Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος στοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες εἶχε ὡς παλαίστρα καὶ στάδιο, τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων. Δὲν ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕναν τόπο, ἀλλὰ συνεχῶς μετακινεῖτο ἀπὸ τὸν ἕναν τόπο στὸν ἄλλο, στὴ Φοινίκη, στὴ Συρία, στὴν Κιλικία. Καὶ ἀσκήτευε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὶς ἐνοχλήσεις ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν κοντά του.
Ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια, λοιπόν, ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ δὲν χρησιμοποίησε οὔτε σκηνὴ οὔτε καλύβα, ἀλλὰ διέμενε μέσα σὲ βαθὺ λάκκο. Ὅταν ὅμως γέρασε, ὑποχώρησε σὲ κάποιους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ κατασκεύασε μία καλύβα. Ἔτσι συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα γιὰ εἴκοσι πέντε χρόνια.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποτε ἔφεραν στὸν Ὅσιο μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, ἔτρωγε πολὺ φαγητὸ καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τὴν κάνει καλά. Ὁ Ὅσιος σπλαχνίσθηκε τὴν κοπέλα καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Θεό, ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὸ νερὸ καὶ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὅταν ἡ κοπέλα ἤπιε ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, ἔγινε ἀμέσως καλά.
Τέλος νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Θεοδώρητος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος ἐπειδὴ ζοῦσε σὲ λάκκους ὀνομαζόταν καὶ Ὅσιος Γουβᾶς, γιατί γούβα στὴν συριακὴ γλώσσα σημαίνει λάκκος. Ἐπίσης, ὀνομαζόταν καὶ Κριθοφάγος ἐπειδὴ γιὰ τροφὴ του εἶχε τὸ κριθάρι.