Πότε
πρόφταξε η άνοιξη και στόλισε τη γη σαν νύφη! Παντού πρασινάδα και
δροσιά. Εκεί που ήτανε ξέρακας, βλέπεις χλωρασιά, εκεί που έβλεπες
χώματα ξεροκαμένα από τον βοριά, τώρα βρίσκεις ένα χαλί με χίλια χρώματα
κεντημένο. Τα άγρια βράχια πλουμισμένα σαν από το χέρι κανενός
ζωγράφου. Όλη η πλάση χαίρεται. Το κάθε ζωντανό πλάσμα ζωντανεύει πιο
πολύ, κι όσα δεν ζούσανε, έρχουνται στη ζωή.
Πουλιά
κελαϊδούνε, πεταλούδια και χρυσοβασιλιάδες και λογιών – λογιών μαμούδια
πετάνε είτε περπατάνε στο χώμα. Τα χελιδόνια ήρθανε από τα ζεστά τα
μέρη και χτίζουνε βιαστικά τις φωλιές τους˙ τα λελέκια στέκουνται απάνου
στους κουμπέδες της εκκλησίας με το ‘να ποδάρι, και χτυπάνε τη μύτη
τους. Η θάλασσα ημερεύει και καλεί τους ανθρώπους να τους δροσίσει.
Βαρκάκια,
μικροκάϊκα, που ήτανε τραβηγμένα στη στεριά τον χειμώνα κ’ ήτανε τα
μαδέρια τους ξεροσκασμένα, τώρα ξετρυπώνουνε από τα λιμάνια και πιάνουνε
τ’ ανοιχτά. Φωνές χαρούμενες και τραγούδια ακούγονται από στεριά και
από θάλασσα, σαν να λείψανε πια τα βάσανα από τον κόσμο.
Το
μάτι, το αυτί, το άγγιγμα, σαν να ‘ναι πιο ζωηρά, πιο γλυκά. Μα ακόμα
κι αν κάθεται κανένας σ’ ένα μέρος που δε βλέπει και που δεν ακούγει
αυτά τα χαροποιά μηνύματα της άνοιξης, πάλι νιώθει κάποια αγαλλίαση, λες
και είναι ο αγέρας γεμάτος από μια γλυκιά αρμονία, σαν να αναβρύζει μια
πηγή αθάνατη από τη μυστηριώδη ρίζα του κόσμου.
Ως
κι ο αόμματος, κι ο κουφός, κι ο παράλυτος, τα νιώθει αυτά τα
μυστηριώδη ρεύματα που φέρνει η άνοιξη και που ξανανιώνουνε κάθε πλάσμα
πόχει το χάρισμα της ζωής. Ο σπλαχνικός Πατέρας που έκανε τον κόσμο,
τώρα την άνοιξη σαν να τον ζεσταίνει απάνω στην καρδιά του, κι όλα
καταλαβαίνουνε την ευλογία του.
Για
τούτο λέγει κι ο Δαβίδ: «Ανοίξαντός σου την χείρα, τα σύμπαντα
πλησθήσονται χρηστότητος». «Σαν ανοίξεις το χέρι σου και σκορπίσεις την
ευλογία σου, όλα τα πάντα γεμίζουνε από ευτυχία». Κι αλλού λέγει: «Σ’
εσένα βρίσκεται η πηγή της ζωής και δική σου είναι η ωραιότητα της
φύσης».
Ποιός
μπορεί να απομείνει λοιπόν στην κακία του, τώρα που είναιόλα τα
πλάσματα ευτυχισμένα και καλούνε το ‘να τ’ άλλο να χαρούνε την ειρήνη
της ζωής; Ο ουρανός σκόρπισε τα μαύρα σύννεφά του και τις οργισμένες
αντάρες του, έκρυψε τ’ αστροπελέκια του. Η θάλασσα, το ανήμερο θηρίο,
γίνηκε και κείνη άκακη κ’ ήσυχη. Τα βουνά ημερέψανε. Όλα τα σχολεία
γλυκάνανε. Λοιπόν πώς μπορεί να απομείνει στο σκοτάδι η ψυχή του
ανθρώπου, που είναι ο καθρέπτης, που μέσα σ ’αυτόν καθρεφτίζεται το
χαροποιό πρόσωπο του Θεού;
Η
Πρωτομαγιά απομένει τυπωμένη για πάντα στην ψυχή μας από τα μικρά μας
χρόνια. Κι αν είναι κανένας και λίγο ποιητής, νιώθει να ξεπετά η καρδιά
του πιο πολύ ακόμα, τη μέρα της Πρωγομαγιάς. Αποβραδίς κοιμόμαστε με
κείνον τον μακάριον τον ύπνο που κοιμάται ο νιος ο άνθρωπος, οπού έχει
υγεία στο κορμί και στο πνεύμα. Μας είχανε ετοιμασμένα φαγιά για να
πάρουμε μαζί μας, και φαγιά καλά, μεζεκλίκια, επειδή στα μέρη μας ήτανε
καλοφαγάδες οι άνθρωποι.
Ξυπνούσαμε
πριν να γλυκοχαράξει και κατεβαίναμε στην ακροθαλασσιά, να μπούμε στα
περάματα, γιατί την Πρωτομαγιά την κάναμε, τις περισσότερες φορές,
θαλασσινή. Τα περάματα ήτανε κάτι καΐκια μακρουλά σαν τους μπιαντέδες
της Πόλης, αλλά πιο μεγάλα και πιο βαριά, με παραπέτα από μουσαμάδες και
μ’ ένα πανί λατίνι. Ήτανε περάματα που βάζανε και δεκαπέντε και είκοσι
νοματαίους.
Σαν
γέμιζε κάθε πέραμα, αλαργάριζε από τη στεριά, και κάναμε μια παρέα μαζί
τρία και τέσσερα περάματα, που πηγαίνανε για το ίδιο μέρος. Παραπέρα
τραβούσανε άλλα για άλλο μέρος. Φωνές χαρούμενες, χωρατάδες. Οι
καθηγητές μας καθόντανε στο πιο καλό μέρος, με μαξιλάρια μαλακά,
ραχατλίδικα. Ως να μπαρκάρουμε, ακουγόντανε ακόμα οι πετεινοί που
λαλούσανε. Οι περαματζήδες ήτανε όλοι τους γουστόζοι ανθρώποι,
ανοιχτόκαρδοι, γελαζούμενοι. Τραβούσανε τα κουπιά, γιατί κείνη την
αυγινή ώρα η θάλασσα ήτανε γυαλί. Άλλοι μαθητάδες κουβεντιάζανε, άλλοι
παίζανε όργανα.
Στον
τόπο μας είχαμε πολύ έμορφα ακρογιάλια, που δε βρίσκουνται σε άλλα
μέρη. Φαίνεται πως μοιάζανε με της Γιαπωνίας, όλοι μικροί κόρφοι,
μπουγάζια, αμμουδιές, πέτρες παράξενες, κλειστές αγκάλες, στενά
περάσματα, νησάκια μικρά, μονόπετρα, τρύπια βράχια, πράγματα παράξενα,
σαν ψεύτικα. Αυτές οι ποιητικές ακρογιαλιές φαίνεται πως βρίσκουνται στα
μέρη που είχανε άλλη φορά ηφαίστεια, κι αυτά κομματιάσανε τη στεριά και
τη λιανίσανε και της δώσανε αυτή τη χαριτωμένη ποικιλία, που δεν
υπάρχει στα μέρη που ‘ναι η στεριά μονοκόμματη και μονότονη.
Είχανε
Μέσα θάλασσα κ’ Έξω θάλασσα, δηλαδή το πέλαγο. Η Μέσα θάλασσα ήτανε η
πιο έμορφη, αληθινό όνειρο. Ήτανε σφαλιχτή σαν μια μεγάλη λιμνοθάλασσα,
χωρισμένη σε πιο μικρές από ένα σωρό μικρούς κάβους, που βγαίνουνε δω κ’
εκεί και κάνανε μπουγάζια, κόρφους, αλυκές, που νόμιζες, όπως πήγαινε
το καΐκι, πως άνοιγε κάθε τόσο μπροστά σου μια μαγική πόρτα κ’ έμπαινες
σ’ άλλη λιμνοθάλασσα, κ’ ύστερα σ’ άλλη, κ’ ύστερα σ’ άλλη, ένα πράγμα
εξαίσιο!
Την
Πρωτομαγιά πηγαίνανε ο κόσμος και τα σκολειά στα διάφορα μοναστήρια και
στα εξωκκλήσια. Στην Έξω θάλασσα ήτανε ο Άγιος Νικόλαος του
Γκιουμουσλή, ο Άγιος Δημήτρης τα Σέληνα, η Πατερίτσα, ο Άγιος Γιώργης το
Ψηφί, η Λέκα Παναγιά, ο Ταξιάρχης. Στη Μέση θάλασσα ήτανε ο άγιος
Νικόλας τα Τσάμια, η Αγιά Παρασκευή, ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, η αγιά
– Κυριακή, η Νησοπούλα, ο άγιος Γιώργης, ο Προφήτ’ Ηλίας. Πριν να βγει ο
ήλιος, είχαμε πάρει κάμποσο δρόμο.
Μέσα
στο μπουγάζι ταξιδεύανε ένα σωρό βάρκες, περάματα και καΐκια μεγάλα,
όλα με κουπιά, γεμάτα κόσμο, άντρες, παιδιά, γυναίκες. Από παντού
άκουγες τραγούδια, γέλια, όργανα. Τα χαμηλά βουνά, τα δέντρα, οι πέτρες
του γιαλού, τα καΐκια, όλα καθρεφτιζόντανε μέσα στη θάλασσα, που ήτανε
βουτημένη ακόμα στον ίσκιο, και κάθε πλεούμενο σκεδίαζε κάτι απαλές
ζαρωματιές απάνω στο ήσυχο νερό, κι άφηνε πίσω του μιάν ασημένια γραμμή
μέσα στο βαθύν ίσκιο του νερού, που λες κ’ ήτανε από βελούδο. Αυτός ο
ίσκιος αλλού ήτανε πρασινωπός, αλλού καφετής, αλλού μαυρογάλαζος. Τι
εμορφιά ήτανε εκείνη!
Οι
βαρκαραίοι ήτανε όλοι με βρακιά σαν τους θαλασσινούς του Εικοσιένα, και
τραβούσανε τα κουπιά με ρέγουλο. Τα περάματα, το ‘να πίσ’ από το άλλο,
πηγαίνανε ακρογιαλιά – ακρογιαλιά, και το μάτι δε χόρταινε να βλέπει.
Εδώ περνάμε σε δυο – τρεις οργυιές από έναν κάβο απόγκρεμνον, που είναι
κανωμένος από κάτι παράξενους μαύρους βράχους, σκεπασμένους από
περιπλοκάδες κι από δέντρα φυτρωμένα στους αρμούς τους.
Πολλά
γέρνουνε πάνω μας, κι όπως περνάμε, τα κοιτάζουμε και φεύγουνε απάνω
από τ’ άλμπουρο του καϊκιού. Ένα – δυο είναι φυτρωμένα στην κορφή του
βράχου, που είναι σαν μαύρο άγαλμα, κι αυτά τα πεύκα είναι ίδια με
ομπρέλες. Χαμηλά η θάλασσα είναι βαθιά και καθαρή σαν κρούσταλλο, και
μπαίνει μέσα σε κάτι σκοτεινές σπηλιές.
Όπως
περνάμε κοντά από τον κάβο, σκύβουμε και κοιτάζουμε όξω από την
κουπαστή, και ξεχωρίζουμε ολοκάθαρα τον πάτο της θάλασσας, τα φύκια, τα
ψάρια που βοσκάνε και λογιών – λογιών θαλασσινά κολλημένα στις μαύρες
πέτρες, κι από πάνω τους περνά το καΐκι μας δίχως να θολώσει ολότελα το
νερό.
Αυτός
ο κάβος είναι τ’ Αϊτού η Φωλιά. Αντίκρυ στέκεται ένας άλλος βράχος πιο
χαμηλός, μα μονοκόμματος και δίχως πρασινάδα, τρύπιος σαν καμάρα, που
περνάνε οι βάρκες από μέσα, γι’ αυτό τον λένε Τρύπια Πέτρα. Αυτοί οι δύο
κάβοι είναι στο μπάσιμο ενός μπουγαζιού, κι είναι πολύ κοντά ο ένας από
τον άλλον, αφού μπορεί να κουβεντιάσουνε δυο ανθρώποι που κάθουνται ο
ένας από δω κι ο άλλος από κει, όποτε είναι μπουνάτσα.
Σαν
περάσει κανένας τ’ Αϊτού τη Φωλιά, βλέπει άλλους κάβους πιο μικρούς, κι
ανάμεσά τους μικρές αγκάλες στρωμένες με χοχλίδια άσπρα σαν το ρύζι.
Χαμόδεντρα κατεβαίνουνε ως τ’ ακροθαλάσσι. Παραμέσα ακούγονται κουδούνια
από γίδια, που βοσκάνε δίχως να φαίνουνται, κρυμμένα μέσα στα δέντρα.
Μοναχά ο τσομπάνης φανερώνεται απάνω σ’ έναν βράχο και φωνάζει: «Ώρα
καλή!»
Στις
μεριές που μπαίνει η θάλασσα μέσα στη στεριά, βλέπεις τρυπωμένη και
καμιά ψαρόβαρκα, δεμένη σε κανένα δέντρο, σκεπασμένη από τα κλαδιά των
δεντρών. Από πάνω ξεπροβέλνει σιγά – σιγά ένα βουνό βαρύ και σπανό, το
Χοντρόβουνο. Δυο – τρία όρνια κάνουνε βόλτες απάνω από την κορυφή που
αγναντεύει την Έξω θάλασσα. Η ακρογιαλιά στρίβει και κάνει έναν κόρφο,
χαμηλή κι αμμοστρωμένη, γεμάτη βούρλα και τζιτζιφιές.
Παραπέρα
γίνεται πετραδερή, και σ’ αυτό το μέρος φαίνεται το ρημοκκλήσι της
Αγιάς – Κυριακής, μ’ ένα μικρό λιμάνι, που ‘ναι αραγμένες δύο – τρεις
ψαρόβαρκες. Από την αντικρινή μεριά βλέπεις κάτι τσομπανοκάλυβα,
χτισμένα στην αμμουδιά, ανάμεσα σε δυο κάβους στολισμένους με κάτι
παράξενα δέντρα. Περνάμε πάλι κοντά από έναν άλλον βράχο, με δυο βράχια
με καράβι. Από πάνω του στέκεται ένα βουνό με δυο βράχια μυτερά.
Το
λένε «Του Λαγιού τ’ Αυτιά». Παραπίσω φαίνεται ένα άλλο βουνό, που έχει
στην κορυφή κ’ ένα πλάτωμα στρογγυλό, και το λένε «Του Δαιμόνου η
Τράπεζα. Αυτά τα δυο παράξενα βουνά καθρεφτίζονται ανάποδα μέσα στη
θάλασσα και γίνουνται ακόμα πιο παράξενα. Αντίκρυ τους στέκεται ένα
βουνό μ’ έναν βράχο θεόρατον και πολύ παράξενον, κι απάνω είναι χτισμένο
το μοναστήρι της Αγιάς – Παρασκευής. Θαρρείς πως βλέπεις κανένα
μοναστήρι του Θιβέτ.
Παραμέσα
παρουσιάζεται ένα νησάκι ίσαμε ένα καράβι, που θαρρείς πως πλεύει στο
νερό, σαν ψεύτικο. Είναι η Νησοπούλα. Ένα γύρο στέκουνται χαμηλά βουνά
και λογιών – λογιών βράχοι, ο καθένας μ’ ένα δέντρο στην κορφή που, κ’
είναι τόσο παράξενα τα σκέδιά τους, που δεν τα ξεχνάς ποτέ. Τί να
πρωτοϊδεί κανένας! Ξαπλωμένος στην πρύμη, χαίρεται μ’ αυτά που βλέπει
και νιώθει πως είναι μακάριος…
Ως
που να φτάξουμε στο μέρος που θα περάσουμε τη μέρα της Πρωτομαγιάς, ο
ήλιος ψηλώνει δυο – τρεις οργυιές. Βγαίνουμε όξω χαρούμενοι και σκορπάμε
παρέες – παρέες κάτω από τα δέντρα. Η βρύση τρέχει δροσερό νερό.
Παραπέρα βρίσκουνται έμορφα περιβόλια. Πολλοί θαλασσώνουνε για να
βγάλουνε μύδια και καλόγνωμες. Άλλοι κολυμπάνε, άλλοι ψήνουνε καφέδες.
Στο
μεταξύ οι περαματζήδες κουβαλάνε όξω τα στρωσίδια, τα μαξιλάρια, τις
καλαθιέρες με τα φαγιά. Ο γέρο – Νικολός ο Αρθούνας, ο χοντρός ο
Γιωργάρας, ο Στέλιος ο Λιβανής, κάνουνε κι αυτοί σαν να ‘ναι παιδιά.
«Όξω έγνοιες! Όξω σκοτούρες!» Ο μπάρμπα – Μπαρδάκας, που είναι και
«λόγιος», λέγει χαμογελαστός: «Το καλλιότερον πράγμα είναι η ησυχία!»
Και ξαπλώνει απάνω σε μια κουβέρτα για να ρομβάσει»!
Περνούσαμε
λοιπόν μια Πρωτομαγιά σαν να ‘μαστε στον Παράδεισο. Ό,τι βλέπαμε, η
αγνή φαντασία μας το ταίριαζε με τον Ροβινσόν, με τα νησιά και με τις
θάλασσες που μιλά στα βιβλία του ο Ιούλιος Βέρν: «Εξηπλωμένοι υπό την
σκιάν των αιωνοβίων εκείνων δέντρων συνωμίλουν ο Έμερυ με τον Μοκούμ…»,
«ο θαυμάσιος Ορενόκος», «Η μυστηριώδης νήσος»! Μια παρέα, οι πιο
ρομαντικοί, ήτανε χωμένοι στα πυκνά δέντρα, κι ακουγόντανε από μακριά
που τραγουδούσανε, σα να τα ‘λεγε το δάσος τα λόγια του τραγουδιού:
Στην
πυκνή σκιά μου ήσυχα κοιμού,/κατ’ απ’ τα κλαδιά μου άφοβα κοιμού./Θα σε
νανουρίζει αηδονιού φωνή,/και θα σε δροσίζει αύρα του βουνού./Ανθισμένη
κλίνη, κοίτα, σε καλεί,/Άφοβα ας κλίνει κεφαλή δειλή.
Βασιλεύοντας
ο ήλιος, μπαίναμε στα περάματα για να γυρίσουμε στην πολιτεία. Απ’ τ’
απομεσήμερο είχε καλάρει ο μπάτης κι η θάλασσα άφριζε γλυκά. Κάναμε
πανιά και μας κατέβαζε πρίμα. Οι ακρογιαλιές περνούσανε γλήγορα από
μπροστά μας, και βλέπαμε τα κύματα να τραβάνε κατά τη στεριά και ν’
αφρίζουνε απάνω στον άμμο και στις πέτρες. Τα δέντρα σαλεύανε σαν να μας
χαιρετούσανε, σαν να μας λέγανε: «Έχετε γεια! Και του χρόνου!»
Τι αγνή που ήτανε η ζωή μας! Τι ευγενικά αισθήματα που είχαμε στην καρδιά μας!
Από
το βιβλίο: <<Το Αϊβαλί η πατρίδα μου>>, του Φώτη Κόντογλου.
Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.