Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Εκατό χρόνια πριν

 


27 Αυγούστου 1922 

(100 χρόνια πριν)



Παραθέτω από το βιβλίο "Τα χαΐρια μας εδώ", εκδόσεις Κουκκίδα - Αιγαίον, του Γιώργη Παπάζογλου, ένα απόσπασμα της αφήγησης της Αγγελικής Παπάζογλου.


Το κείμενο είναι αφήγηση, βγαλμένο από τα σπλάχνα της παλιάς, τυφλής, Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, που πέθανε φυματικός στην Κατοχή, όπως σώθηκε και καταγράφηκε από τον γιο τους Γιώργη.


        _______*****_______


....Πέντε η ώρα τ' απόγευμα ήτανε πούβγε απ' την Αρμενιά η φωτιά. Και πάμε στο σπίτι κι ήτανε η φωτιά κοντά πια. Και μία αγριάδα Γιώργο μες στο σπίτι... σ' έδιωχνε... σα να ήτανε ζωντανός άνθρωπος και σούλεγε: "Φύγετε να γλιτώσετε κι εγώ θα κάτσω να καώ για σας... να σας κάνω πλάτες να φύγετε... να σωθείτε εσείς...  Φευγάτε πριν νάναι αργά.." Σ' έδιωχνε μία κρυάδα μέσα... Ο Θεός να φυλάει...


... Εντάξει το σπίτι.  Εσύ όμως δεν ήθελες να φύγεις. Πού να πας... Πώς να τ' αφήσεις... Να τ' αποχωριστείς... Παντού γύρω-γύρω στα ταβάνια, στα πατώματα, στα σκαλιά,  στα ντουβάρια έβλεπες κολλημένη την καρδιά σου...  Δίπλα-δίπλα με τα κάντρα, τα καντράκια, τα κουρτινόξυλα, τσι φωτογραφίες, τα κεντήματα, το κεντημένο κάντρο το Φρίξο και την Έλλη, το Αρκάδι... - ήτανε στου ντουβαριού τη μέση και γύρω-γύρω οι εικόνες του Κολοκοτρώνη, του Αθανασίου Διάκου, του Καραϊσκάκη και του Ρήγα Φεραίου.


Ο θείος Γιώργης λέει: "δεν μ' άφηκες να σπάσω τους καθρέφτες βρε Ελένη... Θα σταματήσω κι εγώ το ρολόι.." "Ήτανε ένα μεγάλο έπιπλο, ρώσικο ρολόι, και τα κρύσταλλα του γύρω με "μπιζού"... Ήτανε ακριβό ρολόι.. Ίσαμε κει πάνω ήτανε... ένα μόμπιλο... έπιπλο κανονικό...". "Σταμάτησέ το ωραία - ωραία του λέει - και ξανακλείσε το πορτάκι..."

Εγώ παρακολουθούσα σα χαζή, που τόκλεισε το πορτάκι... σα νάκλεισε και την καρδιά μου μέσα κεί. Και τόκλεισε ωραία ωραία εκείνος ο αντρούκλαρος, για να μην τη πληγώσει..  Σα χαζή ήμουνα... η καρδιά μου δε μ' άκουε να φύγωμε από μέσα κεί... ήταν ένα με τα πράματα... πώς να την ξεκολλήσεις να την πάρεις; Εκειδά έμεινε κι ηκάηκε μαζί με το σπίτι... με τον μεγάλο τον κατρέφτη... με τσι διπλωμένες σημαίες... με το ρολόι... με τ' Αρκάδι... Είδες; Για δεύτερη φορά καιγούντανε στη Σμύρνη πάλι.


"Πάμε - μου λέει η μανούλα μου- να μαζέψουμε τσι πλυμένες κουρελούδες πούν' απλωμένες στο δώμα να μη μας λαμπαδιάσουνε...". Κι ανέβηκα εγώ κι ηάνοιξα την καπάντζα. Τ' ήτανε και εκείνο... Σα καυτό νερό μας παρέχυσε το ντουμάνι... Σα φουρτουνιασμένο πέλαγο χύθηκε μέσα η μαυρίλα κι η ζεστασιά... Τα καταφέραμε όμως... τσι κατεβάσαμε... να καούνε διπλωμένες... νοικοκυρεμένες... Σα να την ακούω τη μανούλα μου... "Να καούνε διπλωμένες - είπε - μέσα σ' εκείνο το κακό ... να μη μας πούνε σκατονοικοκυράδες". Είναι να μην την αγαπώ;... 


... "Τώρα με τόνα χέρι κάντε το σταυρό σας και με τ' άλλο ζουλάτε το στήθος να κάντε πέτρα την καρδιά σας. "M' άρπαξε σε απ' το χέρι, με ταρακούνησε: "να περπατάς σακάτικα... να μην ξεχάσεις πως είσαι ντυμένη γριά"... μου είπε... Κι όταν φτάσαμε εδώ, με την ψυχή στο στόμα, μας φωνάζανε "τουρκόσποροι"...


Και μόλις ηανοίξαμε την πόρτα να βγούμε, ήρθαμε μούτρα με μούτρα με τον Τούρκο τον Αλή που ήφερνε   το άρρωστο τουρκάκι στη γιαγιά και το σταύρωνε στου καντηλιού το λάδι στο εικόνισμα του Άη-Γιώργη... Ηπούλαε σαλέπι ο Αλής.  Μας κοίταξε καλά-καλά κι έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι.  Ύστερα ήλεγε η μανούλα μου: "ήρθε ο Αλής να σώσει απ' τη φωτιά το εικόνισμα τον καβαλλάρη... ποιος ξέρει... Ο Θεός που νάχει δόξα όλα τα κάνει..."


... Άμα ηφύγαμε, η φωτιά ήταν τρία στενά πιο πάνω από μας. Είχαμε γίνει απ' τους καπνούς αραπάδες. Ο αέρας ήταν γεμάτος καμμένα πράγματα... τα ανάπνεες... η μύτη σου ήτανε ένα πράμα... θαρρούσες πώς είχε πίσσα βραστή μέσα... Το στόμα σου δεν είχε σάλιο, υγρασία... ήτανε στεγνό... Ο λαιμός σου έκαιγε που ανάπνεες κι απ' το στόμα. Κατάμαυρος καπνός παντού...


... Ξεκινήσαμε. Πού να πάμε όμως; Από παντού ήτρεχε ο κόσμος και φώναζε "κόβουνε... κόβουνε... Γυρνάτε πίσω... γίνεται σφαγή". Σε πιάναν οι τσετες και σε σφάζανε σαν τραγί... Τι να κάνωμε; Πώς να γλυτώσεις; Έχεις δει ποντικό που του ρίχνουνε πετρέλαιο μες στη φάκα και του βάζουνε φωτιά και δεν μπορεί να φύγει από πουθενά; Έτσι γυρνάγαμε μες στη φωτιά. Εσύ ήτρεχες κατά κει, άλλοι από κει τρέχανε κατά πάνω σου κατά δω, άλλοι τρέχανε απ' το πλάι, και όλοι φωνάζανε: "Κόβουνε... Κόβουνε... Πίσω... Γίνεται σφαγή..." Πίσω όμως ήτανε η φωτιά. Δε γινότανε πια... Δεν είχε δρόμο κατά τη θάλασσα.


 Να φύγωμε έξω απ' τη Σμύρνη να γλιτώσομε τον καυτό αέρα, τον καπνό και τη φωτιά, να βγούμε σε καθαρό αέρα να πάρομε μιά ανάσα, κι ότι θέλει ας γίνει... Βγάλανε απόφαση να πάμε κατά το Κορδελλιό, κόβουνε δεν κόβουνε. Κι αν γλυτώσουμε και φτάσουμε ως εκεί, μπορεί να βρούμε κάνα καΐκι...

_____________

27 Αυγούστου 1922 (100 χρόνια πριν): 

Τα τελευταία ελληνικά στρατιωτικά τμήματα εγκαταλείπουν τη Σμύρνη.

 Στις 11 π.μ. εμπροσθοφυλακή του τουρκικού ιππικού εισέρχεται στην πόλη, ενώ τις βραδυνές ώρες φτάνει και μία μεραρχία πεζικού.

 Οι Τούρκοι προβαίνουν σε σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της. Μεταξύ των σφαγιασθέντων είναι και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.