Ο Γιάννης Σταθάς ήταν γιός του περίφημου αρματωλού Δήμου Σταθά. Γεννήθηκε το 1758 και διαδέχθηκε τον πατέρα του ως οπλαρχηγός της περιοχής του Βάλτου την προεπαναστατική περίοδο. Όταν ξεκίνησε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος το 1805, κατατάχθηκε στο Ρωσικό ναυτικό και υπηρέτησε ως υποναύαρχος. Μετά την αναχώρηση του Ρώσου ναυάρχου Σενιάβιν από το Αιγαίο λόγω της συναφθείσας ανακωχής μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Τιλσίτ το 1807, πολλοί οπλαρχηγοί που είχαν συμπολεμήσει με τους Ρώσους είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα απέναντι στους Τούρκους.
Τόσο στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία τα στρατεύματα του Αλή Πασά, όσο και στην Πελοπόννησο κατέστρεφαν τις περιουσίες των χριστιανών εξοντώνοντας πολλούς από αυτούς. Η πίεση των Τούρκων εξανάγκασε τους αρματολούς να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους και οι περισσότεροι από αυτούς συνεννοήθηκαν και συγκεντρώθηκαν στη Σκιάθο που ήταν απρόσβλητη από τα τουρκικά στρατεύματα. Ανάμεσα τους ήταν ο Βλαχάβας, οι Λαζαίοι, ο Τσαχίλας, ο Μπιζώτης και ο Νικοτσάρας, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί στην περιοχή του Ολύμπου που αντιμετώπιζαν την οργή του Αλή Πασά Τεπελενλή.
Επίσης συμμετείχε στη συνάντηση συμμετείχε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που είχε γλυτώσει από τις σφαγές των Τούρκων εναντίον των αρματολών του Μοριά.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα καταδρομικό στολίσκο αποτελούμενο κυρίως από “φούστες” χωρισμένο σε 10 μοίρες. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 70 μικρά σκάφη και οι μοίρες ονομάστηκαν αναλόγως της περιοχής από την οποία προερχόταν ο επικεφαλής οπλαρχηγός τους (Μωριάς, Ρούμελη, Άσπρη Θάλασσα, Βάλτος, Κασσάνδρα κτλ). Το γενικό πρόσταγμα για όλο τον στολίσκο είχε ο Γιάννης Σταθάς λόγω της εμπειρίας του από την θητεία του στο ρωσικό στόλο, με υπαρχηγό τον Νικοτσάρα, ενώ επικεφαλής της μοίρας του Μωριά ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης.
Τα πλοιάρια ήταν βαμμένα μαύρα σε όλα τα σημεία τους, ακόμα και στα ιστία και για αυτό τον λόφο ονομάστηκαν εύλογα “τα μαύρα καράβια”. Ο Στάθας αντί να σηκώσει τη Ρωσική σημαία όπως συνιθιζόταν εκείνη την εποχή στο Αιγαίο σήκωσε μια αυτοσχέδια Ελληνική, ένα γαλάζιο πανί με ένα λευκό σταυρό στο κέντρο. Η σημαία αυτή θεωρείται η πρώτη ελληνική επαναστατική σημαία πρόδρομος όσων εμπφανίστηκαν κατά την επανάσταση του 1821.
Όταν οι μοίρες αυτές εξοπλίστηκαν και ανεφοδιάστηκαν, διεσπάρησαν σε διάφορες κατευθύνσεις με τη μοίρα του Σταθά να κατευθύνεται στον κόλπο της Θεσσαλονίκης όπου διεξήγαγε τολμηρές επιδρομές. Σε μια από αυτές βύθισε μια τουρκική κορβέτα την οποία εμβόλισε με τόλμη κάτι που απαθανάτισε η δημοτική μας παράδοση.
Και οι υπόλοιπες μοίρες λεηλάτησαν ανηλεώς όλα τα παράλια της Εύβοιας, αλλά επεκτάθηκαν και σε αυτά της Μικράς Ασίας φτάνοντας ακόμη και στην είσοδο των Δαρδανελίων. Σε όλες τις εξορμήσεις τους σκότωναν όλους τους ενήλικες άνδρες χωρίς οίκτο, σκλάβωναν τις γυναίκες και λεηλατούσαν τις οικίες τους. Την ίδια τύχη είχαν τυχόν πληρώματα πλοίων που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα τους.
Ο Τρόμος επικράτησε σε όλο το Αιγαίο με αποτέλεσμα ο Σουλτάνος να στείλει μια ισχυρή μοίρα Τουρκικού στόλου στη Σκύρο για να τους εξοντώσει. Παρά την μεγάλη διαφορά ισχύος οι οπλαρχηγοί αντιπαρατέθηκαν για να πολεμήσουν και ασφαλώς θα καταστρέφονταν, αν από σύμπτωση δεν βρισκόταν επί τόπου μια ισχυρή Αγγλική φρεγάτα. Οι Άγγλοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι η Αγγλική φρεγάτα επιτέθηκε στα Τουρκικά πλοία και τα βύθισε.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του μεταξύ άλλων γράφει:
«…επήγα με τον καπετάν Αλεξανδρή εις το Λεβάντε δέκα μήνους εναντίον των Τούρκων. Εκεί επήγα εις το Άγιον Όρος. Μας επολιόρκησαν τρία καράβια Τουρκικά πολεμικά εις την Σκιάθον. Εδώκαμεν είδησιν μιας φρεγάτας Αγγλικής και ήλθεν εις βοήθειαν μας. Τα δύο κορβέττα τα εβούλιαξε και τη φρεγάτα την επήρε ζωντανή. Είμεθα ημείς οι Έλληνες 1.400 όλοι καπεταναίοι του Ολύμπου, καθώς παπά – Βλαχάβας, Λιόλιος, του Τσάρα οι καπεταναίοι» .
Το νέο έκανε μεγάλη εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη και ο Σουλτάνος ειδοποίησε τον Αλή Πασά να επιτρέψει στους οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στις περιοχές τους χωρίς αντίποινα, ενώ προσπάθησε να δωροδοκήσει τους οπλαρχηγούς για να αναστείλουν τη δρστηριότητά τους. Τελικά ο στολίσκος των αρματολών αυτόδιαλύθηκε και σε αυτό ίσως συντέλεσε και το δριμύ ψύχος του χειμώνα του 1807.
Οι αρματολοί επέστρεψαν στις περιοχές τους δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις αμνηστείας του Σουλτάνου. Καθώς απομονώθηκαν, έγιναν εύκολος στόχος και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι την επόμενη τριετία. Ανάμεσα τους και ο Σταθάς που επέστρεψε στην περιοχή του και δολοφονήθηκε στην Μπούκα Αμφιλοχίας το 1812.
Τα κατορθώματα του Σταθά έμειναν θρυλικά και τα απαθανάτισε η λαϊκή μούσα σε πολλά δημοτικά τραγούδια. Προς τιμήν του έχει ονομαστεί το ομώνυμο χωριό στην περιοχή του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας.
Πηγές
Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833) – Τόμος Α΄
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΑ
Τα μαύρα καράβια του Αιγαίου
Επίμετρο – Του Γιάννη του Σταθά
Μαύρο καράβ’ αρμένιζ ‘ς τα μερη της Κασάντρας.
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τουρανού σημαία.
Κι’ ομπρός κορβέττα μ’ άλικη σημαία του προβγαίνει.
“Μάινα, φωνάζει, τα παννιά, ρήξε τοις γάμπιαις κάτου.
-Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι’ ουδέ τα ρήχνω κάτω.
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο, λεβένταις, δώσετε, απίστους μη φοβάστε. “
Κ’ οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ’ εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
‘Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι’ αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.
* * * *