Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Εις Μνήμην

 


Η βιωματική μαρτυρία του Νικολάου Ανδρέα που έφυγε χθες από τη ζωή για τα εγκλήματα που  διέπραξαν  οι Γερμανοί    τον Δεκέμβρη του ’43 στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.



 

"Τον Δεκέμβρη του ’43 βρέθηκα να είμαι υποταχτικός του γέροντα Ιγνάτιου στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Λόγοι επιβίωσης ανάγκασαν την οικογένειά μου να με στείλει εκεί –με τη μεσολάβηση του θείου μου του Γιανακλή, αδελφού της μάνας μου, ο οποίος ήταν αδελφικός φίλος του π. Ιγνάτιου. Τα χρόνια εκείνα περνάγαμε πολύ δύσκολα, δεν είχαμε ψωμί να φάμε, επικρατούσε μεγάλη πείνα και δυστυχία και θεωρείτο πολύ τυχερός όποιος είχε κάποιον γνωστό σε μοναστήρι. Επιπλέον, παρουσιαζότανε μια ευκαιρία να μάθω κάτι περισσότερο από τα γράμματα που ήξερα και ίσως να κατάφερνα -με τη βοήθεια του γέροντά μου- να σπουδάσω που ‘ταν και το όνειρό μου. Έτσι λοιπόν βρέθηκα να ζω εκείνη την περίοδο στο μοναστήρι.


Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, θυμάμαι που κρύβονταν στο μοναστήρι επτά Ιταλοί αξιωματικοί. Τους είχε στείλει η Οργάνωση των Καλαβρύτων –συνοδεία ενός αντάρτη, του Κώστα Νικολάου- για ασφάλεια, για να μην πέσουνε στα χέρια των Γερμανών. Μένανε στο ξενοδοχείο της Μονής. Τους περιποιότανε η οικογένεια του Γιάννη Μηλιώκα, του Φούρναρη, που μαζί με τη γυναίκα του Πατρούλα, που ‘ταν μοδίστρα, και τα δυο τους παιδιά εργάζονταν και ζούσαν στο μοναστήρι. Οι Ιταλοί μόλις μάθανε ότι έρχονται από παντού Γερμανοί, φύγανε και πήγανε και κρυφθήκανε ψηλά στο Φρούριο. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί τους είδαν με τα κιάλια από το απέναντι Ζαχλωρίτικο βουνό, γιατί άρχισαν να τους ρίχνουν οβίδες. Θυμάμαι που έσκαγαν στα βράχια και πετάγονταν οι πέτρες και σκορπίζονταν στα περιβόλια.


 Αλλά οι Γερμανοί είδανε ακόμη ένα παιδί, καλογεροπαίδι, τον Ηλία τον Ατσάρο, υποταχτικό στο γέροντα Γαβριήλ που το ‘χαν στείλει οι καλόγεροι να πάει ψωμί στους Ιταλούς. Την ώρα που κατέβαινε το πιάσανε οι Γερμανοί, που εντωμεταξύ είχαν φτάσει στο μοναστήρι, το οδήγησαν στο κεντρικό κτήριο της Μονής που ήταν ακατοίκητο, και το βασάνισαν. Θυμάμαι που έσκουζε το παιδί από το κλάμα, το βαράγανε πολύ άσχημα. Μετά το πήρανε κι αυτό με τους άλλους καλογέρους και το γκρεμίσανε στο βράχο.


Στις 8 του Δεκέμβρη, λοιπόν, γέμισε το μοναστήρι Γερμανούς: στρατιώτες, μουλαράδες σωρό. Σκορπιστήκαν από δω και από κει με τα πολυβόλα και τα μυδράλιά τους. Εγώ βρισκόμουν μέσα στο κελί (τα κελιά τότε ήσαν εξωτερικά, γύρω-γύρω από την εκκλησία) μαζί με τον Πνευματικό μου, τον π. Ιγνάτιο και τη μοδίστρα, τη γυναίκα του Μηλιώκα, που ‘χε τη μηχανή της εκεί και μας έραβε. Κάποια ώρα ο γέροντάς μου κοιτάζοντας από το παράθυρο του κελιού προς τα «αχούρια» που ‘χαμε ένα μεγάλο ξύλινο κοτέτσι με κότες κι ένα γάλο, είδε μερικούς Γερμανούς στρατιώτες να κυνηγάνε να πιάσουνε το γάλο. Τότε μου λέει:

 «Ανδρέα, οι Γερμανοί κυνηγάνε να πιάσουνε το γάλο. Πας κει κάτω, μπας και σε δούνε και τον αφήσουνε;»

 «Πάω γέροντα», απάντησα εγώ.

Ο δρόμος τότε που πήγαινε στο μοναστήρι ήταν στενός και ήταν γεμάτος μουλάρια. Για να περάσεις έπρεπε να ξυστείς πάνω τους. Το δε κελί μας είχε μία ξύλινη και στη συνέχεια μια πέτρινη σκάλα που έπρεπε να κατέβεις για να φτάσεις στο δρόμο και διασχίζοντάς τον να πας στα «αχούρια». Κατεβαίνοντας τις σκάλες και φτάνοντας στο δρόμο, είδα τα μουλάρια και φοβήθηκα να περάσω απέναντι. Εκεί πιο πέρα ήταν μια παρέα «Γερμανών» που παίζανε, σπρώχνονταν, γελάγανε, αστειεύονταν και λέγανε ελληνικές αισχρολογίες. Ήσαν εκατό τοις εκατό Έλληνες. Τους είχαν ημιονηγούς. Σε μένα δεν δώσανε καμιά σημασία. Τέλος πάντων γύρισα πίσω.

 «Δεν πήγες;» με ρωτάει ο γέροντας.

 «Δεν με αφήνουν οι Γερμανοί», του αποκρίθηκα. Τι να του ‘λεγα φοβήθηκα τα μουλάρια; Μήπως και θα τους ρώταγε; Δεν ήξερε γερμανικά.

 «Καλά», λέει, «θα πάω εγώ» 

Την ώρα που ‘χα κατέβει κάτω, είδα στο βάθος του δρόμου Γερμανούς που έρχονταν προς τα επάνω μαζί με καλογέρους. Φαίνεται ότι εκείνη την ώρα τους μάζευαν. Κατεβαίνοντας, λοιπόν, ο π. Ιγνάτιος τους συνάντησε χάμω στην πόρτα του κελιού και τον πήρανε και κείνον. Απάνω στο κελί ανέβηκε ένας βαθμοφόρος Γερμανός μ’ ένα αυτόματο όπλο. Του ανοίγω εγώ την πόρτα, προχωράει μέσα κι άρχισε να ψάχνει στα κρεβάτια και τους καταρράχτες. Στη συνέχεια κάνοντας μια χειρονομία, κάτι είπε στη γλώσσα του, κατέβηκε τη σκάλα κι έφυγε. Εγώ με την Πατρούλα, τη μοδίστρα, πήγαμε κοντά στο παράθυρο και κοιτάζαμε έξω τους Γερμανούς με τα μουλάρια φορτωμένα και μαζί με τους καλογέρους που κείνη την ώρα φεύγανε. Είχανε πάρει το δρόμο που βγάζει στο Σούβαρδο.

 Εμείς τώρα στο κελί καθόμαστε και περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε. Στο μοναστήρι ακόμη βρίσκονταν τα παιδιά της Πατρούλας, η Ευφροσύνη και ο Κώστας, η γυναίκα του μάγειρα, του Αντρέα του Γιανακλή, κι ένα κορίτσι από τη Βυσωκά, η Σοφία η Παπαδημητροπούλου μαζί με τον αδελφό της. Έφτασε το απόγευμα τίποτα, κανένας δεν φαινόταν. Ξεκινήσαμε να πάμε στο κελί του γέροντα-Γαβριήλ, ενός ηλικιωμένου παπα-καλόγερου - δεν τον βαστάγανε τα πόδια του, που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία για να ρωτήσουμε αν γνώριζε κάτι. Αλλά οι Γερμανοί τον είχαν πάρει σούρνοντας. Συναντήσαμε ωστόσο, τον γέροντα-Δανιήλ, έναν φουκαρά καλόγερο, παραμερισμένο από τους άλλους, σκυμμένο κάτω να μαζεύει σπυριά από αραποσίτι που ‘χανε χύσει οι Γερμανοί, για να ταΐσει τις κότες του. Όταν φεύγανε οι Γερμανοί, τον είδανε από κάτω, κοντά σε μια παράγκα και δεν τον πειράξανε. Και αυτός δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη των υπόλοιπων  καλογέρων. 

 Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τότε ήρθε ένα παιδί φοβισμένο του γερο-Νάσου από τη Ζαχλωρού που φύλαγε τα γίδια του μοναστηριού και μας είπε ότι είδε τους Γερμανούς να σκοτώνουν τους καλογέρους στο βράχο της Κισωτής. Φύγαμε για την Κισωτή. Φτάνουμε εκεί. Τι να δούμε! Γιομάτο αίματα το πλάτωμα. Κοιτάζω κάτω σιγά –σιγά στην άκρη, μαυρίλα. Τους είχαν πετάξει κάτω από το βράχο. Άρχισαν τα κλάματα και το σκουσμάρι οι γυναίκες, φασαρία, κακό. Επιμένανε να πάμε εκεί κάτω, γύρω-γύρω μέσα από την γκρεμίλα και το δάσος. Εγώ όμως αρνιόμουν, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να είχε ζήσει κανένας πέφτοντας από τόσο ύψος. Είχε πέσει και η νύχτα, πού να πηγαίναμε εκεί κάτω; Γυρίσαμε πίσω. Μαζευτήκαμε και μείναμε στα «αχούρια». Στρωματσάδα όλοι κάτω. Ανάψαμε και φωτιά για να πυρωθούμε, γιατί ήταν χειμώνας. Εδώ μένανε τα κοπέλια του μοναστηριού. Εντωμεταξύ δεν πέρναγε και κανένας άνθρωπος να δούμε τι γίνεται. Δεν είχαμε επαφή με κανέναν. Μόνο ένα μοιρολόι κάποιου ακουγότανε για ημερόνυχτα κάτου από τη Ζαχλωρού. Μετά από κανά δυο μέρες πήγανε οι γυναίκες και είδανε το φρικτό θέαμα. Ήσαν όλοι σκοτωμένοι. Τους άφησαν  εκεί. Ποιος να τους μαζέψει και ποιος να τους θάψει.


Στις 14 του μηνός το χάραμα ακούμε απ’ έξω Γερμανοί. Τότε τα χρειαστήκαμε. Αλλά αυτοί δεν είχανε σκοπό να μας σκοτώσουν. Εκείνη η γυναίκα του Μηλιώκα, η Πατρούλα έσκουζε για τη ραπτομηχανή της. Την είχε μεταφέρει από το κελί στα «αχούρια» και ήθελε να τη βγάλει έξω. Να προσθέσω ότι την προηγούμενη μέρα βλέπαμε τον καπνό που καίγονταν τα Καλάβρυτα αλλά δεν ξέραμε τι γινότανε. Καθώς επίσης και το βράδυ της ίδιας μέρας ακούγονταν οχλαγωγία κάτω στις γραμμές του τρένου από τα βελάσματα των γιδοπροβάτων που μαζέψει από τις στάνες οι Γερμανοί –όπως μάθαμε αργότερα-και τα κατέβαζαν στο Διακοφτό. 


Μας πάνε εκεί στα «αχούρια» πάνω σ’ ένα τσιμεντένιο υπόστεγο και μας είπανε να περιμένουμε εκεί. Στήσανε και τα μυδράλιά τους για το φόβο των ανταρτών. Στη συνέχεια γδύσανε το μοναστήρι και του βάλανε φωτιά. Αφού φορτώσανε το πλιάτσικο φύγανε. Τότε βγήκε ο γέροντας Δανιήλ, που κοιμότανε μες στα πουρνάρια, γιατί φοβότανε, είχε δει και τους σκοτωμένους-και μου λέει:

 «Τρέξε, εσύ που είσαι παιδί, να δεις αν δεν πήρανε την Εικόνα(της Παναγίας), να ρίξτε νερό στην εκκλησία να μην καεί η Εικόνα»

Πράγματι τρέξαμε και ρίξαμε νερό στη σκεπή της εκκλησίας που όπως φάνηκε δεν την είχε απειλήσει σοβαρά η φωτιά. Εκείνο που είναι αξιοπερίεργο είναι ότι οι Γερμανοί κάνανε το πλιάτσικο στα κελιά γύρω από την εκκλησία και την ίδια που είχε μέσα την Εικόνα, κειμήλια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα δεν την ανοίξανε. Βρέθηκε κλειδωμένη. 

 Μετά από δυο-τρεις μέρες ήρθανε από τις ελιές-το Μετόχι κάποιοι καλόγεροι και σκάψανε και ενταφιάσανε πρόχειρα όλους τους κατακρημνισμένους από το βράχο της Κισωτής.


Στα Καλάβρυτα είχε διαδοθεί ότι στο Μέγα Σπήλαιο οι Γερμανοί είχανε σκοτώσει του Νικολάου το παιδί, ενώ είχανε σκοτώσει τον Ηλία τον Ατσάρο. Στο σπίτι οι δικοί μου δέχονταν συλλυπητήρια. 

Μετά από δυο-τρεις μέρες από την καταστροφή ήρθανε στο μοναστήρι κάτι γυναίκες από τη γειτονιά του Σουρούκη: η Μάρω του Στιλβωτή, μια κόρη της Στέφαινας και κανα δυο άλλες για να ζητήσουν κάτι για φαϊ, γιατί δεν υπήρχε εδώ τίποτα, είχανε καεί όλα. Όταν με είδαν εμένα, απόρησαν, γιατί με θεωρούσαν σκοτωμένο. Τότε μάθαμε εμείς εκεί πάνω τι είχε γίνει στα Καλάβρυτα. Αποφασίσαμε να φύγουμε από το μοναστήρι. Ζαλωθήκαμε τράστα με αλεύρι και κατεβήκαμε στη Ζαχλωρού και από κει στη Στάση Κερπινής, όπου ξενυχτήσαμε στου Φωτήλα το Μύλο, γιατί φοβόντουσαν οι γυναίκες να περπατήσουν νύχτα. Τα σκυλιά στα Καλάβρυτα τρώγανε ακόμη πτώματα. Το πρωί το χάραμα ξεκινήσαμε και ήρθαμε στα Καλάβρυτα. Το σπίτι μας στάχτη και αποκαΐδια. Ο πατέρας μου είχε γλυτώσει την εκτέλεση. Πριν μπούνε οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα, μαζί με τον Γιώργο Καμπέρο, δικηγόρο, που ήταν  Πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου, στα Καλάβρυτα και ο πατέρας μου Εισαγγελέας, φύγανε και πήγανε στου Πλανητέρου. Μόλις ήρθα λοιπόν στα Καλάβρυτα, οι δικοί μου ετοιμάζονταν να ‘ρθουν στο μοναστήρι για να με θάψουνε!

Μια μέρα πήγα να πάρω εγώ το ψωμί της οικογένειας-εννιά φετούλες ψωμί-που το ‘χαν φέρει από τα χωριά και το μοίραζε μια καθηγήτρια η Καλπούρου στου Πάσχου το φούρνο. Θυμάμαι που εμένα δεν με είχανε στον κατάλογο, με θεωρούσανε σκοτωμένο, και αγωνιζόμουνα να πείσω την Καλπούρου για μια φέτα ψωμί ότι ήμουνα ζωντανός! Ε, έτσι λοιπόν ήτανε για πολλά χρόνια η ζωή μου, ένας συνεχής αγώνας για ένα κομμάτι ψωμί…"

Πηγή: Δ.Μ.Κ.Ο.