Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής: Η δράση του αυτή ξεκίνησε σχεδόν εκατό χρόνια πριν όταν ξεκίνησε τη λειτουργία του ως προξενικού γραφείου. Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες για τη διαχρονική δράση του.
Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν προξενικές και διπλωματικές σχέσεις που εκφράζονται με τις εξής αντιπροσωπείες:
α) Ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα, με αντίστοιχη τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα και αντίστοιχα προξενικά γραφεία
β) Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και αντίστοιχα, το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη
γ) Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Σμύρνη με αντίστοιχο το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή και
δ) Ελληνικό Προξενείο Αδριανούπολης με αντίστοιχο το Προξενείο της Τουρκίας στη Ρόδο.
Το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή ιδρύθηκε το 1923, αρχικά ως προξενικό γραφείο. Το 1930 αναβαθμίστηκε σε Προξενείο και το 1950 σε Γενικό Προξενείο ,σε αντιστοιχία δημιουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Τότε, το 1950 δόθηκε στην Ελλάδα αμοιβαία το δικαίωμα να ιδρύσει Προξενείο όμως η χώρα μας επέλεξε την Αδριανούπολη όπου είναι αμφίβολο αν ζούσαν κάποιες δεκάδες Έλληνες, αντί για την Ίμβρο όπως είχαν ζητήσει οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού των Θρακικών Σποράδων. Το τραγικό αυτό λάθος το πλήρωσαν εκτός των άλλων η Ίμβρος και η Τένεδος με τον αφελληνισμό τους από την Τουρκία. Θυμίζουμε βέβαια ότι την τελευταία δεκαετία έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι από 500 Έλληνες στην Ίμβρο, κάτι άκρως ενθαρρυντικό. Ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην παντελώς άστοχη αυτή απόφαση από τη χώρα μας είναι ότι το 1950 υπήρξαν επτά διαφορετικές κυβερνήσεις: Αλέξανδρου Διομήδη, Ιωάννη Θεοτόκη, Σοφοκλή Βενιζέλου, Νικόλαου Πλαστήρα και τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις Σοφοκλή Βενιζέλου στη συνέχεια. Το Προξενείο της Κομοτηνής δημιουργήθηκε βέβαια για προστασία της μουσουλμανικής θρησκευτικής μειονότητας στη Θράκη όπως και το ελληνικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη έχει ιδρυθεί για προστασία της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Πόλη. Και οι δύο μειονότητες εξαιρέθηκαν από την Ελληνοτουρκική συμφωνία περί ανταλλαγής των πληθυσμών.
Οι αντικεμαλικοί «Παλαιομουσουλμάνοι» που απελάθηκαν στην Τουρκία
Το προξενείο της Τουρκίας στην Κομοτηνή έδειξε από πολύ νωρίς τις προθέσεις του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 η προξενική Αρχή διαμαρτυρήθηκε για τη δράση των «Παλαιομουσουλμάνων» στην (ελληνική) Θράκη. Οι «Παλαιομουσουλμάνοι» ήταν αντικαθεστωτικοί κεμαλικοί φυγάδες από την Τουρκία. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και τη Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών, Τούρκοι και Κιρκάσιοι αντικαθεστωτικοί με ηγέτη τον τελευταίο θρησκευτικό αρχηγό (seyhulislam) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Moustafa Sabri είχαν εγκατασταθεί στη Θράκη. Ο seyhulislam βρισκόταν στην κορυφή του ιερατείου των Οθωμανών, είχε δικαιοδοσία διορισμού των μουφτήδων, των επάρχων, των δικαστικών λειτουργών και είχε τη δυνατότητα να προτείνει βεζίρηδες (πρωθυπουργούς) για διορισμό. Πρότεινε επίσης την κήρυξη και την παύση ενός πολέμου, καταδίκη κάποιου σε θάνατο και ο σουλτάνος ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει τη γνώμη του για πολύ σοβαρά θέματα για να είναι σύμφωνη με τον ιερό νόμο (Ι. Αναστασιάδου, «Ο Βενιζέλος και το Ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930»).
Σε αυτούς τους αντικεμαλικούς περιλαμβάνονταν και 13 επώνυμα αντικεμαλικά στελέχη που μετά το 1923 είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα (11 στη Θράκη, ένας στη Θεσσαλονίκη και ένας στη Δράμα). Τα στελέχη αυτά ανήκαν στην ομάδα που η Συνθήκη της Λωζάνης δεν συμπεριλάμβανε στη γενική αμνηστία και έγινε γνωστή ως η ομάδα των «Εκατόν πενήντα» (yuz ellikikler). O Ελευθέριος Βενιζέλος δέχθηκε να απελάσει τους 150 «ανεπιθύμητους» στον Κεμάλ για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης παρά το ότι η κοινή γνώμη ήταν αντίθετη με την εκτόπιση και απέλασή τους στο πλαίσιο του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας το 1930. Για το θέμα αυτό δήλωσε στη Βουλή στις 20/12/1930, ότι «εννοούσε να διαπαιδαγωγήσει την κοινή γνώμη και όχι να παρασύρεται από αυτήν». Ο αριθμός των «Παλαιομουσουλμάνων» που παραδόθηκαν στην Τουρκία του Κεμάλ ήταν επισήμως 150, όμως ο πραγματικός αριθμός τους δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Ο Βενιζέλος δήλωσε στον Ισμέτ Ινονού ότι εφόσον οι «Παλαιομουσουλμάνοι» ήταν Τούρκοι υπήκοοι θα έφευγαν, κάτι με το οποίο συμφώνησε στη Βουλή και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (20/12/1930).
Η Τουρκία είχε ζητήσει ήδη από το 1926-1927 την απέλαση των «Παλαιομουσουλμάνων» πολλοί από τους οποίους είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει γι’ αυτούς ο δικηγόρος Ξάνθης Ι. Πολιουδάκης σε τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών: «Κοινή γνώμη θρακικού λαού ανάστατη επί εξορία εξ αντικεμαλικών τούρκων διαμενόντων εν Θράκη. Αυτοί δια τας υπηρεσίας των προς το ελληνικόν κράτος κατεδικάσθησαν υπό Κεμάλ εις θάνατον… Είναι ο Πατριάρχης των Τούρκων Μουσταφά Σαμπρί μετά του υιού του Χαξή Βέης Συνταγματάρχης πυροβολικού όστις κατά Ευρωπαϊκόν πόλεμον προκινδυνεύσας έσωσεν Έλληνας από σφαγήν, Τεφήκ Βέης φιλέλλην Τούρκος λαογράφος και ποιητής, Ιτζέτ Βέης δημοσιογράφος άλλοτε υποδιοικητής Δαρδανελλίων σώσας από σφαγήν Έλληνας περιφέρειάς του, Δαούτ Βέης, αρχηγός Κιρκασίων, προσενέγκων (προσέφερε) Ελληνικώ Στρατώ Μ. Ασίας τρόφιμα, ξυλείαν 500.000 δραχμ. Δωρεάν και δι’ ιδίων δαπανών επιβιβάσας πρόσφυγας Πανόρμου πλοία κατόπιν μάχης προς Τουρκικόν στρατόν. Λαός διατελεί κατάπληκτος δι’ εξορίαν τούτων. Όλοι διερωτούν: Είμεθα κράτος ελεύθερον ή υποτελείς τω (στον) Κεμάλ; Δια τούτο αναγκαζόμεθα θα φαινόμεθα τόσον αγνώμονες προς τους ευεργέτες μας; Ετοιμάζονται διαμαρτυρίαι λαού προς Βουλήν και Κυβέρνησιν». (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΥΕ) 1927 Α/2/Β Αρ. Πρ. 16813 22/12/1927 Τηλεγράφημα: Κομοτηνή 130-190, 6/12/1927).
Διαχρονικές ανθελληνικές ενέργειες του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή
Σχεδόν για εκατό χρόνια η δράση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας συνεχίζεται. Ας δούμε μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις: «Από έτους και πλέον εγνώσθη και διεπιστώθηκε ότι η κεμαλική προπαγάνδα οργιάζει εις την Δυτικήν Θράκην. Το Τουρκικόν προξενείον Κομοτηνής αποτελεί το Κέντρον των κινήσεων και των κατευθύνσεων. Το Προξενείον τούτον υποστηρίζει ηθικώς και υλικώς τους διαφόρους πράκτορας οι οποίοι περιέρχονται τα τουρκικά (ενν. μουσουλμανικά) χωρία και εκβιάζουν τους κατοίκους ενεργούντες εράνους υπέρ της τουρκικής αεροπορικής αμύνης. Εξηκριβώθη ότι συνελέγησαν σεβαστά ποσά και απεστάλησαν εις Άγκυραν. Το έργον των πρακτόρων του Κεμάλ δεν περιορίζεται εις το σημείον τούτο. Οργάνωσις των κεμαλικών με κέντρον το Προξενείον της Κομοτηνής εντείνεται ολοένα και νομίζομεν ότι πρέπει να επιστήσει την προσοχή της Κυβερνήσεως διότι η εξάπλωσις της προπαγάνδας με τας φανεράς πωλήσεις λαχείων του τουρκικού στόλου λαμβάνει την χροιάν σκανδάλου» (Εφημερίδα «Μακεδονία» 26/2/1928)
Ενώ ως το 1930 τα υποψήφια στελέχη του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των υπαλλήλων της κρατικής μηχανής και δεν είχαν την κατάλληλη μόρφωση, έπειτα καθιερώθηκαν εξετάσεις για την εισαγωγή στο Διπλωματικό Σώμα που προϋπόθεταν πανεπιστημιακό δίπλωμα. Έτσι στην Αθήνα και γενικότερα στην Ελλάδα έρχονταν τα πιο έμπειρα και ικανά πρόσωπα. Ο Ahmet Muhtar Mullaoglu ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Τουρκίας στις Η.Π.Α. και αμέσως μετά ανέλαβε επικεφαλής της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Όπως είναι γνωστό, τη βόμβα στον κήπο του τουρκικού προξενείου στην Θεσσαλονίκη έξω από το (φερόμενο ως) σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, την τοποθέτησε ο ίδιος ο κλητήρας του τουρκικού προξενείου Hasan Ucar τη νύχτα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ομολόγησε ότι του την έδωσε ο Oktay Engin φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη που επίσης παραδέχτηκε την πράξη του. Ο Engin είχε εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο χωρίς εξετάσεις και ο πατέρας του Faik Engin, δάσκαλος στο σχολείο Σαλμώνης Ροδόπης είχε υποστηριχθεί μαζί με τον Osman Ustunder από το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής ως υποψήφιος βουλευτής το 1952. Ο Oktay Engin αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και ο Τούρκος πρόξενος στην Κομοτηνή Ahmet Umar τον φυγάδευσε στην Τουρκία. Αρχικά εργάστηκε στον ραδιοσταθμό της Κωνσταντινούπολης, έπειτα στη Διεύθυνση του Αστυνομικού Σώματος ,στη ΜΙΤ (Υπηρεσία Πληροφοριών), ενώ το 1993 διορίστηκε νομάρχης στην Καππαδοκία. Ο ίδιος δήλωσε το 2010: «Έγινα έπαρχος, έπειτα για 17 χρόνια διευθυντής Αστυνομίας στη Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας και αμέσως μετά αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Ασφαλείας όλης της Τουρκίας, έπειτα έγινα νομάρχης Καππαδοκίας και έτσι τελείωσε η ζωή».
Ο Oktay Engin δικάστηκε στην ίδια δίκη στην οποία ο Μεντερέ καταδικάστηκε σε θάνατο και στη συνέχεια απαγχονίστηκε. Ο Oktay Engin και ο Ucar αθωώθηκαν (σύμφωνα με τον Θεοφάνη Μαλκίδη) ,ενώ σύμφωνα με τη Wikipedia καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3 ετών και 6 μηνών την οποία όμως δεν εξέτισε). Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Ridvan Akar και οι δύο ανήκαν στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Μετά την έκρηξη της βόμβας, ακολούθησαν τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη, που σήμαναν ουσιαστικά το τέλος του ακμάζοντος ελληνισμού της Πόλης (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 7 Σεπτεμβρίου 2017).
Το τουρικό προξενείο στην Κομοτηνή είχε αναπτύξει ανθελληνική δράση και νωρίτερα. Το 1948 είχε εμπλακεί στην εκλογή Μουφτήδων Ξάνθης και Κομοτηνής, ενώ το 1949 οι ελληνικές Αρχές επέτρεψαν στους υπαλλήλους του προξενείου να περιοδεύσουν στους ορεινούς οικισμούς των Πομάκων για να χορηγήσουν οικονομική βοήθεια (!). Τα λάθη από την Ελλάδα στα συνεχίστηκαν, με τη μορφωτική συμφωνία με την Τουρκία το 1951, τη διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα των Μουσουμανοπαίδων της Θράκης και τον χαρακτηρισμό της μειονότητας ως «τουρκικής». Με τα Νομοθετικά Διατάγματα 2203/52 και 3065/54 η Ελλάδα μετά από διάβημα του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα Cemal Husui στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, αποφασίζει και μέσω του Γενικού Διοικητή Θράκης Γ. Φεσσόπουλου, υλοποιεί τη χρήση «εφ’ εξής εις πάσαν περίπτωσιν του «Τούρκος – Τουρκικός» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος – Μουσουλμανικός». Υποχρεώνονται οι Δήμαρχοι και Προέδροι Κοινοτήτων να το εφαρμόσουν, αντικαθιστώντας σε πρώτη φάση διάφορες επιγραφές που αναφέρουν το θρησκευτικό και όχι τον εθνικό χαρακτηρισμό της μειονότητας «κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως».
Ο Τούρκος πρόξενος στην Κομοτηνή βρήκε την ευκαιρία να επέμβει και να αναμειχθεί στη λειτουργία των μεινοτικών σχολείων, όπως στον Άρατο Ροδόπης. Τον ρόλο του προξενείου και των καθοδηγούμενων από αυτό «νεωτεριστών δασκάλων, ανέδειξε η «Ένωσις Μουσουλμάνων Ελλάδος» σε υπόμνημα προς τον Υπουργό Βορείου Ελλάδος θέτοντας ανοιχτά την «ανάμιξιν του Τούρκου προξένου εις το ζήτημα της αλλαγής των ημερών αργίας παρά τα αντίθετα αισθήματα του λαού (Κομοτηνή 29 Αυγούστου 1955). Στον ρόλο του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής αναφέρθηκαν και οι μη Κεμαλικοί Μουσουλμάνοι δάσκαλοι σε έγγραφό τους προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, όπου κάνουν λόγο για τους «νεωτεριστές» συναδέλφους τους, που βοηθούνται στη δράση τους από το τουρκικό προξενείο.
Εκτός από τους τουρκογενείς Μουσουλμάνους που έχουν ως μητρική γλώσσα την τουρκική, υπάρχουν στη Θράκη οι Ρομά και οι Πομάκοι για τους οποίους η τουρκική γλώσσα δεν είναι μητρική. Το ελληνικό κράτος μετά από πιέσεις Τούρκων διπλωματών, ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα Kamuran Gurun, τον Σεπτέμβριο του 1973 στη Θράκη, επέβαλε στους Πομάκους να εγκαταλείψουν την αραβική γραφή και να την αντικαταστήσουν με τη λατινική.
Το προξενείο της Κομοτηνής όχι απλά προωθεί τα τουρκικά συμφέροντα στη Θράκη αλλά παρεμβαίνει και στην προσωπική ζωή των Ελλήνων Μουσουλμάνων που ζουν εκεί, με τη δημιουργία «μαύρης λίστας», μιας ονομαστικής κατάστασης ανεπιθύμητων Μουσουλμάνων που δεν τους επιτρέπεται η είσοδος στην Τουκία, οι σπουδές των παιδιών τους σε αυτή, ενώ παράλληλα στοχοποιούνται από άλλους Μουσουλμάνους και αντιμετωπίζουν προβλήματα και στην καθημερινή τους ζωή…
Η δράση του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής μετά το 1989
Το 1989 «κατέβηκαν» για πρώτη φορά στη Θράκη ανεξάρτητοι μειονοτικοί συνδυασμοί («Πεπρωμένο» στον νομό Ξάνθης, που εξέλεξε βουλευτή τον Αχμέτ Φαΐκογλου τον Απρίλιο του 1990 και «Εμπιστοσύνη» στον νομό Ροδόπης, που εξέλεξε βουλευτή τον Αχμέτ Σαδίκ τον Ιούνιο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990 και τον Ισμαήλ Μολλά Ροδοπλού τον Νοέμβριο του 1989). Οι πολιτικοί αρχηγοί επέκριναν σφοδρά την τουρκική παρέμβαση στις ελληνικές εκλογές. «Θεωρώ απαράδεκτη την επέμβαση της Τουρκίας στα εσωτερικά της χώρας μας», δήλωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τόνισε μεταξύ άλλων: «… Επιτόπου την όλη επιχείρηση καθοδηγεί ο Τούρκος πρόξενος της Κομοτηνής. Εφθάσαμε στο σημείο να δημιουργείται σε ελληνικό χώρο από Τούρκους διπλωματικούς εκπροσώπους κλίμα φοβίας και απειλών…»
Από τις εκλογές του 1993 και μέχρι σήμερα καθιερώθηκε το ελάχιστο όριο του 3% για είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή (στην Τουρκία για τον φόβο των Κούρδων είναι 10%…) και οι Μουσουλμάνοι υποψήφιοι βουλευτές εντάσσονται στα διάφορα πολιτικά κόμματα και αρκετοί από αυτούς έχουν εκλεγεί μέχρι σήμερα στο Κοινοβούλιο.
Ωστόσο οι παρεμβάσεις του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής δεν σταμάτησαν. Στην εφημερίδα «Αντιφωνητής» της 12/11/1998 αναγράφονται τα εξής: «Το προξενείο εργάζεται προς την αναγόρευση της Τουρκίας ως μοναδικής εγγυήτριας δύναμης των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των οραμάτων της ηγετικής ομάδας των Μουσουλμάνων και στη διαπόμπευση της Ελλάδας… Στην πολιτική αυτή εντάσσονται η τουρκοποίηση των Πομάκων και των Ρομά και η αντίδραση σε κάθε διαφορετική προσπάθεια, η οικονομική διείσδυση, η εξαγορά ελληνικών επιχειρήσεων, η αλλαγή στα ποσοστά κατοχής της γης, η επιδοτούμενη αγορά χριστιανικών ιδιοκτησιών, η τουρκοποίηση της μειονοτικής εκπαίδευσης με Μουσουλμάνους δασκάλους προσηλωμένους στα τουρκικά ιδεώδη, η δημιουργία ενός κλίματος ψευδεπίγραφης φιλίας, στις τοπικές σχέσεις μεταξύ φορέων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συλλόγων». Κατά κανόνα οι Τούρκοι διπλωμάτες που διορίζονται στο προξενείο είναι στελέχη της Διευθύνσεως Πληροφοριών και Ερευνών του Υπουργείου Εξωτερικών όπως ο Osman Durak που ανέλαβε καθήκοντα τον Νοέμβριο του 1995 με προϋπηρεσία στο ΝΑΤΟ, τη Ρώμη και τη Συρία.
Το προξενείο Κομοτηνής απασχολεί τουλάχιστον 20 υπαλλήλους, έχει ετήσιο προϋπολογισμό 15-20 εκατομμύρια ευρώ και 3.500 έμμισθους συνεργάτες (Εφημερίδα «Μακεδονία» 9/12/2009).
Η δράση του τουρκικού προξενείου σήμερα
Οι παρεμβάσεις του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα κατά τις προεκλογικές περιόδους οι παρεμβάσεις του είναι συνεχείς. Η «γραμμή» του διοχετεύεται μέσα από τη «Συμβουλευτική Επιτροπή» της μειονότητας. Ενδεικτικά, στις Ευρωεκλογές του 2009 δόθηκε «γραμμή» για «λευκό». Όποιοι Πομάκοι και Ρομά προσπαθούν να ξεφύγουν από τη «γραμμή» «Μουσουλμάνος=Τούρκος» αντιμετωπίζουν προβλήματα από μηχανισμούς του Προξενείου. Ο Σύλλογος Επιστημόνων Μειονότητας που έχει σχέσεις με το Προξενείο έχει ιδρύσει συλλόγους νεολαίας σε διάφορες περιοχές της χώρας μας για να ασκεί έλεγχο στους νεαρούς και τις νεαρές από τη μειονότητα που φοιτούν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Το προξενείο στηρίζει την ανθελληνική προπαγάνδα στο εξωτερικό (με διάφορες ΜΚΟ και τον Σύλλογο Αλληλοβοήθειας Τούρκων Δυτικής Θράκης). Η Άγκυρα μέσω του προξενείου στην Κομοτηνή προσπαθεί να παρέμβει και στην οικονομική ζωή της Θράκης. Ενδεικτική είναι η ίδρυση στην Κομοτηνή υποκαταστήματος της, κρατικών τουρκικών συμφερόντων, τράπεζας «Ziraat Bankasi».
Επίλογος
Για σχεδόν εκατό χρόνια το τουρκικό προξενείο δρα σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Δυστυχώς και αρκετές ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν σοβαρότατα λάθη στα θέματα που αφορούν τη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Ας φροντίσουν τα πολιτικά κόμματα να μην εντάσσουν για μικροπολιτικούς σκοπούς στα ψηφοδέλτιά τους υποψήφιους που προωθεί το τουρκικό προξενείο και να περιλαμβάνουν σε αυτά ανθρώπους που σέβονται τη μειονότητα και την πατρίδα τους, την Ελλάδα.
Πηγή: ΘΕΟΦΑΝΗΣ Κ. ΜΑΛΚΙΔΗΣ «ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ», Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ, 2012.
Μιχάλης Στούκας – protothema.gr