Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Σεβασμός στην Ιστορία



Το 2021 βαίνει προς το τέλος του, και μαζί του θα πάρει και τις μνήμες των όποιων εκδηλώσεων πραγματοποιήθηκαν προς τιμήν των αγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από τότε.

Για το έργο της Επιτροπής «Ελλάδα 1821», που ιδρύθηκε με Προεδρικό Διάταγμα, για «να συντονίσει ένα συνολικό πρόγραμμα δράσεων», έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί πολλά. Κοινή, πάντως, αντίληψη είναι ότι η Επιτροπή αυτή δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις μίας τέτοιας επετείου και η όλη δράση της ήταν, μάλλον, απαξιωτική προς το πνεύμα και την οντολογία του αγώνα.

Όπως γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης («Ενδοχώρα», τ.119-120), «η Επανάσταση, παρ’ όλες τις προσπάθειες αποδόμησης, οι οποίες όλως τυχαίως κορυφώνονται όσο η ελευθερία του Ελληνισμού βάλλεται από παλιούς και νέους, καθώς και επίδοξους, κατακτητές, καταλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο, την κυρίαρχη θέση στην πορεία του ελληνικού λαού, αλλά και όχι μόνον. Η Επανάσταση, πέραν του ευνόητου εθνικού χαρακτήρα, αποτέλεσε απελευθερωτικό μήνυμα, πρότυπο και παράδειγμα και για άλλα καταπιεσμένα έθνη, τα οποία συμπαραστάθηκαν στις Ελληνίδες και τους Έλληνες, αλλά και εμπνεύστηκαν από τον αγώνα τους».



Η ελευθερία που κατακτήθηκε με αυτόν τον αγώνα επιχειρείται στην κοσμοπολίτικη εποχή μας, πολύ εντονότερα απ᾽ ό,τι στο παρελθόν, να αποδοθεί στην παρέμβαση των ξένων δυνάμεων και όχι στους ποταμούς των υπέρ αυτής αιμάτων του ελληνικού έθνους. Η πραγματικότητα είναι ότι, όταν άρχισαν να παρεμβαίνουν οι ξένοι στον αγώνα, τότε άρχισαν και οι διχόνοιες, τα μίση και οι εμφύλιες διαμάχες! Μέχρι τότε, όμως, αλλά και στη συνέχεια, ο Ελληνισμός πλήρωνε βαρύ το τίμημα της ελευθερίας. Και ίσως κάποτε θα έπρεπε επιτέλους να μιλήσουμε και για τα εκατομμύρια των νεκρών Ελλήνων, ιδιαίτερα στην πλευρά των αμάχων, κατά τη διάρκεια του αγώνα, που συνιστούν ένα ακόμη απαράγραπτο έγκλημα των Τούρκων σε βάρος της ανθρωπότητας.

Μπορεί οι σφαγές της Χίου, των Ψαρών, της Κάσου, του Μεσολογγίου, της Νάουσας, της Σαμοθράκης κ.ά. να έχουν αποτυπωθεί, μερικώς έστω, ιστορικά, αλλά άγνωστες είναι πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως της ίδιας της Θεσσαλονίκης και της γύρω περιοχής της, κυρίως της Χαλκιδικής, όπου δεκάδες χιλιάδες Ελληνες σφαγιάστηκαν και εξανδραποδίστηκαν από τη μανία των Οθωμανών.

Ειδικά η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε γίνει για μήνες ένα απέραντο σφαγείο για τους εγκλωβισμένους εντός των τειχών Ελληνες κατοίκους της, που καθημερινώς οδηγούνταν σαν πρόβατα για σφαγή ενώπιον του Αμπού Λουμπούτ. Ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» (1824), ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, γράφει: «Κάθε μέρα οι άνθρωποι του πασά εκτελούσαν εμπρός του αναρίθμητους άνδρες, γυναίκες, παιδιά. (…). Η Θεσσαλονίκη είχε καταντήσει θέατρο μαρτυρίων και θανατικών εκτελέσεων. (…). Κάθε νύχτα πηγάδια και τάφοι σκαμμένοι από πριν τη νύχτα γέμιζαν θύματα».

Οι ελάχιστες αναφορές του αριθμού των νεκρών, που αποτυπώνονται σποραδικά σε έργα διαφόρων ιστορικών, αλλά και σε αναφορές ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής (λ.χ. ο Γεώργιος Τερτσέτης είχε μιλήσει για 800.000) είναι λογικό να αναφέρονται, κυρίως, στα εδάφη της αρχικώς απελευθερωθείσας Ελλάδας.

Ο Ελληνισμός, όμως, πλήρωσε βαρύ τίμημα και στις υπόλοιπες περιοχές όπου για αιώνες κατοικούσε. Από την Ηπειρο και τη Μακεδονία, μέχρι τη Θράκη και την Κύπρο. Πάνω στο αίμα αυτών των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας σφυρηλατήθηκε η ελευθερία του κολοβωμένου ελληνικού κράτους.

Κι αν η πικρή αλήθεια του Μακρυγιάννη ότι «λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης» πονάει ακόμη όταν την ακούμε, στο χέρι μας είναι να της δώσουμε ένα τέλος. Αρκεί να σεβαστούμε, επιτέλους, εμείς οι ίδιοι την Ιστορία μας…


Γιάννης Χ. Κουριαννίδης

Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης