Νέους Ἐπιβάτες, ἐνῶ μερικοί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πτολεμαΐδα. Ἀπό τήν Καλλικράτεια ἵδρυσαν τή Νέα Καλλικράτεια στή Χαλκιδική. Σ᾿ αὐτά τά μέρη ὑπάρχουν ἱερά Κειμήλια ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη πού μαρτυροῦν, μαζί μέ τούς λίγους ἡλικιωμένους ἐπιζῶντες, γιά τή δόξα τοῦ παρελθόντος.
Ἄλλο χαρακτηριστικό στοιχεῖο εἶναι ἡ μεταφορά διαφόρων Λειψάνων ἀπό τήν Ἑλλάδα στό Ἰάσιο μέ τήν εὐκαιρία τοῦ Πανηγυριοῦ τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά: Τό 1996 –Λείψανα τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου ἀπό τήν Πάτρα, τό 2000 –Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἀπό τή Λειβαδιά, τό 2001 –ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας ἀπό τήν Ι.Μ. Κάτω Ξενιά Βόλου, τό 2003 –Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἀπό τή Θεσσαλονίκη, τό 2005 –τεμάχιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Παναγία Σουμελᾶ, τό 2006 –Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀπό τήν Αἴγινα, τό 2007 –Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τήν Ι.Μ. Βαρλαάμ, Μετέωρα, τό 2008 –Λείψανα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν Ι.Μ. Παναγία Δοβρᾶ, Βέροια, τό 2010 –Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπό τήν Ι.Μ. Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὅρος.
Ὅλα αὐτά στό Ἰάσιο. Στήν Ὁσία Παρασκευή. Στήν νεαρή Ἑλληνίδα πού χάρη στήν ἁγνή καί ἀσκητική ζωή της συνέβαλε γιά 1000 περίπου χρόνια στήν φανέρωση τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ πού ἀνυψώνει τόν πένητα, δίνοντάς του τό δῶρο τῆς ἀφθαρσίας, τῆς θαυματουργίας καί τῆς παρακλήσεως. Ἔτσι ἐξηγοῦνται τά ἀναρίθμητα θαύματα πού ἔχουν γίνει καί συνεχίζουν νά γίνονται κοντά στά ἄφθαρτα Λείψανά της. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἐπίσης ἡ διαχρονική εὐλάβεια τῶν προσκυνητῶν Της πού καλλιεργεῖται καί αὐξάνεται συνεχῶς πρός δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του.
Ἱκετεύω ταπεινά τήν Ὁσία Παρασκευή τήν Ἐπιβατηνή νά ἑνώνη καί πάλι πνευματικά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους λαούς τῶν Βαλκανίων γιά νά ἀντιμετωπίζουν, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τούς δύσκολους καιρούς πού διασχίζουμε.
Πρωτοπρεσβύτερου Πέτρου Σιντορεάκ