Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Συμπληρώθηκαν φέτος δέκα χρόνια από τον θάνατο
ενός από τους σημαντικότερους, πλέον οξυδερκείς και
πνευματώδεις
δοκιμιογράφους – αρθρογράφους της μεταπολίτευσης,
του αείμνηστου
Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014).
Ενός από τους λιγοστούς «ανασκαφείς του
ελληνικού βιώματος» σε ρευστούς καιρούς της
μεγάλης άγνοιας και της «μασκαρεμένης
αγραμματωσύνης», όπως έγραφε, ο οποίος αξίζει
την δέουσα τιμή και αναγνώριση.
Και όμως, αυτός ο προικισμένος νους, ο δεινός αναγνώστης και ακάματος βιβλιάνθρωπος έμοιαζε στην πρώιμη, τη «θυμική» περίοδό του στα ελληνικά γράμματα, συχνά με τον πνευματικό διώκτη «Σαούλ», ο οποίος, ευτυχώς, μεταμορφώθηκε ξάφνου «υπό το φως της βιωτής» σε συμφιλιωτικό «Παύλο» της ώριμης περιόδου.
Αυτή η υπέρβαση «από το διανοητικό στο προσωπικό» έφερε και την σχεδόν εξομολογητική του παραδοχή πως οι σκληρές (κι ενίοτε άδικες) κριτικές του κατά τη δεκαετία ου ΄70 σε πνευματικά μεγέθη σαν τους αείμνηστους Ζήσιμο Λορεντζάτο και Χρήστο Γιανναρά ήταν επειδή τότε έγραφε «με το χέρι στη βιβλιοθήκη και όχι με την καρδιά». Κατά κάποιο τρόπο μετάνιωσε, γι αυτό και δεν δίστασε ν΄ αποκηρύξει όλα τα σχετικά γραπτά του εκείνης της ταραγμένης περιόδου.
Έτσι, ο κριτικός στοχαστής Παπαγιώργης, αφού στη δεκαετία του ’80 διάβηκε έναν πνευματικό Ρουβικώνα, «μετουσίωσε στοχασμό και βίωμα σε μια γραφή ικανή να συγκεράσει την αναγκαιότητα του νόμου και το γέλιο της παραβατικότητας, την ηθική και την πονεμένη ανέστια ψυχή, καλλιεργώντας ένα ύφος που συναιρούσε το προφορικό και το γραπτό, το υψηλό και το χαμηλό, το λόγιο και το αγοραίο» (1).
Έτος μεταίχμιο στην «αναθεωρητική» και πλέον εποικοδομητική σκέψη του Παπαγιώργη θεωρείται το «σωτήριο» 1997, όταν εκδόθηκε η μονογραφία του για τον ταπεινό «κοσμοκαλόγερο» Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (2). Ήταν τότε που υπό την επήρεια του Σκιαθίτη Προκαθήμενου των ελληνικών γραμμάτων ο Παπαγιώργης «από τη δοκιμιακή προσήλωσή του στο βίωμα, στο σώμα και στα πάθη του, πέρασε γόνιμα στην ελληνική εμπειρία και πραγματικότητα», αντιλαμβανόμενος ότι τελικά δεν μπορεί να υπάρξει συγγραφέας «χωρίς αναβάπτιση στο οικείο ήθος», «χωρίς πατρίδα, γλώσσα και ιθαγένεια» (3).
Η ενασχόλησή του με τα «οικεία», εμπνεόμενος από την καθημερινότητα (4) και αγρυπνώντας στο πεζοδρόμιο, τον έφερε πιο κοντά και σ΄ έναν άλλο μεγάλο Έλληνα στοχαστή που θαύμαζε, στον Παναγιώτη Κονδύλη και στην «πένθιμη ετυμηγορία» του για την «εξαρτημένη και πτωχευμένη πνευματικά και πολιτικά επαρχιώτικη Ελλάδα».
Έτσι, και η «ανάπηρη» συγκρότηση του νεοελληνικού κρατιδίου έκανε τον Παπαγιώργη να στραφεί και στην «αθλιότητα και το μεγαλείο» του ανολοκλήρωτου 1821 : «Τα μόνα ντόπια στοιχεία που είχαμε ήταν η γλώσσα και η θρησκεία. Τη γλώσσα την αλλάξαμε μέσω Παρισίων και τη θρησκεία τη μεταρρυθμίσαμε δια του Αυτοκέφαλου μέσω Βαυαρίας και Φαρμακίδη. Η χώρα προσπάθησε να κερδίσει ιστορικό χρόνο και έκοψε τα ήπατά της. Έτσι διαμορφώσαμε μια κοινωνία δευτέρας και τρίτης ποιότητας».
Θυμάμαι ακόμα που περίμενα εναγωνίως τον «Κόσμο του Επενδυτή» μόνο και μόνο να διαβάσω πρώτα τον αρθρογράφο της 2ης σελίδας Κωστή Παπαγιώργη, που τόσο γλαφυρά, εν είδη σπάνιας μορφής «εθνοφρουρού» - και σε πολύ καλά ελληνικά - μας αποκάλυπτε έναν σχεδόν «αθέατο» ελληνικό κόσμο που «σήμερα λησμονήθηκε ή απωθήθηκε».
Εντούτοις, μέχρι τέλους περιέγραφε ακούραστα την εγχώρια «ιθαγένεια χωρίς ιδεολογία περί ελληνισμού», έχοντας αφενός μια βαθύτερη σχέση με την ελληνική ιστορία, τον πολιτισμό και τον θρησκευόμενο κόσμο και αφετέρου σαν πνευματικό φάρο έναν μοναδικό διανοητή της «αργυρής γενιάς» και «θρύλο των γραμμάτων» με την «ηγεμονική μοναξιά», τον Ζήσιμο Λορεντζάτο.
Έγραφε ο Παπαγιώργης το 2003 :
«Όλοι οι καλοί σε αυτόν τον τόπο πήγαν από μαράζι και μελαγχολία».
Κάτι που αφορά ασφαλώς και τον ίδιο, αυτόν τον συνεχώς περιπλανώμενο διανοητή μεταξύ πλατωνισμού, νιτσεϊσμού και …. γλυκειάς μέθης στα ξενυχτάδικα. Από τότε που μας παράτησε κανείς δεν κάλυψε το κενό που άφησε.
Αναφορές:
(1) Κωστής Παπαγιώργης, «ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ» από την εισαγωγή του Δημήτρη Καράμπελα.
(2) Κωστής Παπαγιώργης, «Αλέξανδρος, Αδαμαντίου Εμμανουήλ», εκδ. Καστανιώτη 1997
(3) Κωστής Παπαγιώργης, «ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ» από την εισαγωγή του Δημήτρη Καράμπελα, εκδ. Καστανιώτη 2024.
(4) Κωστής Παπαγιώργης, «Κέντρο Δηλητηριάσεων, εκδ. Καστανιώτη, 2006