«Το Καστράκι είναι οχυρή τοποθεσία βρίσκεται στην επαρχία Καλαβρύτων, στους πρόποδες του όρους Χελμός, εκεί στις 5 Μαΐου του 1826 γράφτηκε μια ακόμα ηρωική σελίδα στην Βίβλο της ελευθερίας, με κορυφαία πράξη του δράματος την ηρωική αυτοθυσία των γυναικόπαιδων που προτίμησαν όπως οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου, τον ένδοξο θάνατο από τον ατιμωτικό βίο.»
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο στις 30 Απριλίου 1826. Αρχικά κατευθύνθηκε στην Πάτρα, εκεί κάλεσε τον Ντελή Αχμέτ από την Ηλεία και τον έστειλε με ένα τμήμα του στρατού του στην Μεσσηνία, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ επικεφαλής του υπόλοιπου τμήματος κατευθύνθηκε προς τα Καλάβρυτα. Ο Αιγύπτιος στρατηγός έφθασε στα Καλάβρυτα στις 2 Μαΐου 1826, αφού λεηλάτησε έκαψε και αιχμαλώτισε σχεδόν όλες τις περιοχές που συνάντησε στο δρόμο του, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Στα Καλάβρυτα ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε ότι δυνάμεις Ελλήνων, υπό τον Νικόλαο Σολιώτη και τον Αντώνη Καλογρηά, είχαν συγκεντρωθεί στο Καστράκι του όρους Χελμού, μαζί τους βρίσκονταν και χιλιάδες άμαχου πληθυσμού, κυρίως γυναικόπαιδα που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους για να σωθούν από τις ορδές του Ιμπραήμ. Η περιοχή που είχαν οχυρωθεί ήταν απόκρημνη και δυσπρόσιτη κάτω από τα καταρρέοντα ύδατα της Στυγός.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Ν. Σολιώτη, ο Ιμπραήμ απέστειλε δύο αγγελιοφόρους προς τον Έλληνα οπλαρχηγό, στον οποίο υπόσχονταν μεγάλες τιμές αν δεχθεί να προσκυνήσει. Ο Σολιώτης κατά τον βιογράφο του, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο του τουρκοπροσκυνήματος και της υποταγής, όπως είχε συμβεί και με τον Νενέκο, αποφάσισε να αντισταθεί κατά του Αιγύπτιου σατράπη, δίνοντας του, την Λεωνίδιο απάντηση «Μολών Λαβέ». Φυσικά θα μπορούσε να είχε διασώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του, βρίσκοντας καταφύγιο στο Ναύπλιο, κάτι που έπραξαν πολλοί άλλοι. Ο Ιμπραήμ μετά την ταπεινωτική απάντηση και πλήρης θυμού, εκστράτευσε από τα Καλάβρυτα νύκτα με 22000 ασκέρι και το χάραμα της 5ης Μαΐου 1826 έφθασε μπροστά στους ελληνικούς προμαχώνες, εναντίον των οποίων εξαπέλυσε λυσσώδη επίθεσή αρχικά με 2000 Αλβανούς. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν, αλλά οι ελληνικές δυνάμεις αντιστεκόταν σθεναρά, σκορπίζοντας τον θάνατο στους Τουρκαλβανούς, τότε ο Ιμπραήμ διατάζει γενική επίθεση μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής. Οι Αιγύπτιοι υπό την απειλή να φονευθούν από τους αξιωματικούς τους εάν οπισθοχωρούσαν, έκλειναν τα μάτια και επιτίθεντο κατά των Ελλήνων, οι οποίοι τους απέκρουαν με γενναιότητα, πολεμώντας με πέτρες, ακόμα και με γυμνά χέρια. Η μάχη άρχισε να γέρνει υπέρ των Αιγυπτίων όταν οι τελευταίοι προσπάθησαν να πάρουν τις πλάτες των Ελλήνων, ανεβαίνοντάς σε ψηλότερο σημείο. Οι Έλληνες αντιλαμβανόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο και αδυνατώντας να αντέξουν τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, μετά από εξάωρη σφοδρή μάχη, αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν πολεμώντας, σε απόκρημνα μέρη του όρους Χελμού.
Η καταδίωξη που ακολούθησε ήταν δραματική. Η αναρρίχηση των καταδιωκόμενων στους όρθιους και κοφτερούς βράχους ήταν αδύνατη. Όσοι προσπαθούσαν να ανέβουν γλιστρούσαν πάνω στα παγωμένα βράχια, παρασύροντας μαζί τους όσους βρισκόντουσαν δίπλα τους με αποτέλεσμα όλοι μαζί να γκρεμίζονται στα βάραθρα. Άλλοι πιο τυχεροί που είχαν καταφέρει να ανέβουν, προσπαθώντας να καθυστερήσουν την άνοδο των Τουρκοαιγυπτίων που τους κυνηγούσαν, τους πέταγαν ογκώδεις πέτρες, που κτυπούσαν όμως και Έλληνες, καθώς έπεφταν. Άλλοι ερχόντουσαν στα χέρια με τους διώκτες τους και γκρεμίζονταν μαζί, κατά την πάλη. Τραγικότερες όμως φιγούρες του δράματος αποτέλεσαν τα γυναικόπαιδα. Οι μητέρες ως άλλες Σουλιώτισσες, κυνηγημένες απηνώς από τους Τουρκοαιγυπτίους, έριχναν τα παιδιά τους, που ακόμα θήλαζαν στο στήθος τους, στον γκρεμό και ακολούθως έπεφταν και οι ίδιες κραυγάζοντας, προτιμώντας έτσι τον ένδοξο θάνατο από την ατίμωση. Υπολογίζεται ότι στην μάχη του Καστρακίου έχασαν την ζωή τους περίπου 1000 Έλληνες, με τους 250 να γκρεμίζονται από τα βράχια και 200 να αιχμαλωτίζονται από τις Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Οι απώλειες του Ιμπραήμ ανέρχονται περίπου σε 400 και δυο Αιγύπτιους αξιωματικούς αιχμαλώτους.
Ο Ιμπραήμ το απόγευμα της ίδιας μέρας επέστρεψε στα Καλάβρυτα και αποφάσισε να επιτεθεί κατά του ιεράς μονής του Μ. Σπηλαίου, με σκοπό να συλήσει το μοναστήρι και να αιχμαλωτίσει όσα γυναικόπαιδα είχαν βρει εκεί καταφύγιο. Έτσι την νύκτα της 5ης Μαΐου έστειλε εξακόσιους ιππείς, να καταλάβουν την θέση Μετόχι, που βρίσκεται σε απόσταση ενός τετάρτου από το μοναστήρι. Όμως το μοναστήρι προστάτευαν ελληνικά σώματα οχυρωμένα στην θέση Ξηρόκαμπος υπό τον Ν. Πετιμεζά αποτελούμενα από 150 άνδρες, οι οποίοι μόλις πλησίασαν οι Αιγύπτιοι ιππείς, πυροβολούσαν ακατάπαυστα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι έρχεται μεγάλη ελληνική δύναμη, με αποτέλεσμα οι ιππείς να γυρίσουν άπρακτοι στα Καλάβρυτα. Ο Ιμπραήμ μετά το φιάσκο που υπέστη, αναγκάστηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο της επίθεσης και γεμάτος οργή έκαψε 500 σπίτια των χωριών Σόλο, Περιστέρα και Ζαρούχλα. Τέλος στις 8 Μαΐου 1826, αποφάσισε να αναχωρήσει από τα Καλάβρυτα με προορισμό την Τρίπολη, αφού πρώτα έκαψε την πόλη, την ιερά μονή της Αγ. Λαύρας, το μετόχι του Μ. Σπηλαίου και την Κερπινή. Ο Ιμπραήμ έφθασε τελικά στην Τρίπολη φέρνοντας μαζί του, περισσότερους από 1000 αιχμαλώτους και 1000 ζώα φορτωμένα με λάφυρα και τροφές.
Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα γυναικών από τα χωριά των Καλαβρύτων οι οποίες έζησαν την φρίκη της μάχης και κατάφεραν να γλυτώσουν την ζωή τους από τα χέρια των ορδών του Ιμπραήμ. Δυστυχώς τα σημάδια της μάχης αποτυπωμένα στο σώμα και την ψυχή τους που η μοίρα θέλησε να κουβαλούν για το υπόλοιπο της ζωής τους, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες των όσων έζησαν!
(Η έρευνα ανήκει στον δημοσιογράφο κ. Τάσο Σταθόπουλο.)
Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΤΣΙΡΩΝΗ
Η Τριανταφυλλιά Τσιρώνη, ήταν Καλαβρυτινή αγωνίστρια της επανάστασης του 1821. Η Τριανταφυλλιά, αναφέρεται στην πηγή σαν “Κλίνη Τριανταφυλλιά Τσιρώνη”, ήταν από το Βραχνί Αχαΐας. Ήταν από τους επιζώντες της Μάχης στο Καστράκι όπου ολιγάριθμοι Έλληνες με τα γυναικόπαιδα από τα Καλαβρυτοχώρια αντιμετώπισαν τον Ιμπραΐμ. Σε όλη της τη ζωή έφερε στο κεφάλι ορατά τα τραύματα από τα σπαθιά των Οθωμανών.
Η ΠΑΠΑΡΗΓΑΙΝΑ
Η Παπαρήγαινα, ήταν Καλαβρυτινή αγωνίστρια της επανάστασης του 1821. Η Παπαρήγαινα, σύζυγος του Παπαρήγα, ήταν από το Βραχνί Αχαΐας Το 1826 ο Ιμπραϊμ Πασάς μετά την πτώση του Μεσολογγίου περνά στην Πελοπόννησο και την Πάτρα και παίρνει τον δρόμο για την Τρίπολη. Καίει και λεηλατεί το Βραχνί, ο πληθυσμός όλων των γύρω χωριών και του Βραχνίου βρίσκονται στο Καστράκι όπου μετά από φονική μάχη άλλα γυναικόπαιδα σφάζονται κι άλλα αιχμαλωτίζονται, εκεί τραυματίζεται βαριά η Παπαρήγαινα αλλά επιβίωσε κι έζησε με κομμένο χέρι και το ένα της αυτί.
Η ΒΙΑΣΜΕΝΗ ΠΑΠΑΔΙΑ
Τι τράβηξαν οι γυναίκες αυτές το αφηγείται παραστατικά στο Μακρυγιάννη μια Παπαδιά από το χωριό του Μεγάλου Σπηλαίου: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν.
Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κόκκινος Δ., « Η επάνοδος του Ιμπραήμ εις την Πελοπόννησο», στο Η Ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956.
Τρικούπης Σ., «Επιστροφή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και παθήματα των κατοίκων της επαρχίας Καλαβρύτων», στο Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τ. Τέταρτος, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1994.
Φωτόπουλος Α., «Βιογραφία Νικολάου Σολιώτη», στο Ιστοριογραφικά της Επαναστάσεως του 1821, Μελέτες και Κείμενα, εκδ. Λαβύρινθος, Αθήνα 2021.
του Ιωάννη Κουζίου