«ΕΠΙ ΤΙΝΑ επιβλέψω, αλλά επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντα μου τους λόγους;».
Τέτοιος ένας πράος και ησύχιος ήτανε ο μπάρμπα Κατακουζνός. Ρωμιοράφτης ήτανε το ζαναάτι του, «ειρηνικόν επάγγελμα» όπως έλεγε ο ίδιος.
Τους λέγανε ρωμηοραφτάδες, επειδής ράβανε ρούχα ρωμέικα, δηλαδή σαλβάρια, σταυρωτές, γούνες με γιρμισούτια και με χάρτζα, ψιλοδουλειά πολλή. Οι ραφτάδες πάλι που ράβανε στενά, φράγκικα, λεγόντανε φραγκοραφτάδες. Οι ρωμιοραφτάδες ήτανε ντυμένοι με σαλβάρια, κι ήτανε γνωστικοί, ταπεινοί, χριστιανοί, λιγόλογοι και σιγομίλητοι σαν πνεματικοί, νιοι και γέροι. Τα μαγαζιά τους, είχανε καπάντζες, κι ήτανε καθαρά, νοικοκυρεμένα, και συχνάζανε σε δαύτα ανθρώποι θρήσκοι και ήσυχοι, που περνούσανε δίπλα σου δίχως να τους καταλάβεις. Μπροστά στην καπάντζα είχανε σοφάδες και ράβανε καθισμένοι σταυροπόδι, με βγαλμένα τα παπούτσια, με τα τσουράπια. Μ’ έναν λόγο, ήτανε αληθινά «ειρηνικόν επάγγελμα», όπως το ’λεγε ο μπάρμπα Κατακουζνός.
Σαν τον ήλιο έλαμπε το πρόσωπό του. Περπατούσε σκυφτός με τα χέρια του σταυρωμένα, σ’ ένα σχήμα που φανέρωνε την πραότητα. Γεροντάκι αδύνατο, «καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη», με φτωχικά ρούχα καθαρότατα, πάντα κουμπωμένος, μ’ ένα στενό ζουνάρι στη μέση του. Τα καλάμια των ποδαριών του ήτανε ψιλά όπως του πουλιού. Περπατούσε σκυφτός και μαζεμένος, σα φοβισμένος κι ανετριχιασμένος, και κοιτούσε στη γης, και μουρμούριζε ολοένα ρητά αγιασμένα και λόγια από το Ψαλτήρι.
Καθότανε σ’ ένα παλιό σπίτι στον απάνω μαχαλά, στον άγιο Βασίλη. Έψελνε την Κυριακή σε μια μικρή εκκλησιά παράμερη.
Αν λάχαινε να πάγει σ’ ένα μέρος και λέγανε λόγια φωναχτά και θυμωμένα, έφευγε δίχως να τον καταλάβει κανένας. Ειρηνοποιός, βλογημένος άνθρωπος.
Μια φορά έβρεξε, και κάποιος τον ρώτηξε «Μπάρμπα Στυλιανέ, είναι καλή η βροχή για να γεννήματα;» και κείνος τ’ αποκρίθηκε «Τωόντις, παιδί μου, είναι πολύ ωφέλιμη, δόξα σοι ο Θεός. Ειρηνικός υετός!»
Τη μεγάλη Τρίτη έψελνε με κατάνυξη το τροπάρι της Κασσιανής «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Την τελευταία φορά που το ’ψαλε, άμα απόλυσε η εκκλησιά και βγήκανε έξω, ο μπάρμπα Κατακουζνός τράβηξε στο σπίτι του μαζί μ’ έναν φίλο του γέρο θεοφοβούμενο, και κείνος του ’πε «Κυρ Στέλιο, εύγε! Φέτος το ’ψαλες εξαίσια». Ο μπάρμπα Κατακουζνός δάκρυσε και του απάντησε: «Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου που μας αξίωσε και φέτος να το ψάλλουμε. Κατανυκτικά το είπαμε. Μερικοί εδάκρυσαν».
Ο καημένος ο μπάρμπα Κατακουζνός. Θεός σχωρέσ’ τον.
Ψυχές αγιασμένες, που σας λερώνουνε τ’ αμαρτωλά τα χείλια μας! Ω ταπείνωση, που στόλιζες το γένος μας σε καιρούς βασανισμένους! Πώς μίσεψες από μας κι ασκημίσαμε, και γενήκαμε δαιμονόψυχοι, εγωιστές, κι αδιάντροποι, στολισμένοι με τη μαύρη στολή του Σατανά!
Άνθρωπε άμυαλε, τι τρέχεις σαν τρελός ξοπίσω από ίσκιους; Ζήσε με απλότητα. Γίνε σα μέρμηγκας μπροστά στο Θεό και τότες θα νοιώσεις τη θερμή αγκαλιά που θα σε ζεστάνει.