Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Γιώργος Μοράρης: Απλώς μετακόμισε στους στίχους του


ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ*

Όταν το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας

τα όρια των εποχών

καταστρέφονται απεριόριστα


.

Ανάπηροι πενθούν ένα χέρι.

Το σήκωναν και το δόρυ χάραζε

στον εχθρικό θώρακα

τη μαρτυρία της τόλμης τους.

Άλλοι δώσανε στον τάφο

τα τέσσερά τους άκρα.

και μεταφέρουν

τον υπόλοιπο εαυτό τους

σ᾿ αυτό που απέμεινε:

ανθρώπινοι κορμοί

επιμένοντας να αναβλύζει δυνατότερο

το ρέμα της ζωής.

Πέρα από την ανέξοδη ανυπαρξία.

που χαρίζει τον θεϊκό της ύπνο

στην άνιση µάχη

ο πολυέξοδος θάνατος.

Δεν υπάρχουν σύνορα,

ανάμεσα στον Άρη και στο έγκλημα

και δεν ξεχωρίζουν την αθωότητα

από το κρίμα.

Ξετύλιξαν την αλυσίδα

που δεν έχει τελευταίο κρίκο.

*Γιώργος Μοράρης, ποιητική συλλογή Ροσμαρίνος, εκδόσεις Καστανιώτη.

Για τον ποιητή Γιώργο Μοράρη (1946-2022), που χάσαμε στις 5 Οκτωβρίου 2022.

«Ο ποιητής», έγραψε ο Κώστας Μόντης, «δεν πέθανε, απλώς μετακόμισε στους στίχους του». 

Στην περίπτωση του Γιώργου Μοράρη, Κύπριου, όπως και ο Μόντης, που πέθανε πριν από λίγες μέρες, είναι ο θάνατός του, η ευκαιρία, πολλών από μας να τον γνωρίσουμε επιτέλους. Το ότι πρόκειται για σημαντικό ποιητή το πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, η βράβευση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής («Άνθη ράμνου») με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου και της τρίτης ποιητικής του συλλογής «Ροσμαρίνος» από την Ακαδημία Αθηνών το 2008. Ο Γιώργος Μοράρης βραβεύτηκε ξανά από την Ακαδημία Αθηνών για την εμπεριστατωμένη μελέτη του για τον μεγάλο Κύπριο ποιητή, τον Βασίλη Μιχαηλίδη («Μια διπλή απόκλιση της κυπριακής διαλέκτου και του ποιητικού λόγου. Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917)», (Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016). Η υποδοχή του έργου του στην Ευρώπη υπήρξε μάλλον διπρόσωπη, από τη μία επαινετική κι από την άλλη υποκριτική και άδικη: θριαμβευτική για τον λυρισμό του όταν η βελγική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε ποιήματά του σε ειδικό τόμο με τίτλο: «Borders», εχθρική για την καταγγελία της τουρκικής εισβολής σε σημείο να του επιβληθεί το 2013 λογοκρισία για το ποίημά του «Νιόβη ’74» (από τη συλλογή: «Το ποίημα-πορτρέτο»). 

Την αξία του τη φανερώνει επίσης ο τρόπος με τον οποίο τον ξεπροβοδίζουν ομότεχνοί του και νεοελληνιστές καθηγητές. Μεταξύ αυτών, ο στενός του φίλος Γιώργος Χαριτωνίδης γράφει ότι στα τελευταία του δεν έβλεπε καλά κι ότι του υπαγόρευε τηλεφωνικά τα ποιήματά του καθώς έγραψε ποίηση όπως ανέπνεε,  «κυριολεκτικά ανάπνεε και ζούσε με ποίηση» και δεν άντεχε που δεν μπορούσε να τα δει στο χαρτί και να τα διορθώσει. «Με αυτό τον τρόπο», μας πληροφορεί ο Χαριτωνίδης είναι γραμμένη η τελευταία του συλλογή, με τα περισσότερα ποιήματά του να έχουν θεματική την Κύπρο και την τραγωδία της. Έχει τίτλο «Σφίγγες και Χίμαιρες» Χάσαμε ένα πολύ μεγάλο ποιητή». Σύμφωνα με μαρτυρία του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Παντελή Βουτουρή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αυτός ο τόσο αυστηρός και συχνά άδικος, στις κρίσεις του ποιητής, εξέφραζε τον θαυμασμό του για την ποίηση του Μοράρη. Ο λογοτέχνης Κώστας Χατζηαντωνίου τον χαρακτηρίζει «σπουδαίο σύγχρονο ποιητή» και μοιράζεται μαζί μας το τελευταίο του ποίημα που δεν πρόλαβε να εκδώσει. Ένα φιλολογικό μνημόσυνο είναι το λιγότερο που του οφείλουμε όσοι αγαπάμε τα γράμματα, την τέχνη και την Ελλάδα, έννοιες ταυτόσημες, μια και από τους επίσημους φορείς, πλην της γενέτειρας του, του Δήμου Λεμεσού, που θα τον τιμήσει σε ειδική εκδήλωση, δεν περιμένουμε και πολλά πράγματα. Καλή αντάμωση στους στίχους σου, Γιώργο!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Γιώργου Μοράρη

Η κατοικία συλήθηκε στην οδό Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου

και το πιάνο με την μακριά ουρά που ενορχήστρωνε την ποίηση

είχε κλειδί το ανοιχτήρι της ψυχή.

Μια υψίφωνος με τα βελούδινα περάσματα της

από νότα σε νότα φώτιζε το γιασεμί στη είσοδο.

Εγκαταλειμμένο τώρα όσο μαραίνεται

φίλντισι γίνεται άνθος των θεών.

Η τελευταία κάτοικος

κατευθύνθηκε στο σφυγμό του λιμανιού

που ο κόσμος αναχωρούσε

για τη μεγάλη χωρίς επιστροφή φυγή.

Με το δεξί της χέρι σαν να ήταν στα μαύρα πλήκτρα

από την άμπωτη στην παλίρροια

γρήγοροι ρυθμοί για την χορογραφία των κυμάτων

πέταξε το κλειδί του σπιτιού της στο βυθό

και τα νερά κλειδώθηκαν.