Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Με αφορμή μια φωτογραφία από την προσφυγιά του ’22

 


Η κοινωνία είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών της. Αυτό το «περισσότερο», μας λέγει ο Εμίλ Ντυρκέμ (απ’ τους θεμελιωτές της Κοινωνιολογίας), μπορεί να νοηθεί ως η συλλογική συνείδηση∙ ως το «Εμείς» της κοινωνίας που διαπερνά τα μέλη, επιδρώντας αποφασιστικά στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά τους.

 


Αυτό το «Εμείς» αντανακλάται, τρόπον τινά, στην κοινή διαχείριση της τραγικότητας που διέπει την ανθρώπινη ύπαρξη. Και, βέβαια, είναι προφανές πως, όπου λείπει τούτο το «Εμείς», κατισχύει ένας ανοίκειος και άξενος κόσμος. Ένας κόσμος στον οποίο, όπως γράφει ο φιλόσοφος-στοχαστής Ζωρζ Μπατάιγ, «τα τραγικά στοιχεία της ζωής δεν χάθηκαν, αλλά έπαψαν να είναι κάτι που οι άνθρωποι το βιώνουν εν κοινώ, κάτι που το υποφέρουν σε γιορτές θυσίας και θανάτου, κάτι που το καθιστούν αρχή εξύμνησης».
Σε έναν τέτοιο κόσμο κλήθηκαν να στήσουν τη ζωής τους, εκ νέου, οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Μικράς Ασίας, μετά την Καταστροφή του 1922.
«Η Μικρασιατική Καταστροφή» σημειώνει ο Αινιάν Ι. Κ. Μαζαράκης, «υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού. Η κατάρρευση του μετώπου και η διάλυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η πυρπόληση της Σμύρνης. Οι σφαγές και οι λεηλασίες στις πόλεις και χωριά. Οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και ομήρων προς το εσωτερικό και η εξόντωση χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων. Η εκδίωξη τέλος των υπολοίπων, με μια λέξη το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, ήταν η επισφράγιση της καταστροφής».
Η εγκατάσταση και η αποκατάσταση των προσφύγων, υπό το κράτος της ασφυκτικής πίεσης για άμεση ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Όπως εξίσου δύσκολη και με πολλές προστριβές ήταν – δυστυχώς – και η αφομοίωσή τους στο νέο κοινωνικό περιβάλλον.
Κοντά σε αυτά, και πάνω από όλα, τα ανεπούλωτα τραύματα από τη φρίκη του διωγμού∙ ο θρήνος και το πένθος για το τραγικό τέλος. Η σκληρή αλήθεια του ανείπωτου πόνου της μάνας (στην παραπάνω φωτογραφία) για την άδικη κατάληξη.
Επειδή όμως η α-λήθεια είναι μάλλον προϊόν της εμπειρίας κι όχι τόσο της νόησης, δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος με την άποψη ότι, στο κατώφλι μιας τέτοιας τραγικής δοκιμασίας, τίποτα δεν μπορεί να καταστήσει διαφανή τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Και σε μια τόσο αντισυμβατική στιγμή, όπου αναμετρώνται σκληρά η ωμή πραγματικότητα και η τραγικότητα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσουμε με τον Ζωρζ Μπατάιγ που έλεγε ότι, «η αντιμετώπιση του πεπρωμένου παραμένει η ουσία της γνώσης».
Έχει εύστοχα σημειωθεί πως, όταν η πραγματικότητα ενός ανθρώπου αλλάζει ριζικά, με ξαφνικό και βίαιο τρόπο, τότε το πένθος γι’ αυτήν τη ριζική αλλαγή τον βοηθάει στο να αποδεχτεί και να αντέξει την καινούργια κατάσταση. Το πένθιμο βίωμα συνοδεύεται βέβαια κι από συμπτώματα έντονης θλίψης -συμπτώματα οδυνηρά για τον άνθρωπο. Αυτή όμως η ψυχική διεργασία συντείνει, τελικά, στην ανάταξη του ανθρώπου ακυρώνοντας, συνάμα, την προσφυγή στη λήθη.
Αναμφίβολα κάτι τέτοιο ισχύει∙ και η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων, σχετικά με την ενσωμάτωση του μικρασιατικού Ελληνισμού στον κορμό της χώρας μας, το επιβεβαιώνει με ρητό τρόπο. Η βαρύτιμη συνεισφορά του σε όλους τους τομείς της νεοελληνικής κοινωνίας είναι αναντίλεκτη. Ωστόσο, «η ουσία της γνώσης», που εμποδίζει και τη λήθη για όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να είναι κάτι που πρέπει «να το βιώνουμε εν κοινώ». Διότι, όπως μας παραδίδει ο Χρήστος Μαλεβίτσης: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἔλασμα νοσταλγίας. Καί καθώς ταξιδεύει, σάν ἄλλος Ὀδυσσέας, στίς ἐπίφοβες θάλασσες τοῦ χρόνου του, ἐπιδιώκοντας τό «νόστιμο ἦμαρ», ὑφίσταται “ἄλγεα πολλά”».

 

 Του Σπύρου Α. Γεωργίου*

*συγγραφέας, εκπαιδευτικός.