Φάνης Μαλκίδης
Μειονότητες και αγροτική κοινωνία. Οι Πομάκοι στη Θράκη.
Ανακοίνωση στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Χώρος και περιβάλλον: Παγκοσμιοποίηση-Διακυβέρνηση-Βιωσιμότητα».
Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εισαγωγή
Η εισήγηση αναλύει το ζήτημα κοινωνικού αποκλεισμού σε μια ιδιαίτερη αγροτική κοινωνία της Ελλάδας, τη Θράκη. Εξετάζει μία συνιστώσα των μουσουλμανικών μειονοτήτων, τους Πομάκους και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαβίωσή τους στο χώρο.
Στο πρώτο μέρος καταγράφεται η κοινωνία των Πομάκων, μετά το 1950 και το δεύτερο μέρος εξειδικεύεται σε καίρια ζητήματα του Πομακικού χώρου, όπως είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, η γλώσσα, η εκπαίδευση, τα προβλήματα του αγροτικού χώρου και της γυναίκας.
Στόχος της εισήγησης είναι να αναδείξει το ζήτημα των Πομάκων τόσο σε σχέση με τη μακροχρόνια καταπίεση της ιδιαίτερης τους ιστορίας, παράδοσης, πολιτιστικής κληρονομιάς, γλώσσας και πολιτισμικής ταυτότητας, όσο και σε συνδυασμό με το αγροτικό χώρο διαβίωσής τους που διακρίνεται για την υπανάπτυξη και τον αποκλεισμό από την ευρύτερη ελληνική κοινωνία.
Οι Πομάκοι
Ο τούρκος ιστορικός Ν. Αβτζίογλου, αναγνωρίζει τους Πομάκους ως ξένη προς τους Τούρκους εθνότητα, ενώ ο καθηγητής Γ. Ερτζάν, σε μελέτη του, τονίζει ότι οι Πομάκοι ήταν η τρίτη μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα της χερσονήσου του Αίμου, μετά τους Αλβανούς και τους Βόσνιους που προσχώρησε στο Ισλάμ. Προσθέτει ότι ενώ στην Ανατολία εξισλαμισμός σήμαινε εκτουρκισμό, αντίθετα στη χερσόνησο του Αίμου η αλλαξοπιστία δεν οδηγούσε πάντα στην αλλαγή της εθνικότητας.
Από την άλλη η επίσημη τουρκική θέση, χαρακτηρίζει τους Πομάκους, τουρκικής καταγωγής και τους αποκαλεί "ορεινούς ομογενείς του βαλκανικού βραχίονα"1. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν μπορεί να καταστραφεί από την πομακική ταυτότητα χαρακτηρίζεται ως τουρκικό. Σφετερισμό της κληρονομιάς και της ιστορίας τους αποτελούν οι εκθέσεις λαϊκών ενδυμασιών και εργοχείρων, που κατά καιρούς πραγματοποιήθηκαν και προβάλλονταν ως έργο τουρκικού πολιτισμού, όπως και οι λαϊκές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, τα ήθη και έθιμα στα πομακοχώρια, που προσδιορίζονται ως εκδηλώσεις των Τούρκων2.
Σύμφωνα με την ελληνική ιστοριογραφία οι Πομάκοι προέρχονται από την αρχαία θρακική φυλή των Αγριάνων3. Εθνολογική έρευνα υποστηρίζει βασίμως, ότι οι σλαβόφωνοι Πομάκοι είναι απόγονοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτόχθονος πληθυσμού. Η λέξη Πομάκος κατά μεν τους Βούλγαρους προέρχεται από τη βουλγαρική λέξη pomagam = βοηθώ, εξαιτίας της βοήθειας προς τους Τούρκους κατά των Βουλγάρων το 1876, κατά δε τους Έλληνες πιθανόν να προέρχεται από τη λέξη πομάξ = πότης και συμπορεύεται με την παλαιά συνήθεια των Θρακών να πίνουν4.
Αιματολογική εξέταση σε 1030 κατοίκους στα χωριά Εχίνος, Σάτραι, Ωραίον, Μελίβοια και Κοτύλη, δηλαδή το 1/20 του συνολικού πληθυσμού των Πομάκων διαπιστώνει αιματολογική συγγένεια Πομάκων και Ελλήνων σε ποσοστό 50-70% 5.
Ξένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είναι εξισλαμισμένοι και εκσλαβισθέντες γλωσσικώς, απόγονοι ή τα τελευταία υπολείμματα των αρχαίων Θρακών και ότι έχουν φλέβα ελληνική6.
Οι Πομάκοι και οι κρατικές πολιτικές
Κατά την τελευταία απογραφή (2001) και σύμφωνα με τα προσωρινά αποτελέσματά της ο συνολικός πληθυσμός της Θράκης ανέρχεται σε 355.000 κατοίκους. Εξ αυτών 241.000 είναι ορθόδοξοι και 114.000 μουσουλμάνοι. Οι μουσουλμάνοι διακρίνονται σε 36.000 Πομάκους (23.000 στο νομό Ξάνθης, 11.000 στο νομό Ροδόπης, 2.000 στο νομό Έβρου), 24.000 αθίγγανους (από 9.000 στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης και 2.000 στο νομό Έβρου) και 54.000 τουρκοφανείς- τουρκογενείς (10.000 στο νομό Ξάνθης, 42.000 στο νομό Ροδόπης και 2.000 στο νομό Έβρου). Από τους Πομάκους της Ξάνθης περί τους 700 έχουν τουρκική φυλετική ρίζα. Στη Βουλγαρία οι Πομάκοι ανέρχονται σε 100.000 περίπου7.
Είναι γεγονός ότι οι μειονοτικοί πληθυσμοί όπου και εάν βρίσκονται, άσχετα αν έχουν υποστεί αλλαγές ονομασίας και χαρακτηρίζονται πολυπολιτισμικές και πολυεθνικές κοινωνίες, έχουν αρνηθεί να αφομοιωθούν, ή να χάσουν την παραδοσιακή τους ταυτότητα. Στην περίπτωση των Πομάκων αναφερόμαστε σε αυτό που ονομάζονται «ιστορικές μειονότητες» και τις οποίες συναντάμε στην Ευρώπη. Ιστορικές μειονότητες νοούνται αυτές που έχουν εγκατασταθεί για ιστορικούς λόγους σε συγκεκριμένο χώρο-έδαφος και μετακινούνται εντός του χώρου, ακόμη και αν αυτός έχει επηρεαστεί από συνοριακές αλλαγές. Η καταγραφή των χαρακτηριστικών στοιχείων μιας μειονότητας έγινε αντικείμενο πολλαπλών αντιμετωπίσεων οι οποίες καταλήγουν σε εννοιολογικής σημασίας προσεγγίσεις. Κατ' αποτέλεσμα οι μειονότητες διαχωρίζονται σε εθνικές, σε εθνοτικές (χωρίς στην ουσία να υπάρχουν διαφορετικά γνωρίσματα, άρα αυτή η διαφοροποίηση τείνει να ενσωματωθεί), σε θρησκευτικές, σε γλωσσολογικές, σε πολιτισμικές. Παρόλα αυτά στη χερσόνησο του Αίμου, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι ποικίλες εθνότητες ή μειονοτικές ομάδες έχουν συχνά κοινή ιστορία με τα υπόλοιπα επικρατούντα φύλα8. Σε πολλές περιπτώσεις όπως αυτή των Πομάκων η καταγωγή των μειονοτήτων ή εθνοτήτων φτάνει πολύ πίσω στον ιστορικό χρόνο. Στη σειρά μεταλλαγών που διέρχονται, συχνά νεοεμφανιζόμενα φύλλα επιδρούν θρησκευτικά ή γλωσσικά, με αποτέλεσμα την αποκοπή κοινωνικών ομάδων και την κατοπινή μετεξέλιξή τους σε μειονοτικές ομάδες.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, το βασικό νομικό κείμενο που καθορίζει την παραμονή των μουσουλμάνων στην Ελλάδα, αναφερόταν και αναγνώριζε την ύπαρξη μιας μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη χωρίς ειδικότερη αναφορά στην ιδιαίτερη εθνοτική, πολιτισμική ταυτότητα και προέλευση των επιμέρους μειονοτικών ομάδων που τη συνέθεταν9. Μετά τη συνθήκη όμως και κυρίως από το 1952 (ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ), η ταυτότητα των τριών ουσιαστικά μουσουλμανικών μειονοτήτων (Πομάκων, τουρκοφανών και Ρωμά) καθοριζόταν από τα ισχύοντα γεωστρατηγικά δόγματα και τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της περιοχής. Δεν ήταν η ιστορία, η παράδοση, η πολιτιστική κληρονομιά, η γλώσσα που όριζαν την εθνική ταυτότητα κάθε ομάδας, αλλά η λογική, η γεωπολιτική και οι σχέσεις των κρατών.
Πρώτο θύμα αυτής της πολιτικής υπήρξε η ομάδα των Πομάκων. Αρχές της δεκαετίας τον 1950 το ελλαδικό εξαρτημένο κράτος, στα πλαίσια της πολιτικής του ψυχρού πολέμου και της διαίρεσης σε συνασπισμούς, ανεχόταν ή προωθούσε την τουρκοποίησή τους. Με την όξυνση όμως των σχέσεων αργότερα με την Τουρκία αλλάζει την πολιτική του. Από εδώ και πέρα τους προτιμούσε Βούλγαρους παρά Τούρκους. 'Έτσι οι Πομάκοι δεν έζησαν σε συνθήκες που να τους επιτρέπουν να αναπτύξουν και διατηρήσουν τις παραδόσεις του την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα. Το ελλαδικό κράτος παρέμεινε εγκλωβισμένο, ακίνητο στη διεκδίκηση τον θρησκευτικού χαρακτήρα της μειονότητας, όταν το τουρκικό κράτος διαμέσου της θρησκείας ή με μηχανισμούς εξαναγκασμού, τρομοκράτησης, ελέγχου, προωθούσε σταθερά την τουρκοποίησή τους. Το ελληνικό κράτος δεν παρείχε βοήθεια για τη διατήρηση της μνήμης των παραδόσεων και του παρελθόντος των Πομάκων, που καλύπτεται ακόμη από μεγάλα κενά. Η έμμονη στην προβολή της χριστιανικής τους προέλευσης, απομάκρυνε ψυχολογικά τη θρησκόληπτη μάζα. Η τακτική αυτή παραγνώριζε το γεγονός, ότι οι Πομάκοι ήταν και παραμένουν αυστηρά προσηλωμένοι στο Ισλάμ, μέλη τους επανδρώνουν τις ιερατικές σχολές και η συντριπτική πλειοψηφία των θρησκευτικών λειτουργών στη Θράκη προέρχεται από αυτούς. Οι αναφορές στο χριστιανικό παρελθόν, στον βαθμό που εντάχθηκαν σε σκοπιμότητες, προκάλεσαν αρνητικούς συνειρμούς και επαναφέρουν επώδυνες αναμνήσεις από την βίαιη προσπάθεια των Βουλγάρων για εκχριστιανισμό.
Σε καθαρό θρησκευτικό επίπεδο, η απομόνωσή τους ανάμεσα σε δύο χριστιανικούς λαούς (Βούλγαρους και Έλληνες), τους ώθησε προς την πλησιέστερη ισλαμική χώρα την Τουρκία. Τη σφοδρή αντίθεση των πρώτων κεμαλικών δεκαετιών ακολούθησε η συμφιλίωση με τη νέα πραγματικότητα. Οι πηγές του Ισλάμ στις αραβικές χώρες βρίσκονταν αρκετά μακριά και αδύναμες να στηρίξουν μία αραβόφιλη ισλαμική ομάδα στη Θράκη Η Τουρκία ήταν η ισχυρή δύναμη, που είχε τη δύναμη να επιβάλει τη θέληση της και εκτός των συνόρων της, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί ψυχολογικά η κλίση των Πομάκων προς αυτήν.
Η ελληνική τακτική εξομοίωσης, σε όλο το επίπεδο, των Πομάκων με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους, συνέβαλε στη σφυρηλάτηση της συνοχής και της ανάπτυξης ισχυρών ψυχολογικών δεσμών μεταξύ των αλλογενών, αλλά ομόθρησκων τμημάτων της μειονότητας. Οι όποιες διαθέσεις Πομάκων, σε ατομικό ιδίως επίπεδο, για προσέγγιση με την αλλόθρησκη Ελλάδα προσέκρουαν στην αμηχανία των τοπικών αρχών, που αξιοποιούσαν για αλλότριους σκοπούς τέτοιες σχέσεις. Η έλλειψη κατανόησης και ευαισθησίας προλείαναν το έδαφος για το μειονοτικό επεκτατισμό των Τουρκοφανών.
Η γλώσσα
Γραπτά μνημεία της γλώσσας των Πομάκων, όπως και της γλώσσας όλων των αρχαίων θρακικών φυλών δεν υπάρχουν. Είναι δηλαδή η γλώσσα ομιλούμενη, αλλά μη γραφόμενη. Τα Πομακικά, ένα ενδιαφέρον, κατά βάσιν σλαβογενές ιδίωμα, που μέχρι πρόσφατα ομιλείτο προφορικώς, άρχισε τελευταία να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον μελετητών και ήδη εκδόθηκαν πρώτες περιγραφές της δομής και του λεξιλογίου των Πομακικών στην Ελλάδα. Παρατηρείται ότι η πομακική γλώσσα στην ανατολική περιοχή της Θράκης έχει επηρεασθεί από την τουρκική γλώσσα, ενώ αντίθετα στο δυτικό τμήμα της από τη βουλγαρική, ενώ πάμπολλες είναι οι ελληνικές λέξεις - και μάλιστα οι αρχαιοπρεπείς, γεγονός που ενισχύει την άποψη για την αρχαία καταγωγή των Πομάκων και τη συγγένειά τους με τους Έλληνες10.
Η πομακική είναι γλώσσα, που τελεί υπό ποικιλόμορφο διωγμό και οι φορείς της θύματα πολιτισμικής γενοκτονίας. Η περιορισμένη γεωγραφική της έκταση ή η δημογραφική βαρύτητα του πληθυσμού που τη μιλά, δεν της στερεί το δικαίωμα στην ύπαρξη, όπως αντίστοιχα και της πλουσιότατης ινδοευρωπαϊκής γλώσσας των Ρωμά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τα ψηφίσματά του για την ανάγκη προστασίας της ευρωπαϊκής λαϊκής κληρονομιάς, και το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τη διακήρυξή του για τις τοπικές γλώσσες, εκφράζουν την ευαισθησία των λαών, για τη διατήρηση του ευρωπαϊκού πολιτιστικού και γλωσσικού πλούτου, του οποίου ένα ζωντανό κύτταρο αποτελούν και οι Πομάκοι. Μέσα, λοιπόν, στο διεθνές κλίμα και την ευαισθησία που διακρίνει τους ευρωπαϊκούς λαούς, προστίθεται η ελληνική γλωσσική παραφωνία, κατοχυρωμένη μάλιστα με δύο διμερή ελληνοτουρκικά μορφωτικά πρωτόκολλα.
Η εκπαίδευση
Η Θράκη παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό πτυχιούχων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και το μεγαλύτερο ποσοστό αναλφαβητισμού, με μεγάλη απόκλιση από τις άλλες περιφέρειες της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το μέσο πανελλαδικό ποσοστό των Ελλήνων που δεν ολοκλήρωσαν την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση δεν ξεπερνάει το 57%, στη Θράκη φθάνει κατά μέσο όρο στο 72%, με ιδιαίτερη απόκλιση στον Νομό Ροδόπης, στον οποίο οι 8 στους 10 κατοίκους, δεν έχουν απολυτήριο του υποχρεωτικού σχολείου. Ο κυρίαρχος λόγος της σημαντικής αυτής ανισότητας που εκδηλώνεται στη Θράκη με τη μορφή της εκπαιδευτικής και μορφωτικής διαφοροποίησης εκκολάπτεται στο έδαφος της εξαιρετικά χαμηλής συμμετοχής των μουσουλμανικών μειονοτήτων της Θράκης στη Δευτεροβάθμια (Γυμνάσιο - Λύκειο) και τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα παιδιά των Πομάκων μιλούν στο σπίτι τους τη μητρική τους γλώσσα και όταν πηγαίνουν στο σχολείο υφίστανται ένα γλωσσικό ευνουχισμό από τον μουσουλμάνο δάσκαλο που τους διδάσκει την τουρκική και τον χριστιανό που τους διδάσκει την ελληνική. Η μόνη που δεν διδάσκονται είναι η πομακική, την οποία το μειονοτικό σχολείο την απορρίπτει, σφραγίζοντας από την παιδική ηλικία τα παιδιά των Πομάκων με το στίγμα της απαξίωσης, της υποτίμησης, της κατωτερότητας.
Στη Θράκη λειτουργούν σήμερα συνολικά 683 Νηπιαγωγεία, Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσια και Λύκεια και από αυτά στο 1/3 περίπου φοιτούν αποκλειστικά μουσουλμάνοι, τουρκοφανείς, Πομάκοι και Ρωμά. Στα μουσουλμανικά σχολεία φοιτούν συνολικά 7.382 μαθητές, εκ των οποίων οι 3.108 είναι τουρκογενείς, οι 2.786 Πομάκοι και 483 Ρωμά. Άλλοι 1.005 αποτελούν το μεικτό μουσουλμανικό μαθητικό δυναμικό.
Από το 1995 ορίζεται με νόμο από το Υπουργείο Παιδείας ένα ειδικό ποσοστό θέσεων (0,5%) οι οποίες προορίζονται για την εισαγωγή σε ΑΕΙ και ΤΕΙ αποφοίτων Λυκείου που προέρχονται από τις μουσουλμανικές μειονότητες. Η ενέργεια από τη μεριά της ελληνικής Πολιτείας όταν δεν συνοδεύεται από αλλαγές στο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν μπορεί να «αφοπλίσει» τη ναρκοθετημένη εκπαιδευτική πορεία των μουσουλμάνων μαθητών που δεν βοηθούνται να γνωρίσουν καλύτερα την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν αρκετοί από αυτούς τις σπουδές τους. Ενώ στα Δημοτικά Σχολεία που φοιτούν μουσουλμάνοι μαθητές καλύπτουν ένα ποσοστό της τάξεως του 50% όλων των Δημοτικών της Θράκης, τα Νηπιαγωγεία φθάνουν το 5% και τα Γυμνάσια - Λύκεια δεν ξεπερνούν το 20% 11.
Τα ποσοστά αυτά αναδεικνύουν σε όλη την έκτασή του το πρόβλημα, επικεντρώνοντας στο ότι οι μουσουλμάνοι μαθητές μορφώνονται κάτω από άνισες συνθήκες αφού προσέρχονται αφενός στο Δημοτικό Σχολείο χωρίς τα εφόδια της προσχολικής αγωγής που θα έδινε την ευκαιρία να εξοικειωθούν οι Πομάκοι με την κατανόηση της ελληνικής γλώσσας με στόχο την ομαλή ένταξή τους και αφετέρου συμμετέχουν ελλειμματικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην οποία, βέβαια, λείπουν τα ιδιαίτερα προγράμματα και βιβλία που θα παίρνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες (πολιτισμικές, θρησκευτικές κ.λπ.) των μαθητών, καθώς και το διδακτικό προσωπικό με παιδαγωγική κατάρτιση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της μειονότητας. Με τα Μορφωτικά Πρωτόκολλα υποθηκεύτηκε το μέλλον της πομακικής, η προφορική παράδοση, ο λαϊκός πολιτισμός και οι ιστορικές παραδόσεις12.
Στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, η πομακική νεολαία, διαποτίζεται από την ιδέα της τουρκικής καταγωγής. Η πομακική γλώσσα φτάνει ως το προαύλιο του σχολείου, χωρίς ποτέ να βρεθεί στην αίθουσα διδασκαλίας φθάνει ως την αίθουσα των δικαστηρίων χωρίς ποτέ να ακουστεί στην ακροαματική διαδικασία. Μία, λοιπόν, ξένη και εγκάθετη γλώσσα έχει επιβληθεί από το κράτος, ως φορέας επικοινωνίας με τον πομακικό πληθυσμό, παραγκωνίζοντας τη μητρική και ομιλούμενη από πολλές χιλιάδες άτομα. Οι Πομάκοι, μέσω της τουρκικής γλώσσας, εξοικειώνονται με τα τουρκικά πρότυπα ζωής και αποβάλλουν σταδιακά τα ιστορικά τoυς χαρακτηριστικά. Η κουλτούρα τους αλλοιώνεται και κατακερματίζεται. Η υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής επέβαλε στη συλλογική τους μνήμη την πλαστή εικόνα για το τουρκικό παρελθόν και τη συσκότιση όλων των στοιχείων, που βοούσαν για το αντίθετο.
Οι Πομάκοι μαθητές είναι θύματα της ιστορικής συγκυρίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας13 που τους επιβάλλει αναπόφευκτα την εκμάθηση της επίσημης ελληνικής, αλλά και της τουρκικής, σε βάναυση και αναιτιολόγητη αντικατάσταση της οικογενειακής. Η διαδικασία αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική και διανοητική ανάπτυξη των παιδιών, που δεν καθίστανται απλά δίγλωσσα, αλλά τρίγλωσσα, τετράγλωσσα και από την τετάρτη δημοτικού και πεντάγλωσσα, χωρίς, εν τούτοις, η βιωματική και φορτισμένη με όλο τον συναισθηματικό πλούτο γλώσσα, να αναγνωρίζεται και να διδάσκεται. Η μητρική απορρίπτεται στο δημοτικό σχολείο, οι μαθητές ντρέπονται γι’ αυτήν, τους εμπεδώνεται η άποψη ότι η γλώσσα τους δεν έχει καμμία αξία, γι’ αυτό και πρέπει να μάθουν άλλες και άρα να υφίστανται θεμελιακή προσβολή ως ανθρώπινα όντα.
Την κατάσταση της πολυγλωσσίας και του τουρκοκεντρικού χαρακτήρα της πομακικής εκπαίδευσης θεραπεύει, μερικώς μόνο και σε επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η λειτουργία γυμνασίων, με αποκλειστική χρήση της ελληνικής στην ορεινή Ξάνθη, στα χωριά Σμίνθη, Γλαύκη, Εχίνος, Θέρμες και στην Οργάνη του νομού Ροδόπης. Στην κατάσταση της περιορισμένης παιδείας των Πομάκων πρέπει να επισημανθεί το ιδιαίτερο ζήτημα των κοριτσιών, τα οποία μετά το μάθημα πάνε κατευθείαν στο σπίτι, χωρίς να αναπτύσσουν τα ελληνικά τους. Όσα κορίτσια τελειώσουν το δημοτικό έχουν ελάχιστες πιθανότητες να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο γυμνάσιο. Η μεγάλη πλειοψηφία αναλαμβάνει καθήκοντα νοικοκυράς μέσα στο σπίτι. Όσο απομακρύνεται κάποιος από τα αστικά κέντρα προς τις αγροτικές και απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, τόσο μειώνεται μέχρι μηδενισμού μερικές φορές ο αριθμός των μαθητριών στα Γυμνάσια14.
Υπάρχουν σήμερα οικισμοί, στους οποίους δεν υπάρχει γυναίκα που να έχει συνεχίσει τις σπουδές της στο γυμνάσιο. Το τέλος του γυμνασίου σημαίνει και το τέλος της εκπαίδευσης για τις μουσουλμάνες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη μουσουλμάνα σπουδάστρια της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, απ΄ όπου αποφοιτούν δάσκαλοι για τα μειονοτικά σχολεία της Θράκης εισήχθη, μόλις το 1991.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός των Πομάκων
Σημαντικοί σταθμοί στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπήρξαν η υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας του 1930 και τα Μορφωτικά Πρωτόκολλα του 1951 και 1968, με τα οποία αναγνωρίστηκε, για άλλη μία φορά, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, ως μοναδική μειονοτική γλώσσα η τουρκική - την οποία γνώριζε μόνον ένα 5% των Πομάκων – και επαναβεβαιώθηκε το νομικό πλαίσιο, που απέκλειε την επίσημη αναγνώριση της πομακικής15.
Το μειονοτικό σχολείο αποτέλεσε την πλατειά δίοδο, απ’ όπου πέρασε η τουρκική συνείδηση, για να εμποτιστεί στους μαθητές. Η προσπάθεια αυτή δεν συνάντησε πολιτική αλλά ούτε, κυρίως, μορφωτική αντίδραση, αφού για πρώτη φορά παρεχόταν μαζικής κλίμακας παιδεία σε έναν πληθυσμό, που ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία αγράμματος, ενώ αξιοποιήθηκε επιπλέον εναντίον της πομακικής ο ισχυρός φόβος που ένιωθαν οι Πομάκοι από ενδεχόμενη βουλγαρική κάθοδο, την οποία έζησαν δραματικά δύο φορές (1913-1918 και 1941-1944).
Ο χρόνος και η επιμονή έφεραν δυσμενή αποτελέσματα ιδιαίτερα σε όσους μετανάστευσαν στα πεδινά, όπου εισήλθαν σε νέες πολιτισμικές και οικονομικές πραγματικότητες: συγκατοίκησαν σε μικτούς οικισμούς ή συνοικίες και συχνά διασταυρώθηκαν με τους τουρκοφανείς. Την αλλοτρίωση τους την προώθησαν οι συλλογικές παραστάσεις και η διαβίωση στα αστικά και ημιαστικά κέντρα (τουρκόφωνα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κοινωνική – θρησκευτική ζωή κ .α.). Τα παιδιά, που προήλθαν από μικτούς γάμους και μεγάλωσαν στα πεδινά, αγνοούν την πομακική, αλλά και δεν έχουν κάποιο ισχυρό κίνητρο για να τη μάθουν, καθώς δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη και δεν θα χρησιμεύσει πουθενά. Κυρίαρχη αποβαίνει η τουρκική, ως εξυπηρετούσα τις περισσότερες οικονομικο-κοινωνικές σχέσεις και με το γόητρο που της προσδίδει η διδασκαλία στα σχολεία. Ταυτόχρονα θεωρείται παρακινδυνευμένη η χρήση της προγονικής γλώσσας, γιατί μπορεί να προκαλέσει την οργή των φανατικών16 που δεν παύουν να επισημαίνουν, ότι αυτή αμφισβητεί από μόνη της την ενιαία και αδιαίρετη τουρκική ταυτότητα των μελών της μειονότητας.
Η μετανάστευση στα πεδινά συνοδεύεται από την προσδοκία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. Στην ορεινή Ξάνθη, η κυριαρχία της πομακικής είναι απόλυτη και χρησιμοποιείται τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω από αυτό. Προχωρώντας όμως ανατολικά, η κατάσταση παρουσιάζεται συγκεχυμένη. Η πομακική εμφανίζεται ισχυρότερη στην υψηλότερη ζώνη του νομού Ροδόπης και φθίνει με τη μείωση του υψομέτρου. Τα χωριά που βρίσκονται στις χαμηλότερες ζώνες της Ροδόπης έχουν τουρκοφωνήσει πριν από μια ή και περισσότερες γενιές. Η γειτνίασή τους με το συμπαγές τουρκόφωνο περιβάλλον της πεδιάδας ήταν ένας πρόσθετος παράγοντας, που επιτάχυνε την απώλεια της απροστάτευτης και μη αναγνωρισμένης μητρικής γλώσσας. Στην πομακική ομάδα των χωριών του νομού Έβρου, η υποχώρηση της πομακικής, προς όφελος της τουρκικής, είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η γνώση της τουρκικής γλώσσας λειτούργησε ως σύμβολο υπεροχής της κυρίαρχης τάξης των Πομάκων, η οποία και προσχώρησε στην αντίστοιχη των τουρκοφανών, ενισχύοντας τη θέση της. Η τοπική πολιτική και θρησκευτική ηγεσία είναι σήμερα στενά εξαρτημένη από την τουρκική πολιτική, από την οποία αντλεί κύρος και δύναμη. Η αποποίηση της πομακικής ταυτότητας θα αποτελέσει πλέον βασική προϋπόθεση κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης. Από την άποψη αυτή, αποτελούν ήσσονος σημασίας τεκμήρια και μη ασφαλείς δείκτες διάγνωσης εθνικού φρονήματος, τα κείμενα που κατά καιρούς δημοσιεύθηκαν και στα οποία οι Πομάκοι συντάκτες τους υπερασπίζονται, σε δραματικούς τόνους, την τουρκική καταγωγή τους. Ο βαθμός εκτουρκισμού του στρώματος αυτού δεν είναι ολοκληρωτικός, όσο εμφανίζεται, διότι ούτε ιστορικές ρίζες διαθέτει αλλά και συνδέεται με μία σειρά ατομικών επιδιώξεων, όπως οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, προσδοκία εισαγωγής των παιδιών στα τουρκικά πανεπιστήμια, κ.ά.
Το πολιτικοκοινωνικό κλίμα στην πομακική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη διάχυτη και ασφυκτική καταπίεση του πληθυσμού από τους μηχανισμούς της Τουρκίας. Η ελευθερία έκφρασης τελεί υπό διωγμό και οι Πομάκοι μόνο κατ’ ιδίαν και υπό προϋποθέσεις εκμυστηρεύονται αυτά που ποτέ δε θα τολμούσαν να διατυπώσουν δημοσίως. Η αποπομακοποίηση τους στερεί προοδευτικά τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως διαφορετικό από τους άλλους και να αντιληφθούν ότι είναι ένας καταπιεσμένος πληθυσμός, που υφίσταται μία υποδειγματική εθνοκτονία και ένα αδιόρατο, αλλά καθόλα βίαια εκτουρκισμό. Η οδυνηρή απόρριψη από το περιβάλλον και η χαμηλή κοινωνική τους θέση οδήγησαν στη μειωμένη αυτοεκτίμηση της προσωπικής και συλλογικής τους αξίας. Η εκούσια, σε ορισμένες περιπτώσεις, απόρριψη της ταυτότητάς τους δεν έγινε για λόγους εθνικούς, αλλά επειδή το σημαινόμενο της πομακικής (ταυτότητας) ήταν η πολιτισμική κατωτερότητα.
Η οικογένεια στη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης και ο ρόλος της γυναίκας, επηρεάστηκε από πολλούς πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι συνέβαλλαν στη διάρθρωση του χώρου. Η πατριαρχική οικογένεια στο πομακικό χωριό αποτελεί παραγωγική μονάδα, στην οποία ο νέος βρίσκει δουλειά στα χωράφια ή στα κοπάδια ζώων του πατέρα του. Τα τελευταία χρόνια ο τύπος της εκτεταμένης πατριαρχικής οικογένειας ολοένα και υποχωρεί. Βασικός λόγος είναι η μείωση των παιδιών σε μια οικογένεια, η μετανάστευση και η αστυφιλία.
Όλο και περισσότεροι νέοι των ορεινών και απομακρυσμένων περιοχών εγκαταλείπουν την αγροτική κοινωνία και εγκαθίστανται στις πεδινές κωμοπόλεις και πόλεις της Θράκης, αλλάζοντας συχνά επαγγελματική απασχόληση και δημιουργώντας τη δική τους πυρηνική οικογένεια. Στην ύπαιθρο, η έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής καριέρας για τη γυναίκα όπου η απομόνωση είναι πολύ έντονη, δηλαδή η οικονομική εξάρτηση από τη μία και από την άλλη η προσκόλληση της στις εντολές του Κορανίου17 συνεχίζουν να συντηρούν τον κοινωνικό διαχωρισμό των δύο φύλων και την ανδρική προκατάληψη και εχθρότητα, σε ότι αφορά την πολιτική και κοινωνική συμμετοχή των γυναικών.
Κατ' αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται οι ανάλογες πολιτιστικές αξίες, οι οποίες υιοθετούνται από την παιδική ηλικία, για να διαιωνίζουν και ν' αναπαράγουν τους παραδοσιακούς ανδρικούς και γυναικείους ρόλους18.
Στην πομακική κοινωνία, η κοινωνική κινητικότητα βρίσκεται σε χαμηλά έως μηδενικά επίπεδα, η ανάδειξη των προσώπων πραγματοποιείται με εξωγενείς και όχι κοινωνικές παρεμβάσεις, οι ρόλοι παραδίνονται από μια γενιά στην άλλη σχεδόν άφθαρτοι και αναλλοίωτοι. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στην ύπαιθρο όπου όχι μόνο σημειώνονται έντονα φαινόμενα αποκλεισμού, αλλά υποβόσκουν και εντείνονται οι ενδομειονοτικές διαμάχες μεταξύ της Πομακικής ομάδας που συγκρούεται με την τουρκοφανή και η τουρκοφανή που συγκρούεται με την Αθιγγάνικη. Σχέσεις επιγαμίας, ανάμεσα στους Σουνίτες και Σιίτες, δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και μεταξύ Μπεκτασήδων και ορθοδόξων Σουνιτών. Ακόμη οι τουρκοφανείς όπως και οι Πομάκοι δεν συνάπτουν γάμους με τους Αθίγγανους γιατί τους θεωρούν κοινωνικά και φυλετικά υποδεέστερους19.
Όταν υπάρχουν μικτοί γάμοι μία οδυνηρή συνέπεια σε πρακτικό επίπεδο, είναι η δυσκολία επαφής και συνεννόησης των παιδιών με τη σειρά των συγγενών που είναι πομακικής καταγωγής, οι οποίοι και υποχρεώνονται πλέον, εξ ανάγκης, να αποδεχθούν την τουρκική ως μέσο γλωσσικής επικοινωνίας με τους νεώτερους απογόνους τους.
Για τη πομάκα γυναίκα γάμος, κυρίως, σημαίνει μεταπήδηση από την αυστηρότητα της πατρικής οικογένειας στην υποταγή της συζυγικής στέγης. Αναλαμβάνει νέα καθήκοντα και καταβάλλει μια καθημερινή προσπάθεια για να θεωρηθεί η παρουσία της απαραίτητη ή να κριθεί με επιείκεια και από το σύζυγο και από τους συγγενείς του. Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα φυσικό είναι ο αριθμός των διαζυγίων να μειώνεται κατά το ήμισυ, αφού ο ένας στους δύο (η σύζυγος δηλαδή ) ποτέ δεν αξιώνει διαζύγιο.
Η ανάλυση της πομακικής κοινωνίας δείχνει ότι η δομή της οικογένειας παρά τις επιρροές που δέχεται από ευρωπαϊκά πρότυπα και τον ελλαδικό χώρο κρατά τον συμπαγή ιστό της και την ιδεολογία της, η οποία είναι προσανατολισμένη σε στέρεες ισλαμικές αρχές, εμπλουτισμένες με τις προτεραιότητες της τουρκικής πολιτικής για τη Θράκη, σε αντίθεση με την ελληνική πολιτική η οποία όταν δεν απουσιάζει περιορίζεται σε διοικητικές και γραφειοκρατικές κινήσεις, οι οποίες δημιουργούν καθεστώς γκέτο και αμυντικές-εχθρικές κινήσεις. Στις ασθενέστερες τάξεις και κυρίως στον αγροτικό χώρο καταπιέζεται η γυναικεία προσωπικότητα ενώ αρκετές φορές οι γυναίκες είναι και θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης. Οι αιτίες είναι προϊόν της διάταξης των δομημένων για χρόνια σχέσεων που επικρατούν στην οικογένεια και προέκταση των σχέσεων που ισχύουν στο σύνολο της μουσουλμανικής κοινωνίας της Θράκης και του ιδιόμορφου καθεστώτος πολιτικού εναγκαλισμού από τη πλευρά της Τουρκίας και θλιβερής αδιαφορίας και άγνοιας από το ελληνικό κράτος.
Συμπερασματικά
Μια νέα πολιτική για τις μειονότητες στη Θράκη, οφείλει να τις καθορίζει, να τις χαρακτηρίζει ως τέτοιες, με βάση όχι τη θρησκευτική όσο την πολιτιστική και εθνική τους ταυτότητα. Με βάση την ιστορία, τις παραδόσεις, την πολιτιστική τους κληρονομιά, τη γλώσσα. Αυτή η προσέγγιση διακρίνει, διαχωρίζει στο χώρο της Θράκης, όχι μια μουσουλμανική θρησκευτική, αλλά τρεις διαφορετικές πολιτισμικές οντότητες. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές, οι Πομάκοι της Θράκης έχουν δικαίωμα σε όλες εκείνες τις συνθήκες και τα μέσα γνώσης, επαναπόκτησης, της ιστορίας, του πολιτισμού, της κουλτούρας, της γλώσσας, της ταυτότητάς τους.
Ο χώρος της Θράκης θα μπορούσε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα - χώρο μιας ελεύθερης εθνικά, πολιτισμικά και κοινωνικά ζωής για τους Πομάκους. Μένει στο ελλαδικό κράτος, την ελληνική κοινωνία να δημιουργήσει όλες εκείνες τις αναγκαίες συνθήκες διατήρησης και ανάπτυξης της ιδιαιτερότητάς τους.
Η μελέτη αλλά και η ιστορική διάσωση των μειονοτικών ομάδων και ιδιαίτερα των Πομάκων που υποστεί μια μεγάλη αλλοίωση της ταυτότητάς τους, αποτελεί σημαντικό γεγονός για την επιστήμη αλλά και δείκτη υψηλού πολιτισμικού επιπέδου αφού μια πολιτισμένη κοινωνία αποτελεί εκείνη όπου σέβεται και προστατεύει κάθε μορφής κοινωνική, πολιτιστική, θρησκευτική και εθνοτική διαφορετικότητα.
--------------------------------------------------------------------------------
1. Avcioglu Dogan Turkleri tarihi, cilt Α', Istanbul 1989, σελ. 40 και Yavuz E. Devsirme sorunu. Belleten, cilt L (sα. 198), Ankara 1987, σελ.679-725. Σε τουρκικό σχολικό εγχειρίδιο της Β’ Λυκείου, οι Πομάκοι καταχωρούνταν ως Βούλγαροι που εξισλαμίστηκαν ( Νurettin S. Cografyasi, cilt 2, Istanbul 1966, σελ. 11 ). Σλάβους τους θεωρεί και ο Κεμάλ Καρπάτ, στο έργο του Αn inquiry into the social foundations of nationalism in the Ottoman State. vol.Α, ρ.160, Princeton 1973, καθώς και στο Ottoman Population 1830-1914, 1985, p. 49 κ.ά. Στην εγκυκλοπαίδεια της εφημ. Μilliyet (1991), στον Γ' τόμο. σελ.770, οι Πομάκοι προσδιορίζονται ως εξισλαμισμένοι Βούλγαροι. Ο καθηγητής Μεχμέτ Γκιονλιούμπολ. στο έργο του Uluslararast Politika, ερμηνεύοντας τη διαμόρφωση των εθνοτήτων στη Χερσόνησο του Αίμου, χαρακτηρίζει τους Πομάκους ως Βούλγαρους (Ankara 1993, σελ.337).
2. Την τάση αυτή εκφράζει το βιβλίο του Dede A. Bati Trahya folklorou 1978, το περιοδικό Bati Trahya’nin Sesi, τεύχος 1, Kasιm - Αralik 1987, Istanbul, και η πρόσφατη έκδοση με συλλογή δημοτικών τραγουδιών των Resit S. Osman H. A. Bati Trakya Turkuleri, Κομοτηνή 1994), βλ. Μουσόπουλος Θ. "Συμπεράσματα από τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών των Πομάκων". Εισήγηση στο συνέδριο Εθνογενετικές Διαδικασίες στα Βαλκάνια, Κομοτηνή 23-25/9/1994
3. Πρώιμες αναφορές για την αρχαιοθρακική τους καταγωγή, βρίσκουμε σε έργο του Νικολαίδη Β. Les Turks et la Turquie contemporaine, Paris 1859, p.273-276), όπου μιλά για απόγονους της φυλής των Σατρών. Εκείνος, όμως, που προέβαλε περισσότερο τη θεωρία, ήταν ο Σέρβος αρχαιολόγος Στ. Βέρκοβιτς, ο οποίος υποτίθεται ότι ανακάλυψε στην ορεινή Ροδόπη χιλιάδες στίχους από τη σλαβική ποιητική παράδοση με θέματα σχετικά με τον Ορφέα κ.α. (Veda Slovena, Βελιγράδι 1874).
4. Βλ. τα έργα Μαγκριώτης Γ. Πομάκοι ή Ροδοπαίοι; Αθήνα 1990 Μυλωνάς Π. Οι Πομάκοι της Θράκης, Αθήνα 1990. Ροδάκης Π. Οι Θράκες μουσουλμάνοι. Αθήνα 1991. Τσιούμης Κ. Οι Πομάκοι στο Ελληνικό κράτος (1920-1950), Θεσσαλονίκη 1997. Φωτέας Π. Οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης, Κομοτηνή 1978 . Χιδίρογλου Π. Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, Αθήνα 1989.
5. Βλ. Ξηροτύρη,Ν. Ίδιαι παρατηρήσεις επί της κατανομής των συχνοτήτων των ομάδων αίματος εις τους Πομάκους, Θεσσαλονίκη 1971 και του ιδίου "Αχριάνες και Πομάκοι: Θράκες ή Σλάβοι;" Στα πρακτικά του Β’ Συμποσίου Λαογραφίας ΙΜΧΑ. Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 333-358.
6. Geitler L. Poeticke tradice Thraku i Bulharu. V Praze 1878, σ. 33.
7. Επιλέξαμε τον όρο Τουρκοφανείς, ως ορθότερο και σε αντικατάσταση του όρου Τουρκογενείς - που κατά τη μέχρι τώρα τακτική χρησιμοποιείται από την ελληνική πλευρά -, για να περιγράψουμε το μη πομακικό και μη ρώμικο (αθιγγάνικο) τμήμα των μουσουλμανικών μειονοτήτων. Το δεύτερο συνθετικό (-γενείς) παραπέμπει σε καταγωγή από το τουρκικό γένος, του οποίου ο ανθρωπολογικός προσδιορισμός παρουσιάζει δυσκολίες. Η αντικατάσταση του δεύτερου συνθετικού -γενείς με το -φανείς υποδηλώνει τη μη (απόλυτη) τουρκική καταγωγή και ταυτόχρονα επιθυμεί να καταγράψει, σε συνδυασμό με το πρώτο συνθετικό τουρκο-, τα επίκτητα πολιτισμικά στοιχεία, όπως η τουρκική γλώσσα ή ακόμη και η τουρκική εθνική συνείδηση. Συνεπώς ο όρος αναφέρεται στην καταγωγή και όχι στη συνείδηση της ομάδας που (η συνείδηση), ως υποκειμενικό στοιχείο, μεταλλάσσεται στην πορεία του χρόνου. Βλ. σχετικά Λιάπης Α. Η υποθηκευμένη γλωσσική ιδιαιτερότητα των Πομάκων. Κομoτηνή 1995. Με την ίδια σημασία, χρησιμοποίησε τον όρο τουρκοφανείς ο Σκαλιέρης Γ. στο Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1922, στην προσπάθεια του να περιγράψει το εθνολογικό μωσαϊκό της Μικράς Ασίας.
8. Βλ. Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη Κ. Σύγχρονα προβλήματα μειονοτήτων στα Βαλκάνια. Αθήνα 1989 και Κοππά Μ. Οι μειονότητες στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια, Αθήνα 1997.
9. Υπουργείον Επί των Εξωτερικών. Η συνθήκη της Λωζάνης. Αθήνα 1923.
10. Τα Πομακικά, τελευταία έχουν συγκεντρώνει το ενδιαφέρον Πομάκων και άλλων μελετητών (κυρίως εκπαιδευτικών) και ήδη εκδόθηκαν πρώτες περιγραφές της δομής και του λεξιλογίου των Πομακικών στην Ελλάδα. Βλ τα έργα Μουμίν Α.- Χαμδή Ο. Πομανικό Αναγνωστικό. Κομοτηνή 1997, όπου οι συγγραφείς χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο απ' όπου προήλθαν τόσο το λατινικό όσο και το κυριλλικό αλφάβητο των σλαβικών γλωσσών, οι δύο συγγραφείς προχωρούν μεθοδικά μέσω των γραμμάτων-φθόγγων και σύντομων αντίστοιχων κειμένων στη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής της Πομακικής σε ένα πρώτο επίπεδο. Ακόμη βλ. τα έργα Θεοχαρίδης Π. Πομάκοι .Οι μουσουλμάνοι της Ροδόπης, Ιστορία, καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, λαογραφικά. Ξάνθη 1995, σελ.297. και του ιδίου Πομακο-ελληνικό Λεξικό, Θεσσαλονίκη 1996 α. Ελληνο- πομακικό λεξικό, Θεσσαλονίκη 1996 β. και Γραμματική της Πομακικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1996 γ. Ακόμη βλ. Καραχότζα Ρ. Πομακικο-ελληνικό Λεξικό, Ξάνθη 1995. Παναγιωτίδης Ν., Οι Πομάκοι και η γλώσσα τους, Αλεξανδρούπολη 1997 και τα Συλλογικά , Ελληνοπομακικοί διάλογοι, Ξάνθη 1996, Γραμματική Πομακικής Γλώσσας. Ξάνθη 1996, και Συντακτικό Πομακικής Γλώσσας, Ξάνθη 1997.
11. Βακαλιός Θ. , Κανακίδου, Ε. , Παναγιωτίδης Ν. , Παπαγιάννη, Β. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης στη Θράκη. Η περίπτωση της Μουσουλμανικής Μειονότητας με έμφαση στους Πομάκους». Αλεξανδρούπολη 1998.
12. Παναγιωτίδης Ν. Το μειονοτικό εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, Αλεξανδρούπολη 1996. (επιστροφή)
13. Σαρβανάκης Θ. Παράγοντες που επηρεάζουν τους μουσουλμανόπαιδες στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, Αλεξανδρούπολη 1987 και Δημουλάς Γ.Κ. Η γραπτή επικοινωνία και η γραπτή έκφραση χριστιανών και μουσουλμάνων μαθητών των τριών ανώτερων τάξεων Δημοτικών Σχολείων του Ν. Ροδόπης, Κομοτηνή, Νοέμβριος 1991.
14. Κανακίδου, Ε. Η εκπαίδευση στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Αθήνα 1995, σελ. 74-75.
15. Λιάπης Α.ο.π σελ.18.
16. Φωτέα Π. Οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης, Κομοτηνή 1978, σσ. 24 25.
17. Για παράδειγμα το Κοράνιο στο 4o κεφάλαιο δίνει την ακόλουθη εντολή για τα περιουσιακά ζητήματα : «Στη διανομή της περιουσίας σας ανάμεσα στα παιδιά σας τα αγόρια να δίνετε διπλάσιο μερίδιο απ' ότι στα κορίτσια». Λίγο παρακάτω ο πιστός διαβάζει: «Οι άνδρες είναι ανώτεροι από τις γυναίκες γιατί ο Θεός τους έδωσε την υπεροχή πάνω τους και πρέπει να τις προικίζουν από τις περιουσίες τους. Οι γυναίκες πρέπει να υπακούουν και να αποσιωπούν τα μυστικά των συζύγων τους μια που ο Ουρανός τους εμπιστεύθηκε τη φύλαξή τους. Οι σύζυγοι που ενδεχομένως θα υποφέρουν από την απείθειά τους μπορούν να τις τιμωρούν, να τις αφήνουν μόνες στα κρεβάτια τους και ακόμα και να τις κτυπούν. Η υποταγή των γυναικών θα τις προστατεύει από κάθε κακομεταχείριση». Ζωγράφου –Μεραναίου, Μ.Κοράνιο Αθήνα χ.χ σελ.123.
18. Οι σχέσεις των συζύγων στο Ισλάμ, όπου παρατηρείται δυσκαμψία στον εκσυγχρονισμό της οικογενειακής και κοινωνικής συμπεριφοράς (Γιαννουλάτος Α. Ισλάμ. Αθήνα 1975, σελ.195), στηρίζονται σε θεσμική βάση. Ο συναισθηματισμός υποχωρεί στις οικογενειακές σχέσεις και αυτές καθορίζονται από την οργάνωση του νοικοκυριού και την τεκνοποιία.
19. Ζεγκίνης Ε. Ο Μπεκτασισμός στη Δ.Θράκη .Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον Ελλαδικό χώρο, Θεσσαλονίκη 1988.