Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Σμύρνης Χρυσόστομος



 Χρυσόστομος Σμύρνης 


Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου το 1867, στην Τρίγλια της Μικράς Ασίας. Εκδήλωσε από νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός και έτσι οι γονείς του έκαναν την επιθυμία του πραγματικότητα. 



Πούλησαν την ακίνητη περιουσία τους και τον βοήθησαν να πάει για σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχη να γνωρίσει μερικούς σπουδαίους διδασκάλους. Αποφοίτησε από τη Σχολή με άριστα και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο. Έπειτα, τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου.


Το 1896, ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το ζήτημα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι θέλοντας να προσηλυτίσουν Ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου. Στις 18 Μαΐου 1897, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και από αυτή του τη θέση προέδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών, με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών.


Στις 23 Μαΐου 1902, εκλέγεται Μητροπολίτης Δράμας και στις 22 Ιουλίου του ίδιου έτους έγινε η ενθρόνισή του. Με πρωτοβουλία του, ιδρύθηκε πληθώρα ελληνικών σχολείων, ενώ πραγματοποιούσε ταυτόχρονα περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα. Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του, αντιμετώπισε τις τρομοκρατικές ενέργειες του βουλγαρικού κομιτάτου, καθώς και την τότε ρουμανική προπαγάνδα. Ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζοντας τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διεύθυνση του Αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων.


Η εθνική δράση του Χρυσόστομου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα την ανάκλησή του από Μητροπολίτη. Μετά από αυτό μετέβη στη γενέτειρά του, στην οποία και παρέμεινε. Τον Ιούλιο του 1908, παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία με την ανακήρυξη του Συντάγματος των Οθωμανών. Έτσι, ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του, τον Αύγουστο του 1908. Στις 11 Μαρτίου του 1910, ο Χρυσόστομος μετέβη στη Σμύρνη ως Μητροπολίτης της περιοχής. Εκεί συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, κατήγγειλε τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία και την υποστήριξη των οθωμανικών αρχών προς αυτούς. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη.


Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου 1922, ένας Τούρκος αρχιαστυνόμος συνοδευόμενος από ένοπλους στρατιώτες στα γραφεία της Μητρόπολης, διέταξε τον Χρυσόστομο να παρουσιαστεί στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν πασά, μαζί με τους Έλληνες Δημογέροντες της Σμύρνης Γεώργιο Κλιμάνογλου και Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου. Ο Χρυσόστομος παρουσιάστηκε στο Διοικητήριο, όπου εκεί ο Τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του οθωμανικού έθνους. Στη συνέχεια, τον εξύβρισε και τον παρέδωσε στους εξαγριωμένους Τούρκους. Πρώτοι δολοφονηθέντες ήταν οι δύο Δημογέροντες. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, αφού βασανίστηκε και τυφλώθηκε, διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο, στις 27 Αυγούστου 1922.