Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Απ’ το Κεντάκυ στη Σμύρνη, οι υψωμένες γροθιές των λαϊκών γειτονιών

 

Untitled+2

Στις 3 Ιουνίου 2016, το παγκόσμιο θρήνησε την απώλεια του Μοχάμεντ Άλι. Τα δημοσιεύματα πήραν φωτιά, τα αφιερώματα μας υπενθύμισαν ποιος ήταν το «μαυρούιν» που σήκωσε τη γροθιά του στο ύψος των λευκών, όταν αυτό θεωρείτο πράξη αντίστασης. Έφυγε κι άφησε πίσω του έναν θρύλο να μιμούνται οι πιτσιρικάδες μιας άλλης εποχής, όταν διαλέγουν ποιον πρωταθλητή θα ενσαρκώσουν (άραγε οι σημερινοί πιτσιρικάδες πλέον μιμούνται κανέναν;). 

Οι γροθιές του Μοχάμεντ Άλι, όπως επιθυμούσε να τον θυμάται ο κόσμος, αποτελούσαν γροθιές σε ένα κατεστημένο βαθύτατα ρατσιστικό και συντηρητικό. Πέταξε το χρυσό μετάλλιο σε ένα ποτάμι και είδε τις πόρτες των ρινγκ να κλείνουν ηχηρά. Αρνήθηκε να πάρει μέρος στον πόλεμο στο Βιετνάμ ως μαριονέτα της Αμερικής, δηλώνοντας πως «Κανένας Βιετκόνγκ δεν με έχει αποκαλέσει Νέγρο. Όχι, δεν πρόκειται να ταξιδέψω 10.000 μίλια για να βοηθήσω στη δολοφονία, τον σκοτωμό και το κάψιμο ανθρώπων, βοηθώντας απλώς στη συνέχιση της κυριαρχίας των λευκών δουλεμπόρων σε βάρος των μαύρων ανά τον κόσμο. Έφτασε η μέρα που το κακό και η αδικία πρέπει να τερματιστεί». Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν ένα βήμα μπροστά, στο άκουσμα του ονόματός του. «Κάσιους Κλέυ». 

Όμως, ο ίδιος αρνήθηκε να νέψει καταφατικά στο «όνομα του σκλάβου». Οι τίτλοι του αφαιρέθηκαν και στάλθηκε για δίκη. Αλλά ο Μοχάμεντ Άλι δεν το ’βαλε ποτέ κάτω. Πάτησε δυνατά τη γροθιά του που είχε καθιερωθεί ως σύμβολο ζωτικής έμπνευσης και το 1971 επέστρεψε στο ρινγκ της πυγμαχίας και της ζωής, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο «the Greatest» και παραμένοντας στην παγκόσμια συλλογική μνήμη, ως ένα σύμβολο αντίστασης των απανταχού αδικημένων.

«Ο Μεγαλύτερος» της πυγμαχίας γεννήθηκε το 1942, όταν ήδη ένας άλλος πυγμάχος είχε καθιερώσει στο όνομά του επάξια τον τίτλο του «Μεγάλου». Ο δικός μας «Μοχάμεντ Άλι» λεγόταν Αντώνης Χριστοφορίδης. Ο «Αετός της Παγκόσμιας Πυγμαχίας», όπως τον ονόμασε ο Γιάννης Σούκος, πρόλαβε να λάμψει στη Γηραιά Ήπειρο, να γίνει ο «υπέρτατος» ανάμεσα στους υπέρτατους πυγμάχους και να επιστρέψει πίσω στην αγαπημένη του πατρίδα ως παγκόσμιος πρωταθλητής. Γεννηθείς στη Σμύρνη το 1917, άφησε τη λαγγεμένη Ανατολή μαζί με ακόμα ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες και, ανάμεσα στις άλλες τόσες μεγάλες προσωπικότητες που θα γνώριζε το νέο ελληνικό κράτος, αγκυροβόλησε στη νέα του πρωτεύουσα γεμάτος όνειρα κι ελπίδες.


Η ζωή του Χριστοφορίδη υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε ένα κινηματογραφικό διαμάντι ανάμεσα στα τόσα που περιγράφουν ιστορίες εμπνευσμένες από πραγματικά γεγονότα. Είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το Χόλυγουντ χρησιμοποιεί για να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια για τους πρωταγωνιστές του. Πρόσφυγας, φτωχός και ορφανός, σεμνός και μετριόφρων, εγκατέλειψε το σπίτι του, εγκαταστάθηκε στους Αμπελόκηπους και εργαζόταν ως γκρουμ σε ένα ξενοδοχείο. Τίποτα δεν τον προϊδέαζε για τη λαμπρή καριέρα που θα γνώριζε αργότερα, μέχρι που ένας τυχαίος σχολικός καυγάς έστρωσε μπροστά του τα εφόδια που θα τον καθιστούσαν τον Αετό της παγκόσμιας πυγμαχίας. Στα 16 του ήταν ήδη πρωταθλητής.

Ιανουάριος 1938. Ο «ανώτατος των Αρίων πυγμάχων», Γκούσταβ Έντερ, ετοιμάζεται να αγωνιστεί ενάντια στον ανερχόμενο Χριστοφορίδη. Ιστορικής σημασίας ο αγώνας, όπως εξ άλλου κάθε γεγονός που λάμβανε χώρα στη ναζιστική Γερμανία. Καμία πράξη δεν ήταν τυχαία, τα πάντα έπρεπε να αναδείξουν έναν σκοπό: την «ανωτερότητα» της Αρίας φυλής. Εκείνην τη νύχτα, όμως, ο Χριστοφορίδης φρόντισε να διαψεύσει τις φαντασιακές ονειρώξεις περί ανωτερότητας του Αδόλφου Χίτλερ, και μέσα σε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα έβγαλε νοκ άουτ το καμάρι της χιτλερικής Γερμανίας. Ο επί οχτώ χρόνια αήττητος Γκούσταβ Έντερ βρισκόταν στο πάτωμα του ρινγκ, ο «φύρερ» είχε εξαφανιστεί από τη θέση του και ο Χριστοφορίδης προκαλούσε ρίγη συγκίνησης στους ελάχιστους αντιναζί οπαδούς που βρίσκονταν ανάμεσα στις σβάστικες. Ο Γερμανός δικτάτορας δεν θα φανταζόταν πως ένας φτωχός Έλληνας πρόσφυγας θα ήταν η αιτία για να εγκαταλείψει ταπεινωμένος και έξαλλος τις κερκίδες ενός αγώνα και πως για πρώτη φορά θα ερχόταν αντιμέτωπος με την ελληνική αντίσταση.

Ακολούθησαν κι άλλοι αγώνες στα της Γηραιάς Ηπείρου εδάφη κι αφού κατέκτησε τους ευρωπαϊκούς τίτλους, το λαϊκό παιδί της ψωροκώσταινας πέρασε τον Ατλαντικό και μέσα στην αχανή ήπειρο της Αμερικής έφτασε στην κορυφή, κατακτώντας τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Δυο χρόνια αφού είχε εξαπλώσει ανασφάλεια στα ρινγκ της Γερμανίας, κατατρόπωνε τον Ιταλοαμερικανό Μέλιο Μπετίνα. Το 1940 οι Έλληνες διέπρεπαν στη μάχη κατά του φασισμού απ’ άκρη σ’ άκρη. Απ’ την Ελλάδα ως την Αμερική, απ’ τα βουνά ως τα ρινγκ.

Το 1971, επέστρεψε στα μάρμαρα των Αθηνών ως Έλληνας, όπως ακριβώς είχε αποχωρήσει. Οι τεράστιες επιτυχίες του άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες για μια πολύ πιο φαντασμαγορική ζωή από αυτήν που θα του προσέφερε η πάλαι πότε ένδοξη χώρα του Παρθενώνα. Αν και του δόθηκαν πολλές υπηκοότητες, δεν δέχθηκε καμιά. Ήθελε να αγωνίζεται ως Έλληνας και να υψώνει τη γροθιά του ψηλά για όλους τους Έλληνες και όλους τους αντιπάλους της αδικίας και του φασισμού. Πέθανε το 1985, από καρδιακό επεισόδιο. Όπως αναφέρει ο βετεράνος δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος: «Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού δεν έστειλε ούτε στεφάνι στην κηδεία του. Παλιοί και νέοι πυγμάχοι παρατάχθηκαν με υψωμένα τα πυγμαχικά γάντια, καθώς το φέρετρο εφέρετο στους ώμους άλλων πυγμάχων. Όσοι ήξεραν ποιος ήταν ο Χριστοφορίδης, χειροκροτούσαν».

Στις 3 Ιουνίου, τον Μοχάμεντ Άλι υποδεχόταν στην Ουράνια Πολιτεία ο Αντώνης Χριστοφορίδης. Που Δύσην ως Ανατολήν, οι αντικομφορμιστικές γροθιές ενώθηκαν, κοιτάζοντας προς τα κάτω. Πού θα πάει, κάποια στιγμή, όπως ακριβώς οι πιτσιρικάδες μιμούνται τους εμβληματικούς πρωταθλητές στα χουκς και τα άπερκατς, θα μιμηθούμε κι εμείς εκείνες τις υψωμένες γροθιές που έμειναν να θυμίζουν πως η αντίσταση είναι παντού και ξεκινά από τις λαϊκές γειτονιές.

Ιλιάνα Κουλαφέτη

Ηθικά Ανομήματα