Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά
και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο
και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα.
Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα
μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα.
«Αμοργός», 1943
Για την αναμφισβήτητη σχέση αλληλόδρασης της ποίησης με τη μουσική έχουμε ξαναμιλήσει από αυτήν τη στήλη, ανιχνεύοντας εκείνα τα ποιήματα-προπλάσματα σπουδαίων τραγουδιών, αλλά και εκείνα τα τραγούδια-ποιήματα αυτοτελή και άρτια, ανεξάρτητα από τη μουσική τους επένδυση. Γι’ αυτό που δεν έχουμε τολμήσει να μιλήσουμε έως τώρα (και πώς να το επιχειρήσεις άλλωστε, αφού είναι βέβαιο πως θα φανείς άστοχος και ανεπαρκής) είναι για εκείνον τον ποιητικό πνεύμονα που δώρισε απλόχερα, αλλά με μια συγκλονιστική ταπεινότητα, στη μεταπολεμική ελληνική μουσική ο Ασεάτης ποιητής Νίκος Γκάτσος. Ο ποιητής που με συνειδητή νηφαλιότητα επιλέγει να προσαράξει για χρόνια στους κόλπους της μουσικής, αφήνοντας στο καθαρό ποιητικό ενεργητικό του μόνο την «Αμοργό» και τρία ακόμα ποιήματα να τη συνοδεύουν («Ελεγείο» [1946], «Ο Ιππότης και ο Θάνατος» [1947], «Το τραγούδι του παλιού καιρού» [1963]), μπολιάζοντας τη μουσική με έναν υπερρεαλισμό καθόλα ελληνικό. Αδυνατώντας να ξεχωρίσεις στιχουργικά κάποια από τα τραγούδια του ως αγαπημένα, καθώς κάθε φορά που λες τα εντόπισα, σου έρχονται στον νου και άλλα και άλλα (το βάσανο θα ήταν μικρό αν μιλούσαμε απλώς για δεκάδες τραγούδια, στον Γκάτσο είναι εκατοντάδες τα τραγούδια που συγκλονίζουν!), το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αχνογραφήσεις την αίσθηση. Μια αίσθηση βέβαια που είναι αδύνατο να αποσπαστεί από τη μουσική ευαισθησία (και ευφυΐα θα προσθέταμε εμείς) των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Χάλαρη, Μούτση, Κηλαηδόνη και άλλων… Ωστόσο, η οικειοθελής προσχώρηση σε μία άσκηση που επιβάλλει την ανάγνωση των στίχων χωρίς τη μουσική αποκαλύπτει το νόημα κάθε συλλαβής του Γκάτσου που, όπως έλεγε και ο Χατζιδάκις, «έχει την παντοδυναμία της στην αρχική της καταβολή». Στίχοι που αναδεικνύουν έναν κόσμο ολάκερο που μπορεί να σταθεί μοναχός του, ανεξαρτήτως από κλίμακες και νότες. Ένας κόσμος υπερπλήρης νοημάτων, παραδοσιακών συμβόλων, αρχετύπων, εικόνων, που καταργεί τα όρια της ποίησης και της στιχουργικής. Ο κόσμος αυτός με το κακοτράχαλο τοπίο του, τη μανιάτικη δωρική φύση του, την παραδοσιακή του γλώσσα έρχεται να πολιτογραφηθεί εντός της μουσικής επικράτειας για να μη μείνουν τα νοήματα του τόπου μας ατραγούδιστα. Την ανάγκη να τραγουδηθεί και όχι να περιγραφηθεί λογοτεχνικά αυτός ο κόσμος ο Γκάτσος την έχει αφουγκραστεί από νωρίς, όταν επιλέγει να «κρατήσει στα δάχτυλά του τη μουσική για μια καλύτερη μέρα». Προτιμώντας να γράφει στίχους πάνω σε συγκεκριμένες μελωδίες, ο Γκάτσος γεωργεί σταθερά και για χρόνια το χωράφι της μουσικής με τους πιο δυνατούς σπόρους, αλλά κρατώντας ανέπαφες τις παλιές μας ρίζες. Η φροντίδα για την παραδοσιακή μας ρίζα, έκδηλη στο αρκούντως νοηματικά και εικονοπλαστικά πελοποννησιακό ποίημα της «Αμοργού» αλλά και στους στίχους των τραγουδιών του, κατατάσσει τον μεγάλο αυτόν Αρκά σε ένα άλλο είδος υπερρεαλιστή. Ο υπερρεαλισμός του Γκάτσου διαλέγεται με τον ριζιμιό του δημοτικού μας τραγουδιού, με τη λαϊκότητα του ρεμπέτικου, αλλά και με την ιδιοπροσωπία της ορθόδοξης παράδοσής μας. Ως εκ τούτου, ο υπερρεαλισμός του Γκάτσου είναι λαϊκός που αντλεί τα σύμβολά του από τη μυθολογία, το δημοτικό τραγούδι, το μανιάτικο μύθο, τη φυσιολατρική αλλά και την εκκλησιαστική μας παράδοση. Σε ποιον στίχο δεν έτρεξε το βλέμμα σου και δεν είδες μέσα του τον καημό της Ρωμιοσύνης, την ιστορία αυτού του τόπου, τους ελληνικούς έρωτες, τον ντόπιο καημό αλλά και τον Χριστό; «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει […] με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ», όπως έγραψε κάποτε ο φίλος του ο Ελύτης, αλλά τόσο ελληνικός ο τρόπος του να ρυθμίζει τη σχέση μας με τα πράγματα στιχουργικά. Ελληνικός και ο τρόπος να διαβάζει την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, άμεσα συνδεδεμένος με την αρχαιοελληνική μήτρα. Μια τραγικότητα που ο Γκάτσος ψυχογραφεί αλλά δεν ηθογραφεί, καθώς τίποτε στον κόσμο του δεν είναι υπερβολικά κακό ή καλό, αλλά απλώς ανθρώπινο. Όπως έγραφε και ο Αρανίτσης, ο Γκάτσος ανήκει σε εκείνους τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές που «δεν θέλησε ούτε για μια στιγμή να σώσει τον κόσμο με προσευχές», αλλά μάλλον να περισώσει τον μουσικό κραδασμό του. Ο κόσμος στον Γκάτσο δεν σώζεται, αλλάζει μόνο ρυθμό, αλλά διατηρείται πάντα ζωντανός, ποτισμένος άλλοτε με ροδόσταμο κι άλλοτε με φαρμάκι. Μοναχικός ο κόσμος του Γκάτσου, νικητής και ηττημένος όπως ο άνθρωπος, καμωμένος να υπάρχει όχι για τη χαρά ή για τη λύπη, αλλά για την ίδια την ύπαρξη που διαρκώς παλινωδεί. Παλινωδία, λοιπόν, αλλά πάντοτε οικεία, γιατί είναι στη γλώσσα που καταλαβαίνεις και αισθάνεσαι… Μια γλώσσα αρχαΐζουσα, δημοτική, ιδιωματική, αλλά για μια πατρίδα, την Ελλάδα… μάνα, κόρη, αγαπημένη που παλεύει με τα δαιμόνια της, προδίδει και προδίδεται, αλλά παραμένει δική μας. Μια πατρίδα που ο Γκάτσος αρνήθηκε να αποχωριστεί… Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε στα χνάρια του.
Ευθυμία Δούση
Εξ αφορμής