Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

20 Σεπτεμβρίου 1942.Ιουλία Μπίμπα

 


Το 1942, στη διάρκεια της Κατοχής, η φιλο-ναζιστική ΕΣΠΟ δραστηριοποιήθηκε για τη δημιουργία μίας αμιγώς ελληνικής ταξιαρχίας εθελοντών οι οποίοι θα πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο στο πλευρό των Γερμανών. Το ίδιο είχαν κάνει άλλωστε οι περισσότερες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1941, ο στρατηγός Μπάκος, «υπουργός Εθνικής Άμυνας» στην κυβέρνηση δωσίλογων του Τσολάκογλου, είχε προσπαθήσει για κάτι παρόμοιο, αλλά τότε είχαν αντιδράσει οι Ιταλοί. 

Στο τέλος καλοκαιριού του 1942, η ΕΣΠΟ επανάφερε δυναμικά το σχέδιο αυτό. Επιπλέον, η ελληνική ναζιστική οργάνωση ήταν βασικός φορέας της γερμανικής προπαγάνδας και συνέδραμε στην αποστολή Ελλήνων εργατών στην Γερμανία για τα πολεμικά εργοστάσια που είχαν κενές θέσεις λόγω της αυξανόμενης στράτευσης ντόπιων για το ανατολικό μέτωπο.

Όμως, μερικοί νέοι Έλληνες πατριώτες που αποτελούσαν τον «Ουλαμό Καταστροφών» της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ («Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων») με επικεφαλής τον υποσμηναγό Κώστα Περρίκο, αποφάσισαν να βάλουν τέλος στα σχέδια των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους . 

Η ανατίναξη της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ από μέλη της ΠΕΑΝ το μεσημέρι της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1942 με δέκα κιλά δυναμίτη ισοπέδωσαν το κτίριο της ΕΣΠΟ, ενώ στον πρώτο όροφο τελείωνε συγκέντρωση των μελών της. Στον τρίτο όροφο του κτιρίου ήταν τα γραφεία και αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων μίας γερμανικής μονάδας. Με την έκρηξη της βόμβας ανατινάχθηκαν και αυτά, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν τα πατώματα και των τριών ορόφων.




Σύμφωνα με επίσημη αναφορά της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, στην έκρηξη και την πυρκαγιά που ακολούθησε, σκοτώθηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ –ο αρχηγός της, γιατρός Στεροδήμας, τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε λίγες μέρες αργότερα- καθώς και 43 Γερμανοί στρατιωτικοί στον τρίτο όροφο.
Ήταν το μεγαλύτερο σαμποτάζ μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη και σημειώθηκε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν ακάθεκτα στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής και της Ρωσίας.

Το ηθικό των λαών της Ευρώπης που στέναζαν κάτω από τη γερμανική μπότα βρισκόταν στο ναδίρ. Την ίδια ώρα, κάποιοι Έλληνες είχαν αρχίσει να ελκύονται από τα μηνύματα της ΕΣΠΟ, λίγοι από ιδεολογία, πολλοί ως διέξοδο από την πείνα.
Όμως, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 το φερέφωνο των κατακτητών είχε μεταβληθεί σ’ ένα καμένο ερείπιο! Καμία οργανωμένη ελληνική δύναμη δεν πολέμησε τους Ρώσους…

Η Ιουλία Μπίμπα και η κατασκευή της βόμβας

Στην ομάδα των γενναίων πατριωτών που ανατίναξαν την ΕΣΠΟ ξεχωρίζει μία γυναίκα, η Ιουλία Μπίμπα. Ήταν μία απλή, μοναχική, λιγομίλητη και θεοσεβούμενη κοπέλα που καταγόταν από τη Σάμο και εργαζόταν στην Αθήνα ως παραδουλεύτρα. Στον ελεύθερο χρόνο της δίδασκε στο κατηχητικό σχολείο του Αγίου Νικολάου στο Κουκάκι, όπου διέμενε. Εκεί απέκτησε το παρατσούκλι «δασκαλίτσα», με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ήταν δασκάλα. Όμως, η Ιουλία φαίνεται ότι ήταν μόνο απόφοιτη δημοτικού. Ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Μπίμπα που ήταν τυφλός εκ γενετής. Τίποτα πάνω της δεν προδιέθετε κάποιον για το τι θα ήταν ικανή να κάνει στην Κατοχή.

Τον Μάρτιο του 1942, η φίλη και γειτόνισσα της, Αικατερίνη Μπέση, τη μύησε στην ΠΕΑΝ. Όπως δεκάδες άλλες κοπέλες, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας εναντίον των κατακτητών και μοίραζαν παράνομα έντυπα και προκηρύξεις.
Τον Ιούλιο του 1942 ο Κώστας Περρίκος ίδρυσε τον Ουλαμό Καταστροφών με στόχο να ξεκινήσει μεγάλης κλίμακας σαμποτάζ εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους. Η Μπέση και η Μπίμπα ήταν οι μοναδικές γυναίκες που στρατολογήθηκαν στον Ουλαμό και τα μέλη του έκρυψαν στο σπίτι της Μπέση τις εκρηκτικές ύλες με τις οποίες θα έφτιαχναν τις βόμβες. Επειδή υπήρξε κίνδυνος να γίνει έρευνα από τις αρχές κατοχής, η Μπέση και η Μπίμπα μετέφεραν τα εκρηκτικά στο σπίτι της τελευταίας. Στο σπίτι της Μπίμπα κατασκευάστηκε η βόμβα που ισοπέδωσε το κτίριο της ΕΣΠΟ και μάλιστα η ίδια βοήθησε στην κατασκευή της. Προηγουμένως είχε βοηθήσει -πάλι στο σπίτι της- στην κατασκευή των βομβών με τις οποίες ο Ουλαμός Καταστροφών ανατίναξε στις 15 Αυγούστου 1942 τη λέσχη των γερμανών αξιωματικών του Υγειονομικού, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, και στις 22 Αυγούστου 1942 τα γραφεία της οργάνωσης ΟΕΔΕ (Καντακουζηνού 7), μιας ελληνοναζιστικής οργάνωσης, μικρότερης της ΕΣΠΟ.


Η μεταφορά της βόμβας από την Ιουλία Μπίμπα 

Οι ενέργειες αυτές έγιναν νύχτα, δεν είχαν θύματα και πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Στην ενέργεια εναντίον των κεντρικών γραφείων της ΕΣΠΟ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, η Ιουλία κουβάλησε την πάνινη τσάντα με τη βόμβα των 10 κιλών -καλυμμένη με χόρτα- από το σπίτι της στο Κουκάκι μέχρι και το κέντρο της Αθήνας.
Στις τρεις περίπου ώρες που διήρκεσε η αναμονή, μέχρι ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης να τοποθετήσουν και να πυροδοτήσουν τη βόμβα μέσα στο κτίριο της ΕΣΠΟ, η Ιουλία την κρατούσε συνέχεια στα χέρια της παριστάνοντας την ανέμελη κοπέλα που μετά το πέρας της κυριακάτικης λειτουργίας έκανε τη βόλτα της χαζεύοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων.

Η προδοσία και οι συλλήψεις

Μετά την ανατίναξη της ΕΣΠΟ οι κατοχικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών και ο Περρίκος έλαβε μηνύματα να προφυλαχθεί αυτός και οι συναγωνιστές του. Έτσι νοίκιασε μια μονοκατοικία στην Αγία Ελεούσα, Θησέως 259, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο των μελών του Ουλαμού Καταστροφών. Το σπίτι επιπλώθηκε με το νοικοκυριό της Ιουλίας και μέρος των εκρηκτικών υλών της οργάνωσης μεταφέρθηκαν από το σπίτι της στο καταφύγιο μέσα στις ντουλάπες της. Στο νέο σπίτι της οργάνωσης, οι αγωνιστές συνέχισαν την κατασκευή βομβών για τους επόμενους στόχους. Βιτρίνα της οργάνωσης ήταν η Ιουλία, η οποία παρίστανε την οικοδέσποινα. Όμως, στις 11 Νοεμβρίου 1942, οι Γερμανοί, κατόπιν προδοσίας του χωροφύλακα Πολύκαρπου Νταλιάνη –εκτελέστηκε ένα μήνα αργότερα από αντιστασιακούς- με μία αστραπιαία επιχείρηση συνέλαβαν μέσα στο σπίτι της Θησέως τα σημαντικότερα μέλη του Ουλαμού Καταστροφών, ανάμεσά τους τον Κώστα Περρίκο και την Ιουλία Μπίμπα.

Τα βασανιστήρια των Γερμανών

Ενώ ήταν κρατούμενη, η Ιουλία βασανίστηκε σαδιστικά από τους Γερμανούς. Οι ίδιοι πίστευαν ότι ως γυναίκα θα ήταν πιο εύκολο να την κάνουν να αποκαλύψει τους συνεργούς της στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Τα φριχτά βασανιστήρια «έσπασαν» τελικά την Ιουλία, η οποία ομολόγησε στους βασανιστές της ότι συμμετείχε στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Όμως, πήρε όλη την ευθύνη πάνω της και δεν αποκάλυψε το παραμικρό για κανέναν άλλο. Η ομολογία της και το γεγονός ότι οι Γερμανοί ανακάλυψαν στο σπίτι της στο Κουκάκι τα υπόλοιπα εκρηκτικά του Ουλαμού Καταστροφών, σφράγισαν τη μοίρα της. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 το Γερμανικό Στρατοδικείο Αθηνών την καταδίκασε τρεις φορές σε θάνατο «διά πελέκεως». Μέχρι τότε οι Γερμανοί δεν είχαν εκτελέσει γυναίκα στην Ελλάδα καταδικασμένη σε θάνατο από στρατοδικείο τους και έτσι ο τρόπος θανάτου μάλλον είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, αλλά και από μίσος γι’ αυτό που τους έκανε.

Οι άλλοι συναγωνιστές της, ανάμεσά τους και ο Κώστας Περρίκος, εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού στο Σκοπευτήριο Καισαριανής.
Καθώς στην Ελλάδα δεν γίνονταν τέτοιες εκτελέσεις, η Ιουλία Μπίμπα παρέμενε φυλακισμένη στο Εμπειρίκειο Άσυλο, το οποίο οι Γερμανοί είχαν επιτάξει προκειμένου να φυλακίζουν εκεί γυναίκες της Αντίστασης, μέχρι να κανονιστεί η μεταγωγή της στο εξωτερικό όπου και θα την αποκεφάλιζαν.
Ενώ ήταν φυλακισμένη, η Μπίμπα κατάφερε να στείλει μερικά σημειώματα στη μητέρα της και την Άννα Πατέρα, φίλη και γειτόνισσά της.

Στα περισσότερα σημειώματα η Ιουλία ζητά να της φέρουν στη φυλακή τρόφιμα και ρουχισμό. Δεν δίνει λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια που υπέστη και για τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής της. Προφανώς αποκρύπτει αυτά τα σημεία για να μην στεναχωρήσει τους οικείους της, αλλά επίσης μην τυχόν τα σημειώματα πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Σε κάποια αναφέρει μόνο ότι κρυώνει και πονάει. Όμως, μία «αθώα» επισήμανσή της σ’ ένα σημείωμα αφήνει υπονοούμενο για τα μαρτύρια που είχε τραβήξει. Ζητά να της φέρουν τη θερμοφόρα της για να τη βάλει στα πλευρά της που πονούν. Προσπαθεί να δώσει όμως και μία νότα αισιοδοξίας διαβεβαιώνοντας την Άννα ότι θα αντέξει στις κακουχίες «Εμείς οι Σαμιώτισσες είμαστε γερά κόκκαλα…».

Στο πιο σημαντικό απ’ όλα τα σημειώματά της, η Ιουλία ανοίγει την καρδιά της στην Άννα και τις αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που την ώθησε να εμπλακεί στον Αγώνα εναντίον του κατακτητή:
το παράδειγμα εκείνων που κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη στις 31 Μαΐου 1941. Η Ιουλία δεν γνώριζε τα ονόματά τους, αλλά ούτε και επρόκειτο να τα μάθει…

«Δεκέμβριος 1942 Αγαπητή Άννα, πολλές φορές με ρωτάνε εδώ στη φυλακή πώς βρήκα τη δύναμη εγώ, ένα άβγαλτο κορίτσι απ’ τη Σάμο ν’ ανακατευτώ στην Αντίσταση. Ούτε κι εγώ ξέρω να σου πω. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε. Κάτι μου ‘λεγε «Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι. Το ζητάει η ώρα». Μπορεί να μ’ έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη τον Μάιο του ’41. Δεν μάθαμε ακόμα τ’ όνομά τους. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα, εκείνο το σούρουπο, ανέβηκα πάνω στου Φιλοπάππου και κοίταζα τον βράχο απέναντι. Κοίταζα τον Παρθενώνα και σκεφτόμουνα «Άραγε θα μπορέσω ποτέ να κάνω κι εγώ κάτι;». Ας είναι! Τώρα όλα αυτά είναι περασμένα. Τώρα έχω μπροστά μου τα κάγκελα. Απ’ την περασμένη βδομάδα μ’ έχουν στην απομόνωση. Θ’ αντέξω όμως. Κουράγιο».

Μετά τη δίκη της ο γαμπρός της, Αλέκος Μπίμπας, την επισκέφτηκε στο Εμπειρίκιο. Οι Γερμανοί την είχαν δεμένη σ’ ένα δέντρο και είχε βασανιστεί σε τέτοιο βαθμό που είχε καταντήσει σκιά του εαυτού της. Τα βασανιστήρια για τη Μπίμπα συνεχίζονταν, παρ’ όλο που η ίδια είχε πια καταδικαστεί σε θάνατο και οι Γερμανοί γνώριζαν ότι δεν θα μάθαιναν απ’ αυτή κάτι για την ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Όμως, τα ναζιστικά κτήνη με τον τρόπο αυτό ξεσπούσαν πάνω στην κοπέλα που τους είχε προξενήσει τόσο κακό. Κάποια στιγμή η Ιουλία σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε τον γαμπρό της, και του είπε: «Αλέκο, να είσαι υπερήφανος που με είχες νύφη σου και να είσαι βέβαιος ότι δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτε από όσα ήξερα, εις τους Χιτλερικούς».

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Αλέκος από την Ιουλία, αφού δεν την είδε ποτέ ξανά.

Τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1943, έγινε η μεταγωγή της Μπίμπα από το Εμπειρίκιο στις φυλακές Αβέρωφ.
Ούτε όμως και τώρα οι Γερμανοί σταμάτησαν να την κάνουν να υποφέρει. Με το κορμί της τσακισμένο από τα βασανιστήρια, την υποχρέωσαν να κάνει τη διαδρομή από το Εμπειρίκιο στις Φυλακές Αβέρωφ πεζή υπό ισχυρή συνοδεία, κρατώντας στα χέρια της τη βαλίτσα με τα πράγματά της.

Από του Αβέρωφ, η Ιουλία θα στελνόταν στη Γερμανία, ή σε κάποια κατεχόμενη χώρα όπου υπήρχε λαιμητόμος προκειμένου να εκτελεστεί εκεί η ποινή της.

Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την παραμονή της Μπίμπα στις φυλακές Αβέρωφ, ίσως γιατί το μικρό διάστημα που βρισκόταν εκεί, οι Γερμανοί την είχαν στην απομόνωση. Το μόνο που έγινε γνωστό ήταν ότι η Μπίμπα έφυγε από την Ελλάδα κάποια στιγμή τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο 1943 προκειμένου να εκτελεστεί η ποινή της. Αυτό συνέβη σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές στη Γερμανία, ενώ κάποιες λίγες καταγράφουν τη Βουλγαρία ή την Πολωνία, χώρες όπου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονταν επίσης εκτελέσεις με αποκεφαλισμό.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της παράνομης εφημερίδας της ΠΕΑΝ, «Δόξα»: «(Η Ιουλία Μπίμπα) Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο μαζύ με τον Περρίκο στις 31 Δεκεμβρίου 1942 και προ ημερών απεστάλη στη Γερμανία να εκτελεσθή διά πελέκεως. Φτωχή γυναίκα του λαού δεν ήξαιρε πολλά γράμματα, δεν καταλάβαινε ούτε ήθελε να καταλαβαίνη γρυ από «πολιτική συνειδητοποίηση». Ένα μόνο ήξαιρε, ν’ αγωνίζεται και να πεθαίνη για την Ελλάδα και τη Λευτεριά».

Η εκτέλεση

Από τότε τα ίχνη της χάθηκαν. Τα μόνα υλικά τεκμήρια από τη σύντομη ζωή της ήταν ένα ασπρόμαυρο φωτογραφικό πορτραίτο, μερικά χειρόγραφα σημειώματά της και τα κατάλοιπα ενός ανατιναγμένου και καμένου μεγάρου στο κέντρο της Αθήνας, γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων.

Μέχρι και σήμερα ήταν άγνωστος ο τόπος, και η ημερομηνία εκτέλεσης της Ιουλίας Μπίμπα, καθώς και που είναι θαμμένη η σορός της.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας για τη συγγραφή της βιογραφίας του Κώστα Περρίκου, μπορέσαμε να βρούμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα σχετικά με το τέλος της συναγωνίστριάς του.

Η Ελληνίδα ηρωίδα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943. Ήταν 32 ετών.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι μεταξύ 1938, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αυστρία και το τέλος του πολέμου, στη γκιλοτίνα της Βιέννης εκτελέστηκαν 1.184 άτομα, από τα οποία τα 537 χαρακτηρίζονται «πολιτικοί κρατούμενοι» και συνολικά 93 γυναίκες με ηλικίες μεταξύ 16 και 72 ετών. Αυτό βάζει την Ιουλία Μπίμπα σε μία πολύ μικρή ομάδα γυναικών, τις οποίες οι Ναζί είχαν ξεχωρίσει για «ιδιαίτερη μεταχείριση».

Την ίδια ημέρα μαζί με την Μπίμπα εκτελέστηκαν στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης και οκτώ αντιφασίστες αγωνιστές από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Τσεχία. Πριν από την εκτέλεσή τους όλοι τους ήταν αλυσοδεμένοι σε μία μικρή αίθουσα δίπλα στη γκιλοτίνα για περίπου 5 ώρες, μεταξύ 13.00-18.00. Έτσι, η Ιουλία πέθανε με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονταν κοινά ιδανικά και οράματα. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να μην πεθάνει στον τόπο της, στο πλευρό των δικών της συντρόφων, αλλά σε μία ξένη γη. Εκεί όμως βρήκε άλλους συντρόφους, για τους οποίους ήταν ΤΙΜΗ που θα πέθαιναν μαζί της, όπως ήταν και δική της τιμή που θα πέθαινε μαζί τους. Δεν ξέρουμε με ποια σειρά εκτελέστηκε η Μπίμπα. 

Ίσως οι Γερμανοί την άφησαν τελευταία, ως ένα ύστατο βασανιστήριο στην κοπέλα που με τη συμβολή της στην ενέργεια της 20ης Σεπτεμβρίου 1942 κατέδειξε σε όλο τον κόσμο ότι ο ναζισμός δεν ήταν αήττητος. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ιουλία αποχαιρέτησε οκτώ συναγωνιστές της πριν έλθει το δικό της τέλος.
Σήμερα η αίθουσα της γκιλοτίνας του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης, όπου η Ιουλία Μπίμπα και οι συναγωνιστές τους άφησαν την τελευταία τους πνοή είναι μνημείο-παρεκκλήσι.

Εκεί που βρισκόταν η βάση της γκιλοτίνας έχουν τοποθετηθεί καντήλια και μία ιερή τράπεζα πίσω αριστερά. Στα δεξιά, μέσα σε μια μεγάλη κορνίζα είναι τοποθετημένες φωτογραφίες κάποιων θυμάτων του ναζισμού που εκτελέστηκαν στην αίθουσα και δίπλα η ιστορία τους. Στο παράθυρο που ήταν πίσω από τη γκιλοτίνα σήμερα υπάρχει ένας μεγάλος ανάγλυφος σταυρός. Όμως, την εποχή που γίνονταν οι εκτελέσεις δεν έμπαινε το φως του ήλιου στο δωμάτιο αφού υπήρχε μια βαριά μαύρη κουρτίνα μπροστά της. Στον τοίχο δίπλα υπάρχει μία μπρούντζινη πλάκα με περίπου τα μισά ονόματα των εκτελεσμένων με τη γκιλοτίνα στη διάρκεια του πολέμου, 500 από τα περίπου 1.000. Το όνομα της Μπίμπα δεν είναι ανάμεσα σε αυτά.

Όμως, οι Αυστριακοί έχουν επιφυλάξει μία ιδιαίτερη τιμή για την Ιουλία Μπίμπα, καθώς είναι από τους λίγους εκτελεσμένους για τους οποίους γίνεται ξεχωριστή αναφορά στην ιστοσελίδα αφιερωμένη στα θύματα του ναζισμού που εκτελέστηκαν με τη γκιλοτίνα της Βιέννης. Επισημαίνεται η σημαντική δράση της στην ελληνική αντίσταση εναντίον των Γερμανών, καθώς και η καταδίκη της σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου, κάτι που ασφαλώς προκαλεί εντύπωση στους αναγνώστες της ιστοσελίδας, που είναι κυρίως Αυστριακοί:

«Η Ιουλία Μπίμπα, πατρώνυμο Γκαρμπολά (έτος γέννησης 1910) από την Αθήνα, ήταν μέλος της Ελληνικής Αντίστασης εναντίον της Γερμανικής Κατοχής. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 καταδικάστηκε σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, σαμποτάζ, και απόπειρα φόνου και στις 26 Φεβρουαρίου 1943 εκτελέστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης».

Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σοροί των εκτελεσμένων στη γκιλοτίνα της Βιέννης θάβονταν ομαδικά στο Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης (Wiener Zentralfriedhof) σε θέση που έχει την κωδική ονομασία «Ομάδα 40» (Gruppe 40). Σήμερα ο χώρος αυτός αποτελεί τόπος προσκυνήματος για τους Αυστριακούς και πολλούς ξένους επισκέπτες. 

Οι διάφορες αναμνηστικές πλάκες μνημονεύουν τους αγωνιστές και τα θύματα του ναζισμού που είναι θαμμένοι εκεί. Υπάρχουν και κάποιες χωριστές επιτύμβιες πλάκες, κυρίως Αυστριακών πολιτών που της έστησαν οι συγγενείς και φίλοι τους μεταπολεμικά. Λόγω του τρόπου ταφής, οι περισσότερες επιτύμβιες πλάκες δεν ορίζουν ακριβώς τη θέση κάποιου τάφου. Αν και δεν υπάρχει κάποια επιτύμβια πλάκα για την Ιουλία Μπίμπα στην «Ομάδα 40», στον χώρο αυτό αναπαύεται η Ελληνίδα ηρωίδα, που θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αφού πρώτα «ανέβηκε ως το τέλος, σκαλί-σκαλί, την ανηφόρα που είχε μπροστά της».

Το τελευταίο σημείωμα της Ιουλίας Μπίμπα στην Άννα Πατέρα:
«Αγαπητή Άννα, είμαι καλά. Στην απομόνωση οι τοίχοι στάζουνε νερά και κρυώνω. Φρόντισε να μου φέρεις καμιά ρόμπα, γιατί κοντεύω να πεθάνω απ’ το κρύο. Είμαι όμως καλά. Αντέχω. Έμαθα ότι ετοιμάζονται να μας στείλουν στη Γερμανία. Δεν πειράζει. Έχω μπροστά μου μια ανηφόρα και πρέπει να την ανέβω ως το τέλος, σκαλί-σκαλί. Ίσως όταν φτάσω στην κορυφή, ο κόσμος να φαίνεται από κει πιο όμορφος. Ίσως να μη χρειάζομαι εκεί πια ούτε τη ρόμπα. Κουράγιο. Σε-χαιρετώ η φίλη σου Ιουλία Μπίμπα. 

Στοιχεία για το παρόν κείμενο
έχουν αντληθεί από το βιβλίο
των Βασίλη Φίλια, Παντελή Βατάκη, Κωνσταντίνου Λαγού:
« Κώστας Περρίκος. Η Βιογραφία ενός Ήρωα» 2017.
πηγή:mixanitouxronou.gr