Μία από τις πιο γνωστές και καταξιωμένες Ελληνίδες του εξωτερικού, η βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, σε συνέντευξή της στη διαδικτυακή ιστοσελίδα The Huffington Post στο πλαίσιο ενός αφιερώματος για την ελληνική ταυτότητα σήμερα, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «Η αρχαία ιστορία αθηνειάζει, η νεοτάτη ιστορία πελοποννησιάζει, η δε μεσαιωνική ιστορία βυζαντινίζει». Πράγματι, τόσο η ιστοριογραφία όσο και η ίδια η ιστορία χαρακτηρίζονται από αυτό το διαχρονικό γνώρισμα και συνάμα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Ελληνισμός και γι’ αυτό θα επιχειρηθεί μια πρώτη προσέγγιση στο εν λόγω ζήτημα.
Κατ’ αρχάς, ο εσωστρεφής και υπεροπτικός τοπικισμός, όπως θα μπορούσε να ονομαστεί, στις μέρες μας παρουσιάζεται έντονα εδραιωμένος. Μετά την ίδρυση του πρώτου νεοελληνικού κράτους στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, η Αθήνα επιλέχθηκε τελικά ως πρωτεύουσα για λόγους πρωτίστως ιδεολογικούς –που συνδέονται άμεσα με την κλασική αρχαιότητα– αλλά και πρακτικούς. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, το νέο κράτος δεν συστάθηκε γύρω από μια μεγάλη ελληνική πόλη της εποχής, όπως για παράδειγμα η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη ή η Θεσσαλονίκη, και αυτό διαμόρφωσε άλλες δυναμικές σε πολλά επίπεδα.
Η παθογένεια της διοίκησης ενός κράτους και ενός έθνους από μία και μόνο πόλη –η οποία μάλιστα συγκεντρώνει πάνω από το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού– σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο συνέβαλε στη δημιουργία της «τυπικής-συμβατικής» ελληνικότητας. Ίσως ένα από τα θετικά της ίδρυσης δεύτερου νεοελληνικού κράτους είναι και η δημιουργία ενός δεύτερου κέντρου που κατάφερε να αναπτύξει τις τρεις προαναφερθείσες πτυχές της κοινωνικής ζωής, κάτι που σταδιακά αναπτύσσει και η Θεσσαλονίκη εδώ και πολλές δεκαετίες.
Παράλληλα, σε επίπεδο αποδοχής της πολυμορφίας της ίδιας της ελληνικότητας των διαφόρων ελληνικών πληθυσμών οι οποίοι βρίσκονται εντός αλλά κυρίως εκτός του μητροπολιτικού κράτους, βρισκόμαστε ακόμη πολύ πίσω. Η δημιουργία της «τυπικής-συμβατικής» ελληνικότητας διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία σχηματίστηκαν τόσο από τον αθηνοκεντρισμό και το πρώτο νεοελληνικό κράτος, όσο και από τον ετεροπροσδιορισμό με άλλες ομάδες Ελλήνων.
Η πρώτη περίπτωση είναι οι διάφορες ομάδες εντός του ελληνικού κράτους, όπως οι μουσουλμανικές μειονότητες στη Θράκη, οι σλαβόφωνοί της ελληνικής Μακεδονίας, οι Βλάχοι, οι παλιννοστούντες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και πιο παλιά οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Μια δεύτερη κατηγορία είναι οι Έλληνες της Κύπρου, οι οποίοι, λόγω της διαφορετικής κρατικής οντότητας αλλά και της δυνατότητάς τους να διοικούν το κυπριακό κράτος, έχουν αναπτύξει μια τοπική πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ που τους επιτρέπει να σταθούν ως αυτοδύναμοι παίκτες στην «αρένα» της ελληνικότητας, φτάνοντας μάλιστα σε σημείο να εμφανίζονται ως οι μόνοι «γνήσιοι» Έλληνες. Αυτό το τελευταίο μπορεί να ερμηνευθεί και ως ένα σύμπλεγμα λόγω ακριβώς της μη ένταξης στο μητροπολιτικό κράτος, στο οποίο όμως με το ένα πόδι είναι εντός. Μια τρίτη περίπτωση είναι οι Έλληνες που ζουν στον ιστορικό χώρο όπου έδρασε ο Ελληνισμός και σήμερα ανήκει σε άλλα κράτη, όπως η Αλβανία και η Τουρκία. Τέλος, υπάρχουν και οι Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι σαφώς έχουν μια άλλη αντιμετώπιση και οπτική για την Ελλάδα, πιο ρομαντική και συναισθηματική.
Συμπερασματικά, η προαναφερθείσα παθογένεια της ελληνικότητας προφανώς θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά τουλάχιστον μέσα από την αποκέντρωση και την επανένωση των Ελλήνων θα επέλθει μια πιο υγιής ισορροπία. Ας αξιοποιηθούν, λοιπόν, σε αρχικό στάδιο τα θετικά της ύπαρξης δύο ελληνικών κρατών και ας γίνει προσπάθεια να αμβλυνθούν τα αρνητικά της ύπαρξης ενός ενιαίου κράτους στο μέλλον.
Ανδρέας Χριστοφή
Εκ βαθέων