• Χριστομίμητος βίος τῆς Ποντίας ἀσκήτριας στὴν ἱερὰ μονὴ Κλεισούρας Καστοριᾶς.
• Ἡ Ἁγιοκατάταξη αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ Ἁγιοτόκος, ἁγιοτρόφος καὶ ἁγιόμεστος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «Χριστοῦ Γεώργιον» καὶ «ἐπίγειος Παράδεισος Ἀμπελῶνας» ἀενάως ἀναδεικνύει νέες ὁσιακὲς μορφὲς οἱ ὁποῖες μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ χριστομίμητη βιοτή τους ἐφελκύουν ἀκόμη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα, ὁ τῶν Ἐθνῶν ἀπόστολος Παῦλος, στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του διακηρύττει: «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορινθίους 1, 27). Καὶ ὄντως μία τέτοια ἀσκητικὴ μορφή, τὴν νεοφανεῖσα ὁσία Σοφία, ἐξελέξατο ὁ Θεὸς κατὰ τοὺς δίσεκτους καὶ ἐσχάτους αὐτοὺς χρόνους γιὰ νὰ δείξει τὰ θαυμάσιά του καὶ νὰ καταισχύνει μὲ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα τῆς Ὁσίας αὐτῆς γυναικὸς τὴν μωρία τοῦ δῆθεν σοφοῦ σύγχρονου καὶ «πολιτισμένου» ἀνθρώπου, ποὺ ἡ κατὰ κόσμον σοφία του «καὶ ὄχι ἡ κατὰ Θεὸν Σοφία» τὸν ἔχει ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια καὶ στὸ τέλμα. Ἡ ὁσία Σοφία, κατὰ σάρκα θυγατέρα τοῦ Ἀμανατίου καὶ τῆς Μαρίας Σαουλίδη, ἐγεννήθη κατὰ τὸ ἔτος 1883 στὸ χωριὸ Σαρή–Παπᾶ, Κιουρτουνίου Χαλδίας, τοῦ Βιλαετίου Τραπεζοῦντος. Τὸ ἔτος 1907 καὶ σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν νυμφεύτηκε τὸν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδη ἀπὸ τὸ Τογροὺλ Τραπεζοῦντος τοῦ Πόντου μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ἕνα παιδὶ κατὰ τὸ 1910, ποὺ ὅμως ἀπέθανε τὸ 1912. Ὁ δὲ σύζυγός της χάθηκε στὰ φοβερὰ καὶ ἀπάνθρωπα στρατόπεδα ἐργασίας μέσα στὰ βάθη τοῦ Πόντου.
Ἡ ὁσία Σοφία ἄρχισε τὴν ἀσκητικὴ βιοτή της ἀπὸ τὸν ἁγιοτόκο καὶ ἁγιοτρόφο ἑλληνικὸ μαρτυρικὸ Πόντο, ὅπου σὲ πλήρη ἀπομόνωση στὰ ὄρη καὶ στὰ βουνὰ δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων του. Σὲ ἕναν διωγμὸ τῶν Ποντίων ἀπὸ τοὺς Τούρκους–Τσέτες ἐνεφανίσθη ἐνώπιόν της ὁ Καβαλλάρης ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἅγιος Γεώργιος καί ἀφοῦ τῆς ἐφανέρωσε τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο γιὰ τοὺς συγχωριανούς της, ἐζήτησε ἀπὸ τὴν ὁσία Σοφία νὰ προειδοποιήσει τοὺς χωριανοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ σπίτια τους καὶ νὰ κρυφτοῦν στὰ γύρω βουνά. Ἔτσι τελικῶς, σώθηκαν οἱ συγχωριανοί της. Ἀπὸ τὴν κήρυξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τὸ ἔτος 1914 μέχρι καὶ τὸ 1923, ὅποτε καὶ ἀφίχθηκε στὸ χωριὸ Ἀναρράχη Πτολεμαΐδος μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες συγγενεῖς της, ἡ ὁσία Σοφία ἄρχισε νὰ δέχεται διαδοχικὰ τὶς δοκιμασίες τῆς πνευματικῆς τελειώσεώς της, ὅπως τὴν ἐξαφάνιση τοῦ συζύγου της, τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της, τοὺς ποικίλους διωγμούς, τὶς στερήσεις καὶ τὶς πολύμορφες κακουχίες. Στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μαρτίου τῆς Φλώρινας, κατὰ τὰ πρῶτα ἀσκητικά της βήματα, ἔπειτα μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς Παναγίας στὸ μοναστήρι τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας, ἔζησε καὶ πολιτεύτηκε ἐν Κυρίῳ ἡ ὁσία Σοφία.
Ἡ Σοφία Χοτοκουρίδου, ἡ νέα Ὁσία τῆς Κλεισούρας μὲ τὴν ἐπιδεικνυόμενη ἀπὸ αὐτὴν σαλότητα καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν μωρία ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν νυχθήμερη ἄσκηση καὶ τὴ σκληραγωγία, ὅπως οἱ παλαιοὶ κατὰ Χριστὸν σαλοί. Ἡ Σοφία μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς ἐνέπαιζε τὶς ἀνέσεις καὶ τὴν τρυφηλότητα τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ τὴν ἐνδιαφέρει, ἂν καὶ ἡ ἴδια ἐμπαιζόταν ἀπὸ τὸν κόσμο. Ζοῦσε πλησίον τῶν ἁπλῶν καὶ ἁμαρτωλῶν συνανθρώπων της, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε μὲ ἀληθῆ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ἂν καὶ ἀσκήτρια σὲ ἀπόμακρο μοναστήρι. Ὁ ἀρχιμ. π. Κορνήλιος Ἀθανασάκης γράφει: «Ἡ ἐμπιστοσύνη της στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ἦταν ἴδια μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν βρεφῶν στὰ πρόσωπα τῶν γονέων τους. Τὴν κοιτοῦσε στὰ μάτια τὴν εἰκόνα της ἀπὸ τὸ στέκι της, τὸ μισοβαμμένο τζάκι, στὶς πέτρες τοῦ ὁποίου ἀναπαυόταν κατὰ τὶς κρύες νύχτες τῶν ὑψωμάτων τῆς Κλεισούρας, ὅπου ἡ θερμοκρασία κατέβαινε στοὺς 15 ὑπὸ τοῦ μηδενὸς Κελσίου. Ἡ ὁσία Σοφία, κουλουριασμένη σὰν τὸ φίδι ἀπὸ τὸ κρύο, εἶχε τὴν Παναγία ποὺ τὴν θέρμαινε καὶ τὴν συντρόφευε χωρὶς νὰ τὴν ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ ὡς χειρουργὸς Ἰατρὸς σὲ δύσκολες στιγμὲς τὴν ἔσωζε θαυματουργικά.»
Ἂν καὶ ἡ τροφή της ἦταν λιτή, λίγο τουρσί, ἕνα ξεροκόμματο ψωμιοῦ καὶ σπανιότατα κάποια κονσέρβα ψάρι, εἶχε πάντοτε κάτι νὰ προσφέρει στοὺς ἐπισκέπτες μαζὶ μὲ τὰ θεοσοφὰ ταπεινὰ καὶ γεμάτα ἀγάπη λόγια της. Ἂν καὶ φοροῦσε κουρέλια, μοίραζε ἀφειδῶς στοὺς φτωχοὺς ὅλα ὅσα ἡ καλοσύνη τῶν ἀνθρώπων τῆς ἔδινε: «πάρτο νὰ τὸ φορᾷς, νὰ χαίρεται ἡ ψυχή μου» τοὺς ἔλεγε, ὅταν τὴν ρωτοῦσαν γιατί μοιράζει τὰ ροῦχα ποὺ οἱ ἄλλοι τῆς πρόσφεραν. Ζοῦσε στὴν Κλεισούρα τὴν προπτωτικὴ κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων συναγελάζουσα μὲ ἀρκοῦδες, φίδια, θηρία τοῦ δάσους καὶ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχαν οἰκειότητα μαζί της, ἦταν φίλοι της, ἀφοῦ, ὅπως ἔλεγε, ὅλα τὰ ζῶα ἦταν τῆς Παναγίας… Σὲ κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις ἡ ὁσία Σοφία θύμωνε πάρα πολύ, τουλάχιστον ἐπιφανειακὰ ἔτσι ἔδειχνε. Ὅταν, λοιπόν, ἄκουγε κάποιον νὰ καθυβρίζει τὰ Θεῖα, τὴν πρώτη φορὰ τὸν συμβούλευε νὰ μὴ τὸ ξανακάνει. Ἂν ὅμως ἐκεῖνος συνέχιζε, τότε ἀντιδροῦσε δυναμικὰ καὶ χωρὶς περιστροφές. Ὅταν γαλήνευε, ἄρχιζε τὶς μετάνοιες ζητῶντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της».
Ἡ ὁσία Σοφία ἡ Ποντία, ἡ λεγόμενη διὰ Χριστὸν σαλή, ἐκοιμήθη κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς 6ης Μαΐου 1974, ἡμέρα τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰὼβ τοῦ Πολυάθλου. Ὅπως καταγράφεται στὸν ἀγγελομίμητο βίο τῆς Ὁσίας ὑπὸ τοῦ ἀρχιμ. Κορνηλίου Ἀθανασάκη, φαίνεται πὼς εἶχε λάβει πληροφορία γιὰ τὴν κοίμησή της καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωση ἔλεγε ἀπὸ μέρες νωρίτερα στὰ χαριτωμένα ποντιακά της: «θὰ διαβαίνω πλάν. Ἔρθεν τὸ χαπάρ» (= θὰ φύγω, ἦρθε τὸ μήνυμα). Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος της, τὴν μετέφεραν στὸ κελλί, στὸ ἐπάνω πάτωμα. Στὸ κορμί της δὲν εἶχε μείνει σάρκα, παρὰ μόνο τὰ κόκκαλα ποὺ πονοῦσαν. Ἄναψαν τὸ τζάκι, ἀλλὰ ἡ καμινάδα ἦταν βουλωμένη, γιατί εἶχαν κάνει μέσα στὶς σωλῆνες τὶς φωλιὲς τους τὰ πουλιά. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ θέαμα τῆς Ὁσίας σὲ ἔκαναν, θέλοντας καὶ μή, νὰ κλαῖς ἐνῷ ἐκείνη παρέμενε στοργικὴ καὶ γλυκομίλητη. Ὁ κόσμος ποὺ τὴν ἀγαποῦσε καὶ τὴ σεβόταν, ὅταν τὸ ἔμαθε ἄρχισε νὰ ἔρχεται γιὰ νὰ τὴ δεῖ γιὰ τελευταία φορά.
Ὅλη τὴ ζωὴ της τὴν πέρασε καλογερικά, ἀσκητικὰ ὡς ἀληθὴς καὶ ἀκριβὴς ἀσκήτρια, μὲ τέλεια ἀκτημοσύνη, σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη καὶ ὑπακοὴ στὸ λόγο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μόλις λοιπὸν παρέδωσε τὴν τελευταία της πνοή, τὸ καμπουριασμένο, ταλαιπωρημένο καὶ πολύπαθο σῶμα της ἦλθε καὶ ἰσίωσε ὡς λαμπάδα ἁγνή. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ εὐπρέπισαν καὶ τὸ τακτοποίησαν ὅσα πνευματικὰ τέκνα της εὐρίσκοντο κατὰ τὴν ὥρα τῆς τελευτῆς της. Σὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς πνευματικές της μαθήτριες, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ π. Δαμασκηνοῦ Παντοκρατορινοῦ, εἶχε ἀπὸ πρὶν πεῖ: «Ἐσὺ κόρη μου, ὅταν θὰ πεθάνω, θὰ εἶσαι μέσα στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας καὶ θὰ κρατᾶς ἀναμμένο κερί. Μόλις τὸ μάθεις, τὸ κερί σου θὰ λυγίσει». Πράγματι, ἐκείνη μόλις ἔμαθε ὅτι ἡ Σοφία ἐκοιμήθη, μέσα στὸ Καθολικὸ ὅπου βρισκόταν ἐκείνη τὴ στιγμή, ἔβγαλε δυνατὴ φωνὴ καὶ τὸ ἀναμμένο κερί της λύγισε. Τῆς ἔβαζαν καθαρὰ ροῦχα, ποὺ τὰ εἶχε ἀπὸ χρόνια ἑτοιμάσει καὶ τὰ εἶχε φυλαγμένα γι΄ αὐτὴ τὴν ὥρα. Εἶχε ἀγορασμένο καὶ τὸ «κρεββάτι», ὅπως λέγεται τὸ φέρετρο σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Τὸ τίμιο λείψανό της μέχρι τὴν ταφή της, στὶς 7 Μαΐου, παρέμενε εὔκαμπτο, ὅπως συνηθέστατα συμβαίνει στὶς κεκοιμημένες μοναχές.
Ἡ ὁσία Σοφία ἡ Ποντία ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 86 ἐτῶν καὶ ἐξ αὐτῶν κατὰ 47 ἔτη τῆς ζωῆς της ὑπηρέτησε τὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Κλεισούρας. Στὶς 4 Ὀκτωβρίου 2011 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξή της ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μας κατόπιν τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ.
Ὁ δὲ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁ Α΄, τὴν 1η Ἰουλίου 2012, ἐτέλεσε τὴν θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τῆς ὁσίας Σοφίας στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου κατ΄ Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Λαγκαδᾶ κύριος Σπυρίδων, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κλεισούρα, θυμᾶται τὶς διηγήσεις τῶν γονέων του γιὰ τὴ Σοφία:
«Γιὰ τὴ Σοφία ἄκουσα ἀπὸ τοὺς μακαρῖτες τοὺς γονεῖς μου γιὰ πρώτη φορὰ περίπου τὸ ἔτος 1940. Περισσότερα ὅμως ἄκουσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ νονά μου, ὅταν ἤμουν παιδὶ 6-7 ἐτῶν. Μόνο ποὺ τὴν ἔβλεπες τὴ Σοφία, μοῦ ἔλεγαν, αἰσθανόσουν μία γαλήνη. Ἔπαιρνε μόνη της τὸ ποτηράκι νὰ σοῦ προσφέρει κρύο νερό. Ἦταν ἄφοβη ἡ Σοφία. Δὲν τὴν φοβέριζαν χιόνια, κρύο, ἀποκλεισμοί, λύκοι. Δὲν φοβόταν τίποτα. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἀγαποῦσε τὰ μικρὰ παιδιά. Ἦταν πρόσωπο κοινῆς ἀποδοχῆς. Τὴ λογαρίαζαν ὅλοι, τὴν σέβονταν. Δὲν κρατοῦσε τίποτα δικό της, ὅλα τὰ ἔδινε σὲ ὅλους. Ὅταν εἶχαν κάποιο πρόβλημα πήγαιναν στὴ Σοφία καὶ ἔβρισκαν τὴ λύση».
Ὁ δὲ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Ἀβαγιανὸς (νῦν Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως), διάκονος καὶ ἱεροκήρυκας τότε στὴν Μητρόπολη Φλωρίνης θυμᾶται τὰ παρακάτω συγκλονιστικά:
«Ἐπισκεπτόμασταν τὴν Ἱ. Μονὴ τῆς Κλεισούρας μὲ τὸν συνδιάκονό μου π. Γρηγόριο γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ νιώσουμε ἀναψυχὴ καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ μακαριστὴ Σοφία. »Τὴ συναντήσαμε μαζεμένη, ἕνα σωρὸ κόκκαλα, γεροντικὸ λείψανο, στὸ βάθος ἑνὸς φούρνου. Ὁ φοῦρνος ἦταν τὸ κατοικητήριό της. Θυμᾶμαι τὴν ἐναγώνια φράση της, σὲ ποντιακὴ διάλεκτο: ‘’Εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλή’’. Θυμᾶμαι ὅτι τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε. Τὸ ἀποστεωμένο σῶμα της σὲ ὑπέβαλλε. Ἀπὸ τὴ συνάντηση ἐκείνη, ἀνέπαφη ἔμεινε ἡ ζωηρὴ ἐντύπωση ποὺ μᾶς προξένησε ἡ παντελὴς ἔλλειψη δυσωδίας ἀπὸ τὸ στενόχωρο ἐκεῖνο μέρος ὅπου ζοῦσε. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Τὸ παραμικρὸ δὲν ἔνοιωθα. Πέρασε ἀπὸ τὸ φτωχό μου μυαλὸ ὅτι τὰ παράδοξα ποὺ συναντοῦμε στὰ Συναξάρια καὶ στοὺς Βίους τῶν Ἁγίων εἶναι παναληθῆ. Πιστεύω ὅτι ἡ ψυχὴ τῆς μακαριστῆς Σοφίας θὰ ἐλεήθηκε πλούσια ἀπὸ τὸν πανοικτίρμονα Θεὸ καὶ ὅτι οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες της, οἱ προσευχές της, οἱ σωματικοὶ κόποι της, ἡ ὁσιακὴ ζωή της θὰ τῆς χάρισαν ὄχι λίγη παρρησία στὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ». Κάποτε ἡ Σοφία ἠσθένησε βαριά. Διπλώθηκε στὴ μέση ἀπὸ τὸν πόνο. Δημιουργήθηκε ἕνα πρήξιμο, ποὺ σιγὰ-σιγὰ αὐξανόταν. Στὴ συνέχεια ἄνοιξε καὶ ἔβγαινε δυσῶδες ὑγρὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες. Μερικοὶ μιλοῦν γιὰ περιτονίτιδα. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὴν ἔσκισε τὸ σκληρὸ λάστιχο ἀπὸ τὴν πρόχειρη φούστα ποὺ φοροῦσε. Ὅπως ὅμως φαίνεται ἀπὸ τὶς περιγραφὲς ὅσων παρακολουθοῦσαν τὴν ὑπόθεση, πρέπει νὰ ἦταν περισκωληκοειδικὸ ἀπόστημα, σύμφωνα μὲ τὴν ἰατρικὴ ὁρολογία καὶ αὐτὴ ἄρχισε νὰ σαπίζει. Ἡ παπαδιὰ τοῦ παπα–Φώτη καὶ ὁ ἴδιος τὴν παρακαλοῦσαν νὰ φωνάξουν ἰατρό. Μύριζε, ἀλλὰ δὲν δεχόταν καμμία βοήθεια οὔτε περιποίηση, «θὰ ΄ρθεῖ ἡ Παναγία νὰ μὲ πάρει τὸν πόνο. Μοῦ τὸ ὑποσχέθηκε» ἔλεγε, ὅπως θυμᾶται ἄλλο πρόσωπο ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς ἴδιας της Ὁσίας.Ἰδιαιτέρως πνευματικές, εἶναι οἱ διδαχὲς καὶ οἱ Λόγοι τῆς ὁσίας μητρὸς Σοφίας, ἡ ὁποία νουθετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους: – Ποτὲ νὰ μὴν πεῖς ὅτι εἶμαι ἐγώ. Ὁ Θεὸς εἶναι. Ἐσὺ εἶσαι Παναγιώτης, Γιῶργος, Γιάννης, Μαρία δὲν εἶσαι τίποτα, ἀλλὰ μόνο νὰ πιστεύεις στὸ Χριστό. Ἅμα πιστεύεις, ὅλα θὰ ἔρχονται βολικά, ἀλλὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεσαι.
– Θὰ μιλᾶς σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ἕνα μικρὸ παιδάκι θὰ μιλᾶς καὶ θὰ τοῦ λὲς καλημέρα. Κι αὐτὸ εἶναι σπλάχνο τοῦ Θεοῦ. Ἄσε ποὺ εἶναι μικρό. Γέννημα, θρέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
– Ἄχ, ἂν κάνουμε ἕνα καλό, λέμε κάναμε ἕνα καλό. Μὲ ποιά δύναμη κάναμε τὸ καλό; Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἔδωσε ὁ Θεὸς εὐλογία καὶ ἔκανες τὸ καλό. – Σᾶς παρακαλῶ, ὅποιος κάνει ὑπομονή, χαρὰ σ΄ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σὰν τὸν ἥλιο θὰ λάμψει. Πολλὴ ὑπομονὴ νὰ κάνετε.
– Ὅταν δίνετε νὰ μὴν λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάϊσα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε εὐλογία γιὰ νὰ δίνετε ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα.
– Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱό της: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμο σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμο», Παναγία μου, προσκυνῶ τὴ χάρη σου. Ὁ Κύριος λέει: «Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν». Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή».
– ’Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸ τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις.
– Νὰ ζεῖτε. Χαρὰ νὰ ἔχετε. Καλὸ πνεῦμα. Καλὴ φώτιση. Ἡ Παναγία νὰ χαρίζει αἰωνία ζωή.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 15