Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε
η ανταύγεια χρυσή
Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από
ψηλά παράξενο θυμίαμα
Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο
Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που
άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το
μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα
Όπου αναπήδησε
ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Γεών Τίγρης Ευφράτης
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια
Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγίξω μόνο και ας καώ, φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε o κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια
σαν αμύγδαλο
Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που
μ' απώθησαν οι συμφορές
να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του
κόσμου ετούτου.
Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Οδυσσέα Ελύτη 1971
(Απόσπασμα)