Η υπογραφή του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 έλαβεν χώραν μεταξύ 15 και 22 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος είναι γνωστό: Το 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου τάχθηκε υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό πρέπει να θεωρηθεί κομβικής σημασίας στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, αφού αποτέλεσε ουσιαστικά το αποκορύφωμα της ειρηνικής προσπάθειας του ελληνικού πληθυσμού του νησιού για ευόδωση του εθνικού τους αιτήματος. Στο εξής, το ενωτικό κίνημα θα περνούσε σε μαχητικότερη φάση. Στο παρόν επετειακό άρθρο θα επιχειρήσουμε μια σύντομη σκιαγράφηση της ατμόσφαιρας της περιόδου και των αντιδράσεων των διαφόρων εμπλεκομένων στις εξελίξεις.
Ενωτικά δημοψηφίσματα είχαν διεξαχθεί και στις προηγούμενες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε συλλογή υπογραφών υπέρ της Ένωσης το 1914, αλλά το εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα 1921 και 1930 υπογράφτηκαν επίσης ενωτικά ψηφίσματα, αλλά μόνο από τις Χωρητικές Αρχές και εκκλησιαστικές επιτροπές των κατά τόπους κοινοτήτων. Το Δημοψήφισμα του 1950, λοιπόν, ήταν καινοτόμο ως προς τη διαδικασία του, αφού απέκτησαν για πρώτη φορά (με εξαίρεση το 1905, όταν ψήφισαν στις εκλογές των σχολικών εφορειών) δικαίωμα ψήφου, όχι μόνο ο αντρικός πληθυσμός, αλλά και οι γυναίκες του νησιού. Παράλληλα, το ηλικιακό όριο των εν δυνάμει ψηφοφόρων μειώθηκε από τα 21 έτη (1914) στα 18.
Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που παρουσιάζει το Δημοψήφισμα του 1950, ήταν η συμμετοχή Κυπρίων του εξωτερικού. Από τα μέσα Δεκεμβρίου 1949 εμφανίζονται δημοσιεύματα στον Τύπο, με τα οποία οι απόδημοι Κύπριοι ζητούσαν να εξευρεθεί τρόπος συμμετοχής τους. Ενδεικτικά καταγράφουμε την αναφορά της «Ελευθερίας» της Λευκωσίας στις 26 Ιανουαρίου 1950 για υπογραφή των δέλτων του Δημοψηφίσματος από 935 Κυπρίους της Αθήνας.
Πριν εξετάσουμε τις διάφορες αντιδράσεις και την ατμόσφαιρα της εποχής, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 διεξήχθη σε ένα τεταμένο εθνικά και πολωμένο παραταξιακά κλίμα, στον απόηχο του ελληνικού εμφυλίου και των συγκρούσεων των προηγουμένων ετών με αφορμή τις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1949 στο νησί και τη Διασκεπτική Συνέλευση, την οποία προκήρυξε η αποικιακή Διοίκηση του νησιού τον Ιούλιο του 1947, με στόχο την παραχώρηση μορφής αυτοκυβέρνησης στους Κυπρίους.
Προεργασία
Η ιδέα ενός δημοψηφίσματος, που θα λειτουργούσε ως η λυδία λίθος της βούλησης των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, άρχισε να προβάλλεται από τον Τύπο σε Ελλάδα και Κύπρο από τις αρχές του 1949 (ιδίως κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στην Κύπρο τού Sir John Martin, βοηθού Υφυπουργού Αποικιών). Το ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφίσματος είχε συζητήσει ο Μακάριος στα τέλη του 1949, ο οποίος ως Μητροπολίτης Κιτίου περιόδευσε στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Την ίδια περίοδο, ζήτημα δημοψηφίσματος έθετε και ο Εθνικός Απελευθερωτικός Συνασπισμός (ΕΑΣ), ο οποίος ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1947 και βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ΑΚΕΛ. Ο ΕΑΣ σε υπόμνημά του (το οποίο έφερε τις υπογραφές ηγετικών στελεχών του ΑΚΕΛ), προκαλούσε την αποικιακή διοίκηση: «Επαναλαμβάνουμε πως ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου ομόφωνα και ολόψυχα επιθυμεί την Ένωσή του με την Ελλάδα, μα αν τυχόν υπάρχει και η παραμικρή αμφιβολία, ένα ελεύθερο δημοψήφισμα, κάτω από την επίβλεψη του Ο.Η.Ε., θα διαλύσει όλες τις αμφιβολίες».
Τον Σεπτέμβριο του 1949 ο ΕΑΣ εισηγήθηκε συνεργασία με την Εθναρχία, με στόχο την υποβολή κοινού υπομνήματος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για το Κυπριακό, αλλά η Εθναρχία τήρησε αρνητική στάση. Όμως, παρά την απάντηση της Εθναρχίας, στις 3 Δεκεμβρίου 1949 η Αριστερά εγκαινίασε τη συλλογή υπογραφών προς υποστήριξη του υπομνήματος που θα απέστελλε στον ΟΗΕ.
«Του Θεού δώρον είναι η ελευθερία…»
Στις 18 Νοεμβρίου 1949, υπό την πίεση της πρωτοβουλίας της Αριστεράς για συλλογή υπογραφών, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε τη διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου να διακηρυχθεί επισήμως η βούληση των Ελλήνων της Κύπρου για εθνική αποκατάσταση. Την απόφαση της Ιεράς Συνόδου επικύρωσε λίγες μέρες αργότερα (1η Δεκεμβρίου) το Γραφείο Εθναρχίας.
Ως ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ορίστηκε η 15η Ιανουαρίου 1950, έπειτα από συνεδρία της 5ης Δεκεμβρίου 1949. Στην ίδια συνεδρία αποφασίστηκε όπως η αποικιακή Κυβέρνηση του νησιού κληθεί να διεξαγάγει η ίδια το δημοψήφισμα. Για τον σκοπό αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ απέστειλε στις 12 Δεκεμβρίου 1949 επιστολή προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου, Sir Andrew Wright, για να λάβει αρνητική απάντηση πέντε μέρες αργότερα.
Στην απάντηση του Κυβερνήτη επισημαινόταν ότι το ζήτημα της Ένωσης θεωρείτο «κλειστό» για την αποικιακή Διοίκηση, ενώ ο Βρετανός αξιωματούχος υπεδείκνυε στον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν θα αναγνώριζε το δημοψήφισμα, παρά ως μια συλλογική δήλωση των Ελλήνων του νησιού, μέσω της οποίας εξέφραζαν τους πόθους τους. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση δεν είχε λόγο να αναμειχθεί στη διαδικασία. Στη δική του απαντητική επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγραφε ότι το Κυπριακό θα έκλεινε μόνον όταν ικανοποιείτο το παγκύπριο και πανελλήνιο αίτημα για Ένωση.
Η εθναρχική εγκύκλιος, με την οποία οι Έλληνες της Κύπρου καλούνταν σε δημοψήφισμα, εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1949. Η εγκύκλιος άρχιζε ως εξής: «Κυπριακέ λαέ, Του Θεού δώρον είναι η ελευθερία. Της θείας ταύτης ευλογίας η μικρά Πατρίς μας στερείται από αιώνων πολλών». Ακολούθως καλούσε:
«Ουδέποτε να λησμονώμεν ότι η Ελευθερία εδωρήθη μεν υπό του Θεού προς τον άνθρωπον, αλλά μόνον δι’ αγώνων επιμόνων και συνεχών εξαναγκάζονται οι Κυρίαρχοι ν’ αναγνωρίζουν εις τους υπ’ αυτών κυριαρχουμένους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. […] Εντεύθεν, ως τεταγμένοι φρουροί των συμφερόντων της Νήσου, προεκρίναμεν, κατά τα ήδη εξαγγελθέντα, ως πρώτον μέτρον του περαιτέρω απελευθερωτικού αγώνος την διεξαγωγήν δημοψηφίσματος. Τούτο διά να καταδειχθή διά μίαν εισέτι φοράν, ότι σύμπας ο λαός ουδέν άλλο επιζητεί, ειμή την Ένωσιν. […] Κυπριακέ λαέ, Καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος υπέρ πάσαν άλλην περίπτωσιν, επιτελέσης και τώρα το προς την δούλην πατρίδα καθήκον σου μετ’ ενθουσιασμού. […] Σύνθημα μοναδικόν έστω διά παντός: Ένωσιν και μόνον Ένωσιν. Και δι’ αυτήν να δοθή η ψήφος και του τελευταίου Κυπρίου».
Στις 3 Ιανουαρίου 1950, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ εξέδωσε οδηγίες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας του δημοψηφίσματος προς τους ιερείς και τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους των κατά τόπους ναών. Ως προς τη διαδικασία διευκρινίζεται ότι παράλληλα με τις δέλτους με την επιγραφή «Αξιούμεν την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα», υπήρχαν οι αντίστοιχες για τους διαφωνούντες με την επισήμανση «Ενιστάμεθα εις την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα».
Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η εκ μέρους της αποικιακής Διοίκησης απαγόρευση της συμμετοχής των δημοσίων υπαλλήλων στη διαδικασία υπογραφής. Όταν τον Φεβρουάριο του 1950 γινόταν απολογισμός των πεπραγμένων στο περιοδικό της Εθναρχίας, «Ελληνική Κύπρος», το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη του προβληματισμού που προκάλεσε το δημοψήφισμα στους Βρετανούς, παρά την αρχική απαξιωτική τους στάση.
Η στάση της Αριστεράς
Όπως προαναφέρθηκε, η Αριστερά, μέσω του ΕΑΣ, επιχείρησε πρώτη τη συλλογή υπογραφών προς αποστολή υπομνήματος στον ΟΗΕ. Η αντίδραση στην προσπάθεια αυτή είναι ενδεικτική της άρνησης της Δεξιάς – Εθναρχίας να παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία του ενωτικού αγώνα. Όταν ανακοινώθηκε η πρόθεση της Εθναρχίας να προχωρήσει στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, το ΑΚΕΛ αποφάσισε να αναστείλει τη δική του εκστρατεία και επεδίωξε συστράτευση, παρ’ όλο που εκφράστηκαν απόψεις για παράλληλη συλλογή υπογραφών από την Αριστερά. Εν τέλει, η προσπάθεια του ΑΚΕΛ εκ των πραγμάτων διακόπηκε και ο ΕΑΣ διακήρυττε ότι «η λαϊκή παράταξη, πάντα πιστή στη γραμμή της εθνικής ενότητας στην πάλη για τη λευτεριά του λαού μας, δηλώνει κατά τον πιο απερίφραστο τρόπο ότι είναι έτοιμη να υποστηρίξει μ’ όλες της τις δυνάμεις το δημοψήφισμα της Εθναρχίας, εφ’ όσον τούτο θα είναι πραγματικά ενωτικό δημοψήφισμα».
Στις 10 Δεκεμβρίου 1949, το Παγκύπριο Συμβούλιο του ΕΑΣ ανακοίνωσε ότι, με βάση το εθνικό συμφέρον και παρά «τις επιφυλάξεις μας, και όλους τους φόβους μας για την ασυνέπεια της Εθναρχίας, καλούμε όλον τον λαό στη μάχη για το Δημοψήφισμα». Ως προς τη διαδικασία της ψηφοφορίας, ο ΕΑΣ εισηγήθηκε όπως το δημοψήφισμα διεξαχθεί με μυστική ψηφοφορία σε κάλπες με σφαιρίδια.
Ωστόσο, οι παράγοντες της Δεξιάς και η Εθναρχία δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόθεση της Αριστεράς για συνεργασία. Ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο κατά τη δεδομένη περίοδο. Επισημαίνουμε ενδεικτικά την εκκλησιαστική εγκύκλιο που εξεδόθη το προηγούμενο έτος (6 Σεπτεμβρίου 1948), στην οποία καταδικαζόταν ο κομμουνισμός και γινόταν προτροπή προς αποφυγήν συνεργασίας με τους οπαδούς του. Στο πνεύμα φανατισμού που επικρατούσε, η «Ελευθερία» της Λευκωσίας στις 4 Δεκεμβρίου 1949 οδυρόταν ότι η κίνηση της Αριστεράς αποσκοπούσε στην αποκατάστασή της έναντι του κυπριακού λαού: «Αξιοθρήνητοι άνθρωποι! Ενώ αφ’ ενός καθ’ ημέραν εξυβρίζουν τους αποτελούντας την Εθναρχίαν Ιεράρχας, ζητούν αφ’ ετέρου από αυτούς να τους καλέσουν εις συνεργασίαν!».
Οι αντιδράσεις των Τούρκων
Μετά τις δημοτικές εκλογές του 1949 κλιμακώθηκε η εθνική κινητοποίηση των Ελλήνων του νησιού, ταυτοχρόνως, όμως (και ως αποτέλεσμα), εντάθηκαν οι αντιδράσεις της τουρκικής κοινότητας του νησιού και το ενδιαφέρον της Τουρκίας για το Κυπριακό. Στα τέλη του ιδίου έτους οι Τούρκοι της Κύπρου οργανώθηκαν ιδρύοντας την Ομοσπονδία Τουρκοκυπριακών Οργανώσεων, με στόχο την καλύτερη οργάνωση για αντιμετώπιση των κινήσεων των Ελλήνων.
Οι δημόσιες αναφορές σε δημοψήφισμα κινητοποίησαν τον τουρκικό πληθυσμό της Κύπρου. Αντιδρώντας στο ενδεχόμενο, η H?r S?z υπέδειξε ότι σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα θα έπρεπε να συμμετέχουν και τα μέλη της τουρκικής κοινότητας που είχαν μεταναστεύσει στην Τουρκία. Το Έθνος της Λευκωσίας απαντούσε σε ειρωνικό τόνο στις 15 Νοεμβρίου 1949 ότι: «Και εις τον Άρην ακόμα εάν υπήρχον Τούρκοι η “Χουρ Σοζ” θα εζήτει την γνώμην των». Είναι γεγονός ότι οι τουρκικές αντιδράσεις δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν, ούτε μετά το ογκώδες ανθενωτικό συλλαλητήριο που οργανώθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1949 στην κυπριακή πρωτεύουσα.
Σε σχέση με το δημοψήφισμα καθ’ εαυτό, είχε επικρατήσει η άποψη ότι πολλοί Τούρκοι (πιθανώς με καταβολές από τους εξισλαμισθέντες χριστιανούς) αγνόησαν τις υποδείξεις της ηγεσίας τους και υπέγραψαν για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Τουρκολόγο Σώτο Κτωρή (Τουρκοκύπριοι – Από το περιθώριο στον συνεταιρισμό (1923-1960), εκδ. Παπαζήση, 2013), κάτι τέτοιο δεν ισχύει -ως προς τη μαζικότητα- αφού στις δέλτους περιέρχονται μόλις 42 τουρκικά ονόματα.
Υπό πίεση η Αθήνα
Στις 14 Δεκεμβρίου 1949, λίγες ημέρες αφότου οριστικοποιήθηκε η ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα επισκέφθηκε τον Παναγιώτη Πιπινέλη, Υφυπουργό Εξωτερικών. Τη συνάντησή τους ακολούθησε ανακοίνωση από μέρους του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, στην οποία επισημαινόταν ότι οι συζητήσεις στη Βουλή και στον Τύπο σχετικά με το Κυπριακό μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο «Νέος Κυπριακός Φύλαξ» απαντούσε ότι ήταν προφανές πού αποσκοπούσαν οι συγκεκριμένες δηλώσεις και τι είχε προηγηθεί, εν τούτοις ήταν ανεπίτρεπτη εξέλιξη εκ μέρους των Ελλήνων αξιωματούχων. Μάλιστα, η εφημερίδα της Λευκωσίας σχολίαζε ότι θα ήταν προτιμότερο να παραιτηθεί η ελληνική Κυβέρνηση, παρά να επιδείξει στάση δειλίας και να επιτρέψει τέτοιες δηλώσεις. Από την πλευρά του, ο ΕΑΣ καταδίκασε τις δηλώσεις τονίζοντας ότι «το πανελλήνιον αίτημα» για Ένωση έπρεπε να θεωρείται το πλέον απαραβίαστο εθνικό συμφέρον.
Πάντως, στις 22 Δεκεμβρίου 1949, στη συνεδρία του ελληνικού Κοινοβουλίου, αναγνώστηκε τηλεγράφημα από την Κύπρο, στο οποίο σημειωνόταν ότι ο κυπριακός λαός «κατανοεί την πίεσιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως έναντι του κυπριακού αγώνος και αναμιμνήσκεται παρομοίαν στάσιν εις αγώνας Ιονίου και Κρητικούς».
Κατά την εν λόγω περίοδο καταγράφονται διάφορες εκφράσεις αλληλεγγύης του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και επιδοκιμασίας της πρωτοβουλίας τους για δημοψήφισμα στις συνεδρίες της ελληνικής Βουλής. Αποκορύφωμα ήταν η κατάθεση ψηφίσματος αλληλεγγύης στον αγώνα για Ένωση από ομάδα δέκα βουλευτών. Ψήφισμα συμπαράστασης έστειλε και η Εκκλησία της Ελλάδος στις 13 Ιανουαρίου 1950, ενώ πολλές οργανώσεις ανά το πανελλήνιο εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους στον αγώνα των Κυπρίων.
Στη διεθνή σφαίρα το Κυπριακό
Την υπογραφή του δημοψηφίσματος ακολούθησε αποστολή πρεσβείας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με ενδιάμεσες στάσεις σε Αθήνα και Λονδίνο, ενώ η (αποκλεισθείσα) Αριστερά αποφάσισε αποστολή δικής της «λαϊκής πρεσβείας». Τα αποτελέσματα της πρεσβείας ήταν απογοητευτικά, αφού ακόμα και η ελληνική Κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα αρνήθηκε να παραλάβει επισήμως τους τόμους του δημοψηφίσματος. Παρ’ όλα αυτά, η διενέργεια του δημοψηφίσματος λειτούργησε θετικά ως προς άλλες παραμέτρους (δεν είναι τυχαία η επιλογή του πανηγυρικού «Νενικήκαμεν!» ως τίτλου του «Λαϊκού Βήματος» της Λεμεσού την επαύριον της λήξης της διαδικασίας υπογραφής).
Κατ’ αρχάς, όπως παρατηρούσε το «Έθνος» της Λευκωσίας στις 17 Δεκεμβρίου 1949, η απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος πέτυχε τη μετατόπιση της συζήτησης του Κυπριακού από τους κύκλους του βρετανικού Υπουργείου Αποικιών στη διεθνή σφαίρα. Παράλληλα, αποτέλεσε το μέσο για να καταδειχθεί σε διεθνές επίπεδο η συλλογικότητα του εθνικού αιτήματος των Ελλήνων Κυπρίων, αλλά και η βρετανική αδιαλλαξία.
Μια άλλη θετική παράμετρος για το εθνικό κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων, ήταν η ευκαιρία που τους δόθηκε να αναδείξουν την πολιτική και ηθική ασυνέπεια της Βρετανίας με επικλήσεις στην ιστορία και στους κοινούς αγώνες των δύο λαών. Για παράδειγμα, το «Έθνος» της Λευκωσίας διερωτάτο στις 7 Δεκεμβρίου 1949 αν, παρά την από μέρους της Βρετανίας υπογραφή συνθηκών που προνοούσαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, η αποικιακή δύναμη θα προτιμούσε να «αρνηθή την υπογραφήν της και θα την καταπατήση ως κουρελλόχαρτον, όπως έκαμαν ο Κάιζερ και ο Χίτλερ […] και δεν θα σκεφθή την διεθνή απήχησιν, το γόητρόν της, την εν τω κόσμω θέσιν της, τους ελευθέρους λαούς, δεν θα σκεφθή την Ελλάδα;». Την ίδια μέρα, ο «Νέος Κυπριακός Φύλαξ» έγραφε δηκτικά ότι την αποικιακή Κυβέρνηση του νησιού «προκαλεί η πολιτική ηθική, την προκαλούν αι δικαί της διακηρύξεις και υποσχέσεις, την προκαλούν οι τάφοι των εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι προσέφερον την ζωήν των υπέρ της ελευθερίας, την προκαλεί η ιστορία της».
Τέλος, πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντικό αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας των Ελλήνων της Κύπρου η ευκαιρία για καταπράυνση των εσωτερικών διενέξεων και για -παροδική έστω- επούλωση των πληγών του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Η εβδομάδα 15 – 22 Ιανουαρίου ήταν μια από τις λίγες περιόδους κατά την οποία, εξαιτίας του Δημοψηφίσματος, παρουσιάστηκε σύμπραξη και ομοψυχία προς επιδίωξη του κοινού εθνικού στόχου απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
του Μιχάλη Σταυρή | Πρώτη δημοσίευση SigmaLive